Ποιος φοβάται τον κακό το λύκο;

Εικόνα Ευαγγελία Κορωναίου

Τι φοβόταν η μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας και δεν την άφηνε να πάει βόλτα στο δάσος; Το γεγονός, ότι είναι δάσος και ότι ένα μικρό κοριτσάκι μόνο του μπορεί να χαθεί, να πάρει καμιά σαβούρντα, να την τσιμπήσει καμιά αράχνη ταραντούλα, να τη φάει το μαύρο φίδι; Όχι. Στο δάσος υπήρχε ο κακός ο λύκος…

Τι φοβούνταν οι γονείς της Ωραίας Κοιμωμένης και μάζεψαν όλους τους αργαλειούς, τα μαλλιά, τις κλωστές και τις βελόνες από το βασίλειο και όποιος ήθελε καινούρια ρούχα, έπρεπε να παραγγείλει από το Εbay; Το γεγονός ότι η Ορόρα (δεν την φώναζαν Ωραία Κοιμωμένη τότε γιατί ήταν ξύπνια και κοιμόταν κανονικά) ήταν ακαμάτρα και δεν είχε διαβάσει ούτε μία σελίδα από τους 6 τόμους «Χρυσές Βελόνες»; Όχι. Της είχε ρίξει την κατάρα της η Αντζελίνα Τζολί (Μαλέφισεντ 2014).

Τι φοβόταν η Χιονάτη και μάζεψε τα μπογαλάκια της και πήγε και εγκαταστάθηκε στην καλύβα των 7 νάνων; Ότι η ζωή στο κάστρο του daddy θα την έκανε φλώρο; Ότι στο κάστρο δε θα μπορούσε να μιλάει με τους μπλε σπουργίτες, γιατί θα την έκλειναν στο Δαφνί; Όχι… Την κυνηγούσε να τη βγάλει από τη μέση η Κακιά Μάγισσα.

Τι φοβούνταν ο Χάνσελ και η Γκρέτελ και δεν έπεσαν με τη μία να καταβροχθίσουν τούβλο-τούβλο όλο το σπιτάκι, που βρήκαν στη μέση του δάσους; Που και να μην πεινάς, μία τσιμπιά από ένα κούφωμα-μπλακ φόρεστ ή μία κολώνα-προφιτερόλ την παίρνεις. Ότι θα χαλάσουν τη σιλουέτα τους; Ότι θα χαλάσουν τα δόντια τους; Ότι θα τους ανέβει το ζάχαρο και η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη; Ότι θα χαλάσουν το ντεκόρ; Όχι… Μέσα έμενε η τυφλή Κακιά Μάγισσα, που έψηνε παιδάκια στο φούρνο με πατάτες και δεν της άρεσε, καθόλου δεν της άρεσε, να της τρώνε το σπίτι, γιατί – μεταξύ μας – σε ποιον αρέσει;

Τι φοβούνται τα παιδιά εκεί μέσα στο μέγαρο και δεν τολμούν να μιλήσουν, να κουνηθούν, να αρθρώσουν δημόσιο λόγο; Φοβούνται ότι θα πουν βλακεία; Όχι, δεν έχουν τέτοια ταμπού, αποδεδειγμένα. Φοβούνται ότι θα τους κρίνει ο κόσμος; Και που τους κρίνει, δεν ιδρώνει το αυτί τους. Φοβούνται ότι θα μπουκώσουν τα μικρόφωνα; Ότι θα σειστεί το κτίριο από τη στεντόρεια διατράνωση αναστήματος και θα πέσουν οι σοβάδες και μη μας κυνηγάει το Πολιτισμού, που το θεωρεί μνημείο; Όχι… κάτι άλλο φοβούνται.

Το θεριό της δικής μας ιστορίας, έχει κάνει τα ματζούνια του και έχει φορέσει το αγγελικό πρόσωπο της κοινωνικής ευθύνης και προσφοράς, ωστόσο μέσα από κλειστές πόρτες, συνεχίζει να εκφοβίζει και να τραμπουκίζει, όποιον θεωρεί εν δυνάμει εχθρό, ακόμη κι αν μέχρι στιγμής δεν έχει κάνει κάτι για να το βλάψει. Ο κακός λύκος ο δικός μας δε δρα μόνος του. Έχει τα τσιράκια του, τους κατασκόπους του, τους υποτακτικούς του, αυτούς, γενικά, που βγάζουν το φίδι από την τρύπα, διότι φυσικά δεν θα έκανε καλό στο πλαστό ίματζ του, να φανεί ότι «λερώνει» τα χέρια του.

Και μέχρι στιγμής τα έχει καταφέρει περίτρανα. Ο κακός ο λύκος της δικής μας ιστορίας, δεν έχει ούτε μαγικές δυνάμεις για να ρίξει κατάρες (από αυτές που πιάνουν, γιατί από τις άλλες ρίχνει μπόλικες), ούτε μαγικό ραβδάκι, ούτε μεταμορφώνεται σε δράκο, ούτε έχει γαμψά νύχια και κοφτερά δόντια. Η υπερδύναμη του δικού μας κακού, είναι τα ράμματα. Όχι, δεν είναι ούτε γιατρός, ούτε στο νοσηλευτικό προσωπικό, ωστόσο διαθέτει ράμματα, για τις γούνες πολλών εκ των πρωταγωνιστών, οι οποίοι αν και θέλουν να εμφανίζονται ως ιππότες με αστραφτερή πανοπλία, ουσιαστικά είναι ζωσμένοι φθηνό χοντρό πετσί και μπόλικο αλουμινόχαρτο για να γυαλίζει. Και ο κακός ο λύκος γνωρίζει τις αδυναμίες τους, γιατί εκείνοι του τις έδειξαν, γιατί είναι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα. Και τις χρησιμοποιεί εναντίον τους. Μπορεί και καλά να κάνει.

Έχει ρίξει τη σκιά του πάνω σε βασικούς – και μη – πρωταγωνιστές και μέσα από ίντριγκες, δολοπλοκίες και «προειδοποιήσεις», τους κρατάει δέσμιους και φιμωμένους, χωρίς να χρειάζεται να τους κλείσει σε μπουντρούμι.

Η ανατροπή στην πλοκή (plot twist) αυτής της ιστορίας, όμως, είναι ότι δεν υπάρχει κανένας γενναίος κυνηγός, κανένας ιππότης, κανένα βασιλόπουλο, κανένας ήρωας. Μόνο θεριά, με καμουφλάζ. Μόνο θεριά, που αναμετρώνται, ποιο θα προλάβει να φάει ποιο.

Διαβάστε ακόμα