Αρχηγοί με απ’ όλα

Εικόνα Ευαγγελία Κορωναίου

«Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.

Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.

Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα...
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.

Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.

Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.

Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης»

Αυτά έλεγε ο «δικός μας» Γιώργος Σουρής, τον προηγούμενο ήδη αιώνα. Πόσο δίκιο είχε! Και πόσο πολύ δεν αλλάζει ο Έλληνας. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένει ειδήμων στα πάντα.

Ξέρει πώς γίνονται οι διαπραγματεύσεις με την Τρόικα, ξέρει πώς να στήσει στέρεη και βιώσιμη οικονομική πολιτική για τη χώρα, ξέρει τι σύστημα να παίξει η ομάδα για να κερδίσει, πότε να σουτάρει ο επιθετικός και πού να δώσει πάσα, ξέρει πόσων χρονών είναι η Βίσση, ξέρει γιατί μας ζηλεύουν οι ξένοι, ξέρει ποιος θα κερδίσει στη Γιουροβίζιον, ξέρει τι λάδια να βάλεις στη μηχανή για να μη σου μπουκώσει, ξέρει ότι το Δημόσιο είναι γεμάτο από υπαλλήλους που δεν κάνουν τη δουλειά τους, ξέρει κάποιον που θα διορίσει το γιο του στο ΙΚΑ.

Όλα τα ξέρει ο Ελληνάρας. Και το αποδεικνύει καθημερινά από τον καναπέ του ή ενδεχομένως και από το τραπέζι του καφέ ή του φαγητού.

Αλλά όταν έρθει η ώρα να αποδείξει αυτά που ξέρει, ή λέει ότι ξέρει, ή προσποιείται ότι ξέρει, ευθύς-αμέσως γίνεται το θαύμα και όλη η γνώση εξαφανίζεται μονομιάς. Άλλοι ξέρουν καλύτερα από εκείνον τι πρέπει να γίνει. Ποιος είναι εκείνος για να ξεκινήσει να αλλάξει κάτι μόνος του; Αλίμονο… δεν θα καταφέρει τίποτα. Αφού υπάρχουν «άλλοι», «μεγάλοι και τρανοί», που γιατί δηλαδή δεν κάνουν κάτι; Αν δεν μπορούν εκείνοι να φέρουν μία αλλαγή, τότε θα μπορέσει εκείνος; Απαπα… ούτε για αστείο.

Και ξαναγυρίζει στον καναπέ και στο τραπέζι και ω! του θαύματος, η γνώση ξαναγυρίζει. Και μαζί με αυτήν και η πεποίθηση, ότι αν του δινόταν μία (ΜΙΑ!) ευκαιρία, θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα σωστά. Και με αυτό στο μυαλό, συνεχίζει να κάνει παντού λάθη. Στη συμπεριφορά του, στη στάση του ως πολίτης, στις επιλογές του, στην κάλπη, στον ίδιο ακόμη τον τρόπο ζωής του.

Επίσης, ξέρει και να κατηγορεί. Άλλους και ποτέ τον εαυτό του. Κάποιοι άλλοι φταίνε, που φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση.

Πότε θα ξεκινήσει ο Έλληνας αφενός να μαθαίνει, αντί να «ξέρει» ως δια μαγείας και αφετέρου να παραδέχεται τα – πολλά και σοβαρά – λάθη του; Πότε θα σταματήσει να νομίζει ότι γινόταν ο καλύτερος πρωθυπουργός και να ξεκινήσει να φροντίζει πρώτα για το πώς θα γίνει ο καλύτερος πολίτης;

Διαβάστε ακόμα