“ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ”

Κακοποίηση ανηλίκων: Εγκλήματα διαρκείας εις βάρος των παιδιών

ΤΑ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΟΙΝΕΣ
  • Δευτέρα, 31 Οκτωβρίου, 2022 - 06:22

Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών βρίσκεται στην επικαιρότητα με τον πιο φρικώδη τρόπο. Με μια υπόθεση παιδιού, έρμαιο για μήνες στα χέρια ενός ενήλικα, γνωστού του οικογενειακού περιβάλλοντος του ανήλικου. Όπως συνήθως συμβαίνει. Και ακολουθούν αντίστοιχες καταγγελίες, η μια μετά την άλλη, σα να άνοιξε ένας οχετός τέτοιος, ικανός να πνίξει στη δυσώδη βρώμα του και το κράτος και την κοινωνία.

Οι αριθμοί σοκάρουν, η κοινή γνώμη συγκλονίζεται. Φίλοι και γείτονες των θυμάτων ή των δραστών πέφτουν από τα σύννεφα. Κι ας είχαν δει ή είχαν υποψιαστεί πως κάτι συμβαίνει αλλά δεν μίλησαν.

Η επίσημη πολιτεία κρύβει την αποτυχία της να προστατεύσει τα παιδιά και πριν και μετά το εις βάρος τους έγκλημα, πίσω από δηλώσεις, διαβεβαιώσεις, εξαγγελίες, τα κόμματα αλληλοκατηγορούνται. Την ώρα που το φαινόμενο παίρνει τραγικές διαστάσεις στη χώρα μας.

Στα 294 ανέρχονται τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά μόνο τους πρώτους οκτώ μήνες του 2022, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΑΣ. Υποθέσεις που δεν εστιάζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά «απλώνονται» σε όλη την επικράτεια της χώρας. Οι 294 περιπτώσεις παιδιών έχουν καταγγελθεί και μόνο από τον Ιανουάριο μέχρι τα τέλη Αυγούστου, χωρίς να ξέρει κανείς πόσες ακόμη αντίστοιχες περιπτώσεις δεν έχουν φτάσει στις διωκτικές αρχές. Οι εκτιμήσεις εξ άλλου των ειδικών θέλουν μόνο ένα από τα πέντε παιδιά που κακοποιούνται να εξομολογείται στην οικογένεια του ή στις Αρχές για τη φρίκη που βίωσε.

Συγκεκριμένα, το πρώτο οκτάμηνο του 2002, έχουν καταγραφεί 257 υποθέσεις με 294 ανήλικα θύματα, εκ των οποίων τα 244 είναι κορίτσια και τα 50 αγόρια. Και η άθλια αυτή λίστα μεγαλώνει και θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο μέχρι τέλος του έτους.

Συγκριτικά με προηγούμενα έτη, παρατηρείται από το 2018 μια κλιμακούμενη αύξηση των εγκλημάτων εις βάρος παιδιών. Το 2018 καταγράφηκαν 247 υποθέσεις με 278 ανήλικα θύματα, το 2019 τα στοιχεία της ΕΛΑΣ δίνουν 252 υποθέσεις με 294 θύματα, το 2020 στην Αστυνομία έφτασαν 244 υποθέσεις με 342 θύματα. Το 2021 ο αριθμός των υποθέσεων αυξήθηκε: 326 δικογραφίες με 387 παιδιά – θύματα.

Εγκλήματα διαρκείας εις βάρος παιδιών. Με δράστες συνήθως άτομα κοντινά, γνωστά τους. Από το συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον, από το περιβάλλον του σχολείου ή των δραστηριοτήτων των παιδιών.

Τα παιδιά – θύματα δεν μιλάνε για τη φρίκη που βιώνουν. Ντρέπονται, νοιώθουν ενοχικά, φοβούνται. Οι κακοποιητές τους εντέχνως τα φέρνουν στη θέση του ενόχου.

Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις εκείνες που οι γονείς τους μαθαίνουν, αλλά υπό τον φόβο του στίγματος ή του διασυρμού κρατούν εντός της οικογένειας καλά κρυμμένο μυστικό το έγκλημα εις βάρος του παιδιού τους.

Η απουσία κρατικών δομών και η δευτερογενής θυματοποίηση των παιδιών

Η μη προστασία των παιδιών από τα εγκλήματα σε βάρος τους, συνομολογεί αποτυχία και της κοινωνίας και κυρίως της πολιτείας. Μια πολιτεία χωρίς δομές, χωρίς ειδικούς στα σχολεία, χωρίς την αναγκαία παροχή ενημέρωσης των παιδιών από τις πολύ μικρές ηλικίες. Και χωρίς σχεδόν καμία μέριμνα για τα παιδιά μετά την καταγγελία τους για την κακοποίηση που υπέστησαν. Ούτε καν σε ότι αφορά την προστασία του παιδιού στο ανακριτικό στάδιο αλλά και στο στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Κάτι που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα, με δικογραφίες και στοιχεία ενός παιδιού να γίνονται φέιγ βολάν, με λεπτομέρειες από τη βασανιστική κακοποίηση του να γίνονται λαϊκό ανάγνωσμα σε τηλεοπτικές εκπομπές, σε ιστοσελίδες, σε εφημερίδες. Μια επαναλαμβανόμενη δηλαδή κακοποίηση του θύματος.

Ο δικηγόρος Ρεθύμνου, Μανώλης Πετρακάκης, έχοντας χειριστεί υποθέσεις κακοποιημένων παιδιών, στην ερώτηση μας εάν λειτουργούν στη χώρα μας κρατικές δομές για την προστασία του ανηλίκου από την κακοποίηση αλλά και μετά από αυτή, μας απαντά:

«Η μεγάλη έλλειψη παρατηρείται στη λειτουργία των δομών και στην υποστελέχωση αυτών. Ένα εθνικό σχέδιο για την καταπολέμηση της κακοποίησης των ανηλίκων θα έπρεπε να ξεκινάει με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, με τη στελέχωση των σχολικών μονάδων με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς που θα μπορούν άμεσα να εντοπίζουν στην πηγή «ύποπτες περιπτώσεις» και με την αποτελεσματική λειτουργία δομών που θα φιλοξενούν και θα φροντίζουν τα θύματα της κακοποίησης για όσο χρόνο χρειαστεί».

Είναι αναγκαίο ένα εθνικό σχέδιο για την καταπολέμηση της κακοποίησης των ανηλίκων, επισημαίνει ο κ. Πετρακάκης

Ο κ. Πετρακάκης, υπερτονίζει το θέμα της δευτερογενούς κακοποίησης των παιδιών αφού το εις βάρος τους έγκλημα φτάσει στις αρχές, λέγοντας:

«Επιπλέον για το ανήλικο θύμα δεν υπάρχει ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο το οποίο να προλαμβάνει τη δευτερογενή θυματοποίησή του. Δικογραφίες ολόκληρες δημοσιεύονται, με προσωπικά δεδομένα του θύματος και ηδονοβλεπτικού χαρακτήρα περιγραφές, εκθέτοντας έτι περαιτέρω το ανήλικο και προκαλώντας του δευτερογενές τραύμα. Ακόμα και η ίδια η ποινική διαδικασία, αναγκάζει αρκετές φορές τα ανήλικα να ξαναβιώνουν τα τραύματά τους κατά την εξέτασή τους, στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, όταν σε ξένα κράτη, υπάρχουν και λειτουργούν ενοποιημένοι μηχανισμοί και υπηρεσίες οι οποίες εξετάζουν από κοινού το παιδί μία μόνο φορά με βάση συγκεκριμένο πρωτόκολλο, και η εξέτασή του αυτή καταγεγραμμένη ηλεκτρονικά, αποτελεί το πειστήριο μέχρι και το τέλος της διαδικασίας στο ακροατήριο, χωρίς να χρειάζεται το παιδί να βιώνει το τραύμα του ξανά και ξανά».

