Άνοιξε - άνοιξε

Βρήκα την πόρτα σου κλειστή
και το κλειδί παρμένο.
κοντεύουνε χαράματα
κι απ' έξω περιμένω.

Γιατί καλέ γειτόνισσα
αφού σου τηλεφώνησα
και είπες πως θ' αφήσεις το κλειδί;
Γιατί σκληρή γειτόνισσα
παιδεύεις την καρδούλα μου;
Γιατί με βασανίζεις δηλαδή;

Γυρίσαμε με αξέχαστο Στράτο Διονυσίου στο αποψινό μας πρόγραμμα και το τραγούδι το αφιερώνει ο Δήμος Σ.-Ε., για όπου αγαπά η καρδιά του, όπως μας λέει.

Είμαστε και πάλι στον αέρα, φίλοι ακροατές, σε μία ακόμη εκπομπή “Τα παλιά λαϊκά μιλάνε στην καρδιά”.

Να θυμίσουμε ότι απόψε, η εκπομπή μας είναι αφιερωμένη σε εκείνους που αγάπησαν, αλλά ένιωσαν την απόρριψη. Στους αισθηματίες, που τους έφαγε η αχαριστία του ντουνιά. Στις ευαίσθητες ψυχές, που τις ποδοπάτησαν σαν μαραμένα χαμομηλάκια οι βαριές μπότες φτιαγμένες από βαρύ και κρύο μάρμαρο των άπονων αυτού του κόσμου.

Έτσι είναι, φίλοι ακροατές. Αυτοί που έδωσαν τα πάντα χωρίς να ζητήσουν αντάλλαγμα, έκαναν τα στραβά μάτια στις “αταξίες”, αυτοί που έμειναν πιστοί, ακόμα κι όταν ο κόσμος ψιθύριζε κι από τον πολύ ψίθυρο είχε βουήξει ο τόπος... Αυτοί που όλα τα καταλαβαίνουν, όλα τα καταλαβαίνουν, κι όμως κάνουν το κορόιδο και σωπαίνουν. Αυτοί, φίλοι ακροατές, είναι που στο τέλος βρίσκουν την καρδιά τους πληγωμένη, σφαλιστή την πόρτα και πεταμένο το κλειδί. Αυτές, οι ευγενικές ψυχές, είναι που ένιωσαν την προδοσία.

Αλλά... οι άπονες και παγωμένες καρδιές, αυτές είναι που επιβιώνουν. Διότι, φίλοι ακροατές, ο καλός καλό δεν έχει σ' αυτή την παλιοκενωνία, που έχει φτιαχτεί για τους σκληρούς, τους αχάριστους, τους άστατους. Που τη μία θέλουν να είναι ο κόσμος σου όλος, να παίρνουν από σένα τα πάντα χωρίς να δίνουν τίποτα και την άλλη εξαφανίζονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ και σου λένε κιόλας, πως όσα τους χάρισες, τα χάρισες γιατί το ήθελες και τώρα τα ρέστα μη γυρεύεις.

Κι εσύ; Τι έκανες για πάρτη σου, φίλε ακροατή, τι έκανες για σένα; Ψυχούλα είχες κι έδωσες (μαζί με δυο τρία τόσα δα ακινητούλια) κι όμως πήγε στα χαμένα. Μπορεί το μαγαζάκι της καρδιάς του τρυφερού ανθρώπου να είναι γεμάτο για χάρη σου, αλλά δε σημαίνει ότι μπορείς να μπαίνεις, να σηκώνεις όλα τα ράφια, να μην αφήνεις ούτε μαρουλόφυλλο και να μη γυρίζεις πίσω ούτε τα καρότσια.

Όμως, φίλοι ακροατές, ο λαός είναι σοφός κι όπως λέει κι ο τίτλος της εκπομπής, “Τα λαϊκά μιλάνε στην καρδιά” και όπως μας λένε κι ο λαός, και η πενιά του Τσιτσάνη, κι ο Τσαουσάκης “έτσι που πας θα με βάλεις σε μπελά, έχει και η τόση υπομονή τα όριά της. Και μην κορδώνεσαι πως σ' αγαπώ τρελά, γιατί η αχλάδα έχει πίσω την ουρά της”.

Γιατί όταν ο άθρωπος ο πονετικός, ο ευαίσθητος, ο αισθηματίας, ο ντερμπεντέρης νιώσει το δίκοπο μαχαίρι της πετροψυχιάς στην πλάτη, τότε και ένα πιάτο θα σπάσει και ένα βαρύ ζεϊμπέκικο θα χορέψει πάνω στο ντέρτι του και στους δικηγόρους θα πάει, να πάρει πίσω ένα ένα τα δώρα της αγάπης, που δεν τα εχτιμήσανε ποτέ και τα ασημικά θα κάτσει να χωρίσει, μέχρι να πάρει και τον τελευταίο τρίφτη που του αναλογεί.

Κι έτσι, φτάνουμε πια στο τέλος και της αποψινής μας εκπομπής και θα κλείσουμε με την τεράστια Σωτηρία Μπέλλου, κι ένα τραγούδι, που αφιερώνουμε με τη σειρά μας στο φίλο ακροατή Δήμο, να το χαρίσει εκεί που πρέπει. Καλή σας νύχτα.

Το παράθυρο κλεισμένο, σφαλιγμένο σκοτεινό
για ποιο λόγο δεν τ' ανοίγεις, πεισματάρα να σε ιδω.

Άνοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω,
φτάνει πια, φτάνει πια να με τυραννάς.

Ξεροστάλιασα στ' αγιάζι ώρες να σου τραγουδώ,
η καρδιά μου φλόγες βγάζει, μα δεν βγαίνεις να σε ιδω.

Άνοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω,
φτάνει πια, φτάνει πια να με τυραννάς

Διαβάστε ακόμα