Επιστροφή στην αφασία

Εικόνα Ευαγγελία Κορωναίου

Μόλις χτες, καθόμουν ήσυχα-ήσυχα και έπινα το ουζάκι μου στην Πλάκα. Πού πάτησε το βανάκι του Χαραλαμπόπουλου την “έτσι” του Παπακαλιάτη στο «Αν…»; Εκεί. Και δηλαδή, ούτε ο Παπακαλιάτης, ούτε οι ταινίες του μου αρέσουν (συγγνώμη, κορίτσια), αλλά έπιασα τον εαυτό μου, εκείνη τη στιγμή, σε εκείνο το σημείο, να σκέφτεται μερικά «αν».

Αν... μπορούσα, θα επέλεγα να ζω σαν την Περσεφόνη. Έξι μήνες στη βοή της μεγαλούπολης και έξι μήνες στην ησυχία, την ηρεμία, την ασφάλεια και την ομορφιά του νησιού. Και όχι μοιρασμένους, χειμώνα-καλοκαίρι, αλλά ντεμί σεζόν, όποτε να’ναι, να παίρνω τα καλύτερα από κάθε εποχή και από τους δυο προορισμούς. Διότι, η αλήθεια είναι, ότι η μονιμότητα σε όποιον από τους δυο, είναι δεσμευτική και κουραστική.

Αν… είχα χρόνο και χρήμα, σίγουρα θα περνούσα τη ζωή μου να ανακαλύπτω ένα-ένα, όλα αυτά τα υπέροχα (κεντρικά, χωμένα, συνοικιακά, πρωτότυπα, γουστόζικα) μαγαζάκια, σε πόλη και νησί, που ξεφυτρώνουν από δω κι από κει και σε γεμίζουν χαρά, απλά και μόνο, επειδή είναι καλόγουστα και οι άνθρωποι, που τα διαχειρίζονται κάνουν αυτό που κάνουν με μεράκι και αφοσίωση.

Αν… η μαντάμ του Παπακαλιάτη ήταν λίγο πιο προσεκτική, θα είχε δει κοτζαμάν βανάκι, αφού οι δρόμοι είναι κυριολεκτικά ενάμισι μέτρο. Κοιτάμε δεξιά και αριστερά πριν περάσουμε δρόμο, κυρία μου. Δημοτικό δεν έβγαλες να σου μάθουν τα βασικά; Πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής δεν είχες στο χωριό σου; Όχι; Εγώ είχα.

Έπειτα έπρεπε να φύγω. Στο ταξίδι του γυρισμού, με έπιασε μία πίκρα. Από τη μία πικραινόμουν, που έπρεπε να αφήσω πίσω το ρέμπελο lifestyle και τις βολτάρες μου στα in εναλλακτικά στέκια. Από την άλλη, πικράθηκα και αρκετά μάλιστα, όταν χρειάστηκε να πληρώσω 4 ευρώ τον καφέ στο πλοίο.

Παρεμπιπτόντως... Κάποτε, δεν υπήρχε κάποιος έλεγχος από την πλευρά της πολιτείας, όσον αφορά στην τήρηση των πλαφόν στις τιμές των αγαθών στα επιβατηγά πλοία; Ή μήπως λάθος θυμάμαι; Τώρα τι έγινε; Η ελεύθερη αγορά έχει απελευθερωθεί τόσο πολύ, που πιάνει ο μάστορας ο καφετζής το μονοπώλιο μέσα στο πλοίο και έχει το ελευθέρας να σου πασάρει ένα κρουασανάκι – λίγο μικρότερο από αυτά του περίπτερου – 3,80 ευρώ, ή ένα σακουλάκι πατατάκια 2,20 ευρώ, ή τον φυσικό χυμό πορτοκάλι ένα τάλιρο;

Τώρα, που η οικονομική κατάσταση των πολιτών αυτής της χώρας είναι χειρότερη από ποτέ, τώρα βρήκαν την ώρα να ξεχαστούν τα πλαφόν και να έχει το ελεύθερο η κάθε αλυσίδα καφενέ, που στα χερσαία καταστήματά της χρεώνει τον ίδιο καφέ 1,70, τον φρέσκο χυμό πορτοκάλι 2,90 ευρώ και το κρουασανάκι 1,90 ευρώ, να υπερκοστολογεί και – ουσιαστικά – να κατακλέβει τον επιβάτη, ο οποίος εκείνη τη στιγμή δεν έχει κάποια άλλη διαθέσιμη επιλογή, αν χρειαστεί κάτι; Ρωτάω τώρα εγώ κι ας μην πάρω απάντηση.

Ορίστε. Είχα δεν είχα, τη σύγχυση την πήρα πριν καλά – καλά πατήσω το πόδι μου στο νησί.

Η επόμενη, με περίμενε στο λιμάνι, όταν συνειδητοποίησα, ότι θα χρειαστεί να περάσω με την όμορφη βαλιτσούλα μου, μέσα από μία όμορφη λιμνούλα, η οποία είχε σχηματιστεί λόγω καιρού και δεν έλεγε να αφήσει σημείο, που να μην καλύψει, έτσι για να μη μείνει μισή η εμπειρία. Επίσης, συνειδητοποίησα, ότι τα διαχωριστικά διαζώματα των δύο λωρίδων στον δρόμο του λιμανιού έχουν σπάσει και ξηλωθεί, χωρίς να έχει δοθεί ουσιαστικός λόγος, αφήνοντας έτσι την ανέμελη θαλασσίτσα, να πλημμυρίζει τον ανέμελο δρομάκο, απ’ όπου περνούν ανέμελοι επιβάτες με τις βαλιτσούλες τους, πλατσουρίζοντας ανέμελα και βρέχοντας τα ρουχαλάκια τους, από τη χαρά τους.

Τελικά, ναι. Οι ημέρες χαλάρωσης και ανεμελιάς πέρασαν. Έως ότου ξαναβρεθώ στα στενά της Πλάκας, όπου πάτησε ο Χαραλαμπόπουλος με το βανάκι τη μανταμίτσα του Παπακαλιάτη, θα πρέπει να αποδεχτώ, ότι αφού δεν μπορώ να ζω σαν την Περσεφόνη κι αφού δεν έχω ούτε χρόνο, ούτε χρήμα, ώστε να ζήσω τα ιδανικά μου σενάρια, θα χρειαστεί να αφήσω τους ρομαντισμούς έξω απ’ την πόρτα και να αποδεχτώ, ότι εδώ η καθημερινότητα θα περνάει με νευράκια-τσαταλάκια.

Δεν πειράζει όμως! Ο καθένας βρίσκει τελικά αυτό που ψάχνει, κι εγώ μονίμως σ’ αυτή τη ζωή έψαχνα τον μπελά μου.

Διαβάστε ακόμα