Τα συνηθέστερα εγκλήματα κατά των ανηλίκων και οι ποινές

Ζητάμε από τον κ. Πετρακάκη να μας αναφέρει ποια είναι τα συνηθέστερα σεξουαλικά εγκλήματα κατά των ανηλίκων και με ποια ποινή τιμωρούνται. Μας απαντά:

Οι σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα προστατεύουν τη παιδική ηλικία και επιχειρούν να προφυλάξουν το παιδί από πρόωρες σεξουαλικές εμπειρίες που διαταράζουν την πνευματική, συναισθηματική καθώς και σεξουαλική ανάπτυξη και ολοκλήρωση. Το ηλικιακό όριο της ανηλικότητάς ορίζεται ως το 15 έτος. Επιπλέον η συναίνεση του ανηλίκου να προχωρήσει σε πράξεις σεξουαλικής φύσεως με έναν ενήλικο δεν ενδιαφέρει, επειδή ως ανήλικος δεν έχει την αναγκαία ωριμότητα.

Σε αδρές γραμμές, επιχειρώντας μία σταχυολόγηση των βασικότερων προστατευτικών για τους ανήλικους διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, το άρθρο για τις γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή αλλιώς την αποπλάνηση ανηλίκων, (άρθρο 339 Π.Κ.) αποτελεί τον πυρήνα. Σύμφωνα με αυτό η οποιαδήποτε ασελγής πράξη με ανήλικο κάτω των 15 ετών είναι παράνομη και τιμωρείται ανάλογα με την ηλικία του ανήλικου. Ασελγής πράξη θεωρείται όχι μόνο η κατά φύση συνουσία αλλά και οι αντίστοιχης βαρύτητας σεξουαλικές πράξεις. Αν ο ανήλικος έχει συμπληρώσει τα 14 έτη η πράξη είναι πλημμέλημα, ενώ εάν δεν έχει συμπληρώσει τα 14 έτη, η πράξη είναι κακούργημα με πλαίσιο ποινής από πέντε έτη έως είκοσι έτη κάθειρξης.

Σε περίπτωση μάλιστα που ο δράστης είναι ενήλικος που του έχουν εμπιστευθεί το ανήλικο προσωρινά (π.χ. λόγω κάποιας δραστηριότητας που κάνει το παιδί) τότε ο υπαίτιος θα καταδικαστεί για κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια (άρθρο 342 Π.Κ.), πράξη η οποία είναι πάντα κακούργημα με πλαίσιο ποινής από πέντε έως είκοσι χρόνια κάθειρξης, ανάλογα με την ηλικία του ανηλίκου. Η κατάχρηση έγκειται στην εκμετάλλευση της ιδιαίτερης αυτής σχέσης του θύματος με το δράστη. Ενώ δηλαδή ο δράστης θα έπρεπε να προστατεύει το παιδί, να το φυλάσσει, να το επιβλέπει, καθώς επίσης και να το φροντίζει, εκμεταλλευόμενος τον ρόλο του ενεργεί σε αυτό ασελγείς πράξεις.

Εάν ο δράστης έχει τελέσει ασελγείς πράξεις σε περισσότερα του ενός ανήλικα τότε θα καταδικαστεί σε περισσότερες (όσες και τα ανήλικα) ποινές.

Σε περίπτωση που ο ανήλικος εξαναγκάζεται να υποστεί ασελγείς πράξεις λόγω της βίας που δέχτηκε ή λόγω σοβαρών απειλών από τον δράστη, τότε το έγκλημα χαρακτηρίζεται ως βιασμός ανηλίκου (άρθρο 336 παρ.3 Π.Κ.) και η επαπειλούμενη ποινή είναι τα ισόβια.

