Μας τα ‘παν

Εικόνα Τέτα Βαρλάμη

Στον απόηχο των εορταστικών ημερών, με τον κύκλο του δωδεκαημέρου να έχει κλείσει, αρχίζουν τα πράγματα σιγά-σιγά να ξεφεύγουν από την αχλή της γιορτής και να ξαναπαίρνουν την πραγματική τους διάσταση.

Τα λαμπιόνια έσβησαν το φαντασμαγορικό τους παιχνίδισμα, τα δέντρα και τα καραβάκια απογυμνώθηκαν από τα στολίδια τους, αποτινάχθηκε η σκόνη από τους κουραμπιέδες, που λέρωνε την άκρη των χειλιών, τα τριγωνάκια σίγησαν το μεταλλικό τους σεγόντο στις παιδικές φωνές, τα δώρα της καρδιάς ή της υποχρέωσης βρήκε το κάθε ένα τη θέση του, ο άγιος Βασίλης επάνω στο ταλαιπωρημένο έλκηθρο του επέστρεψε στην λήθη για έναν ολόκληρο χρόνο, τα πυροτεχνήματα καήκαν στο στιγμιαίο τους αστράφτισμα για το καλωσόρισμα του νέου χρόνου και οι καλικάντζαροι ξανάρχισαν το κοπιαστικό τους έργο να πριονίσουν από την αρχή το δέντρο της ζωής.

Το σκηνικό απογυμνώθηκε από την επίπλαστη φαντασμαγορία που η γιορτή επιβάλλει, χωρίς όμως να καταφέρει να κρύψει την αδυσώπητη αλήθεια των πραγμάτων, με τα νεκρά κορμιά των πνιγμένων να συνεχίζουν να ξεβράζονται στις παραλίες των νησιών, τα συσσίτια των Δήμων να πληθαίνουν, ο αριθμός των αστέγων να αυξάνεται, τα πολιτικά παιχνίδια να μην επηρεάζονται από την αγιοσύνη των ημερών και ο κόσμος κατά τα άλλα να εορτάζει ευτυχής!

Μόνο που κάθε τι που φεύγει και κάθε νέο που έρχεται κουβαλά υποχρεωτικά και έναν απολογισμό.

Αναλύονται τα πεπραγμένα που οριοθετούν τα προσδοκώμενα.

Μια υποχρέωση μνήμης σε καταστάσεις, πρόσωπα, λεγόμενα και πράξεις, τα περισσότερα από τα οποία θα ήθελες να ξεχάσεις.

Η ελπίδα προδόθηκε, η προοπτική εξελίχθηκε σε αποτυχία, το όραμα παραμορφώθηκε και η μεγάλη άρνηση μεταλάχθηκε σε συγκατάβαση.

Τα πρόσωπα που κέρδισαν τις εντυπώσεις φάνηκαν τελικά κατώτερα των περιστάσεων.

Παρουσιάστηκαν ως ταγοί και αποδείχθηκαν ουραγοί.

Πρόβαλαν ήθος και επέδειξαν ιδιοτέλεια.

Συστήθηκαν ως ιδεολόγοι και διαπιστώθηκαν καιροσκόποι. Εμφανίστηκαν ως ικανοί και επιβεβαιώθηκαν ως ανάξιοι.

Τόσο «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα», το μόνο που τους σώζει είναι να ελπίζουν σε «κάποιο θάμα».

Για όσα δεσμεύτηκαν, ότι υποσχέθηκαν, αυτά που έταξαν δεν ήταν παρά κενολογίες, με την πραγματικότητα να προβάλλει αδυσώπητη την αλήθεια της, που δεν είναι άλλη από την αποκάλυψη του ψεύδους.

Οι πράξεις από το μεγαλείο των λαμπρών έργων κατέπεσαν στο γελοίο των απομυθοποίησης.

Από εμπνευστές μεταρρυθμίσεων κατέληξαν διαχειριστικοί εκτελεστές προδιαγεγραμμένων αποφάσεων.

Σε έναν τέτοιο απολογισμό, με νωπή ακόμα την αίσθηση της γιορτής, διατύπωσαν δημόσια, με περίσσιο θράσος, το ερώτημα «να τα πούμε;».

Άσε καλύτερα. Πρόλαβαν άλλοι. Τα είπαν και άφησαν τους ηγέτες άλαλους κι αποσβολωμένους να ακούν.

Διαβάστε ακόμα