Ναι, υπάρχουν άνθρωποι

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, όμως υπάρχουν κι αυτοί που υποθηκεύουν ακόμα και την ψυχή τους για να αισθάνονται οι συνάνθρωποί τους λιγότερο μόνοι.

Άνθρωποι ευτυχισμένοι, γιατί μέσα στη δυστυχία τους βρίσκουν στο πρόσωπο του διπλανού τους άπειρους λόγους να χαμογελούν.

Άνθρωποι που ανταλλάζουν τα χρόνια τους με την ελπίδα που γαντζώνεται στα χείλη και τα βλέμματα όσων είχαν σταματήσει να πιστεύουν, όχι σε εκείνο που δεν βλέπουν, αλλά σε αυτό που βλέπουν να απομακρύνεται.

Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που δεν ακολουθούν τα φώτα, αλλά έρημα δρομάκια που χρειάζονται το δικό τους «φως».

Άνθρωποι που πατούν τα πόδια τους στη γη, για να τραβήξουν εκείνους που ετοιμάζονται να πετάξουν, χωρίς συνταξιδιώτες.

Άνθρωποι που θα απλώσουν το χέρι τους, μα δεν θα το σηκώσουν.

Άνθρωποι που θα χαρίσουν τα λίγα τους και θα μοιραστούν τα πολλά τους.

Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που δε σταμάτησαν τον χρόνο, μα συνεχίζουν να ψηλώνουν.

Άνθρωποι που επουλώνουν πληγές, μέχρι να υποκύψουν στα τραύματά τους.

Άνθρωποι που βρίσκονται εκεί όταν τους ζητήσεις και μακριά όταν τους φωνάξεις.

Άνθρωποι χωρίς όνομα και όχι ονόματα δίχως ανθρώπινη υπόσταση.

Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που θα καθίσουν τελευταίοι, αλλά θα τρέξουν πρώτοι.

Άνθρωποι παρόντες που δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους.

Άνθρωποι που δεν ποζάρουν, γιατί τα χαμόγελα που εισπράττουν, ισοδυναμούν με όλα τα φλας του κόσμου.

Άνθρωποι που δε συστήνονται με λόγια, αλλά με τη φωνή της καρδιάς τους.

Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που δεν ζητούν να γίνουν κάτι, μα είναι τα πάντα για εκείνους που δεν έχουν τίποτα.

Άνθρωποι που δεν κοιτάζουν στο χθες, ούτε περιμένουν καρτερικά το αύριο.

Άνθρωποι που δίνουν νόημα στη στιγμή και μία θέση στην αιωνιότητα της μνήμης.

Άνθρωποι που κελαηδούν κάθε μέρα, σαν να είναι το κύκνειο άσμα τους.

Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν το αίμα τους, τα ρούχα τους, το φαγητό τους, τον εαυτό τους χωρίς να κρατούν τεφτέρι.

Άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, γιατί ο χρυσός τους αποκαλύπτει καθετί κάλπικο.

Άνθρωποι που προηγούνται χωρίς να συνωστίζονται στην ουρά.

Άνθρωποι που θα συνεχίσουν να τραγουδούν, ακόμα κι αν δεν τους ξαναδείς να ανοίγουν το στόμα τους.

Η νέα χρονιά με βρήκε σε ένα κρεβάτι, πνιγμένο στα χαρτομάντιλα, τα παυσίπονα και τις καραμέλες για το λαιμό. Οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει. Ακόμα και στο Facebook, με δυσκολία πατούσα refresh. Το απόγευμα αποφάσισα να πετάξω το πάπλωμα από πάνω μου, επικαλούμενος το καθήκον για να δω λίγο κόσμο. Ταμπουρωμένος και φασκιωμένος με σκούφους, κασκόλ και λοιπά χειμερινά αξεσουάρ, πήρα την κατηφόρα της επιστροφής, αψηφώντας το κρύο και το αγιάζι που τρύπωναν από τις χαραμάδες.

Βλέποντας τα διερχόμενα οχήματα να γκαζώνουν δίπλα μου και έχοντας καταφέρει μετά από συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειες να ανάψω το τσιγάρο μου, ένιωσα ξαφνικά ένα φορτηγάκι να με πλησιάζει. «Πηγαίνω Ερμούπολη. Θέλεις να σε αφήσω κάπου»; μου είπε μέσα από το τζάμι ένας καλοσυνάτος κύριος. Τον ευχαρίστησα και του ευχήθηκα «καλή χρονιά, με υγεία και δύναμη».

Με αναγνώρισε και τον αναγνώρισα. Οι δρόμοι μας είχαν διασταυρωθεί αρκετές φορές σε εκδηλώσεις – δράσεις κοινωνικού χαρακτήρα. Εγώ ήμουν εκεί ως ο συνήθης ενοχλητικός με τη φωτογραφική και το μαγνητοφωνάκι στο χέρι και εκείνος ως εθελοντής, που επί δεκαετίες προσφέρει αδιάκοπα τις υπηρεσίες του, ανακουφίζοντας τους συνανθρώπους του.

Τον ρώτησα εάν υπάρχουν διάδοχοι, που θα κληθούν να συνεχίσουν το έργο τους, από το σημείο που θα το αφήσουν οι σημερινοί εθελοντές. Αναστέναξε και μου απάντησε πως οι νέοι σήμερα δυστυχώς δεν ενδιαφέρονται το ίδιο, ενώ οι δυνάμεις των παλαιότερων αρχίζουν να υποχωρούν. «Εγώ έφτασα στο τέλος μου. Είμαι 83 ετών», τόνισε. «Δεν έχει σημασία» τον καθησύχασα, «μπορείτε να συνεχίσετε να προσφέρετε, ακόμα κι αν βρίσκεστε λίγο πιο πίσω». «Ναι, αλλά δεν θα μπορώ να κάνω χειρωνακτική εργασία», μου είπε με έναν καημό, ζωγραφισμένο στα μάτια του. Με άφησε στο σημείο που του είχα ζητήσει. Βγήκα από το αυτοκίνητο και του ευχήθηκα μέσα από την καρδιά μου «χρόνια πολλά». Έκλεισα την πόρτα, αλλά σκέφτηκα ότι δεν ρώτησα το όνομά του. Γύρισα το κεφάλι μου και ο κύριος είχε ήδη φύγει. Χαμογέλασα. Ναι… υπάρχουν άνθρωποι.

Διαβάστε ακόμα