Όταν δράστης ασελγεί σε ανήλικο έναντι αμοιβής (351 Α Π.Κ.) αν ο παθών είναι κάτω των 12 ετών, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών ενώ αν είναι μεταξύ 12 και 14 ετών, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη από πέντε έως είκοσι έτη. Μάλιστα όταν ο δράστης προάγει ή εξωθεί στην πορνεία ανήλικο (α. 349 Π.Κ.) αλλά και όταν τον υποθάλπει ή τον διευκολύνει στη διαδικασία αυτή τιμωρείται για το κακούργημα της μαστροπείας ανηλίκου σε ποινή μέχρι 10 έτη κάθειρξης.

Εξαιρετικής σημασίας διάταξη που επιχειρεί να αντιμετωπίσει σύγχρονους τρόπους εκδήλωσης της εγκληματικότητας κατά των ανηλίκων είναι το α. 348 Β ΠΚ, που αφορά το «ψάρεμα» των ανηλίκων μέσω διαδικτύου. Πρόκειται για το ιδιαίτερα επικίνδυνο φαινόμενο «grooming» («ψηφιακές καραμέλες»). Η αυξανόμενη πρόσβαση των ανηλίκων στο διαδίκτυο και κυρίως σε συγκεκριμένες εφαρμογές – πλατφόρμες, μέσω των κινητών τους τηλεφώνων, τους εκθέτει σε ένα διαδικτυακό περιβάλλον κακόβουλο και επιθετικό. Όποιος λοιπόν προσεγγίζει μέσω διαδικτύου ανήλικους, γνωρίζοντας την ανηλικότητά τους και προτείνοντάς τους συνάντηση με στόχο τη διενέργεια γενετήσιων πράξεων ή την παραγωγή πορνογραφικού υλικού, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

Η πορνογραφία ανηλίκων, μία από τις πιο κερδοφόρες παράνομες δραστηριότητες στον κόσμο, μαζί με την εμπορία όπλων και την εμπορία ναρκωτικών ποινικοποιείται στο άρθρο 348ΑΠ.Κ. Κακουργηματικές ποινές κάθειρξης από πέντε έως είκοσι έτη προβλέπονται για αυτούς που παράγουν, διανέμουν, δημοσιεύουν και αποκτούν υλικό παιδικής πορνογραφίας για κερδοσκοπία ενώ παράνομη είναι και η απλή κατοχή (χωρίς σκοπό δηλαδή περαιτέρω διάθεσης) υλικού παιδικής πορνογραφίας καθώς και η πρόσβαση μέσω διαδικτύου σε υλικό παιδικής πορνογραφίας.

Υφ’ όρον αποφυλάκιση καταδικασμένων με τυπικές διαδικασίες

Έχοντας μας εξηγήσει τις προβλεπόμενες ποινές για κάθε κατηγορία σεξουαλικού εγκλήματος εις βάρος ανηλίκων, ρωτάμε τον κ. Πετρακάκη αυτό για το οποίο διερωτώνται οι πολίτες: Οι καταδικασμένοι, τελικά, γιατί εκτίουν λιγότερα χρόνια από αυτά που τους επιβάλλει το Δικαστήριο; Μας απαντά, εξηγώντας τι προβλέπεται, πόσα πραγματικά έτη εκτίει ο δράστης όταν καταδικάζεται με την ποινή των ισοβίων, αλλά και την δική του θέση για την λεγόμενη υφ’ όρον απόλυση του καταδικασμένου:

«Η φιλοσοφία του σωφρονιστικού συστήματος δεν είναι να εκδικηθεί ή να εξοντώσει τον καταδικασμένο αλλά μετά την έκτιση της ποινής του, έχοντας σωφρονιστεί, να επιστρέψει και να επανενταχθεί στην κοινωνία. Η θέση αυτή, είναι κοινή, στα περισσότερα σύγχρονα κράτη δικαίου. Απόρροια της επιλογής αυτής είναι η κατάργηση τόσο της θανατικής ποινής όσο και της ποινής των (πραγματικών) ισοβίων, αφού η εκτέλεση αυτών έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την επιλογή του συστήματός μας ως σωφρονιστικού.

Υπό το πρίσμα αυτό, και κυρίως για την ομαλότερη επανένταξή τους στην κοινωνία, παρέχεται στους καταδικασμένους το ευεργέτημα της υφ’ όρον απόλυσης (105ΒΠ.Κ.), όπως επίσης και η δυνατότητα να παρέχουν εργασία μέσα στις φυλακές ώστε η μία μέρα κράτησης να υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο. Έτσι ο καταδικασθείς επιστρέφει στην κοινωνία πολύ συντομότερα.

Ωστόσο υπάρχουν και κάποια ελάχιστα όρια πραγματικής έκτισης της ποινής. Στα κακουργήματα είναι τα 2/5 της ποινής που έχει επιβάλει το Δικαστήριο (εάν δηλαδή έχει επιβληθεί ποινή 10 ετών ο καταδικασθείς μπορεί να αποφυλακιστεί στα 4). Στα σοβαρότερα κακουργήματα, όπως τα εγκλήματα κατά των ανηλίκων, το ελάχιστο όριο έκτισης είναι τα 3/5 της ποινής (εάν δηλαδή έχει επιβληθεί ποινή 20 ετών ο καταδικασθείς μπορεί να αποφυλακιστεί στα 12), ενώ εάν έχει επιβληθεί η ποινή των ισοβίων η πραγματική έκτιση ανέρχεται στα 18 έτη. Όταν τα θύματα είναι πολλά και επιβάλλονται πολυετείς ποινές κάθειρξης ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί εάν έχει παραμείνει στην φυλακή 20 έτη και σε περίπτωση που έχει καταδικαστεί σε περισσότερες της μίας φορά σε ισόβια στα 25 έτη».

Τι μας λέει όμως ο κ. Πετρακάκης για τον θεσμό της υφ’ όρον απόλυσης των καταδικασμένων; Ανεξάρτητα από το έγκλημα που έχει διαπράξει καθένας;

«Το σημαντικότερο – κατά τη γνώμη μου – πρόβλημα το θεσμού της υφ’ όρον απόλυσης του καταδικασμένου είναι η σχεδόν υποχρεωτικότητα αυτής, εφόσον πληρούνται κάποιοι τυπικοί όροι, που έχουν να κάνουν με τη διαγωγή του κρατουμένου στο σωφρονιστικό κατάστημα. Δεν δίνεται δηλαδή η δυνατότητα στους δικαστές να ελέγχουν ουσιαστικά, αν υπάρχει εκείνη η εσωτερική μεταστροφή του καταδικασθέντος απέναντι στα έννομα αγαθά που δικαιολογεί τη θέση ότι ο κρατούμενος στο μέλλον θα διάγει σύννομο βίο, και επομένως πράγματι έχει κατακτήσει με τις πράξεις του το δικαίωμα να απολυθεί συντομότερα υφ’ όρον. Έτσι κατά την πρόωρη αποφυλάκιση δεν γίνεται καμία διαχείριση ποινικών κινδύνων με προγνωστικές αποφάσεις, με αποτέλεσμα ανόμοιες περιπτώσεις κακοποιών να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Η υφ’ όρον απόλυση των κρατουμένων θα έπρεπε να γίνεται ύστερα από ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο για την ετοιμότητα του κρατουμένου να επανενταχθεί στη κοινωνία με θετική πρόγνωση μη υποτροπής και όχι ύστερα από τυπικό έλεγχο (εάν δηλαδή είχε καλή συμπεριφορά όσο ήταν κρατούμενος) όπως σήμερα ορίζει ο νόμος».

Πόπη Παπαδάκη