Πάπας, Οικουμενικός Πατριάρχης και Αρχιεπίσκοπος σε κοινή επίσκεψη στη Λέσβο για τους πρόσφυγες

Κίνηση με συμβολισμό και μήνυμα αλληλεγγύης

Ο υψηλός συμβολισμός, σε πολλά επίπεδα, αποτέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό της κοινής επίσκεψης στη Λέσβο των θρησκευτικών ηγετών των δύο χριστιανικών δογμάτων, με σημείο αναφοράς την προσφυγική κρίση.

Η κοινή παρουσία της Καθολικής και της Ορθοδόξου εκκλησίας σε ένα από τα σημεία υποδοχής των προσφύγων στην Ελλάδα, έστειλε προς πάσα κατεύθυνση πλήθος κοινωνικών, θρησκευτικών αλλά και πολιτικών μηνυμάτων, με κυρίαρχο το μήνυμα της αλληλεγγύης.

Ο Πάπας Φραγκίσκος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, με τη συνύπαρξη τους στην πύλη εισόδου των προσφύγων στην Ευρώπη έδειξαν αφ’ ενός την δυναμική της ενότητας του χριστιανικού κόσμου, διατύπωσαν κατ’ ουσία τον αντίλογο στην ακροδεξιά ρητορική για τους πρόσφυγες, επεσήμαναν στις ευρωπαϊκές ηγεσίες τους λάθους χειρισμούς τους στο προσφυγικό ζήτημα και τόνισαν τη σημασία της αλληλέγγυας προσέγγισης στην διογκούμενη ανθρωπιστική κρίση.

Χαρακτηριστικοί οι συμβολισμοί αυτοί τόσο με τα λεγόμενα του Πάπα Φραγκίσκου ότι «Οι πρόσφυγες δεν είναι αριθμοί, είναι άνθρωποι είναι βλέμματα, ονόματα, ιστορίες και πρέπει να τυγχάνουν της ανάλογης μεταχείρισης», όσο και με την κίνηση του να τον συνοδεύσουν στη Ρώμη 12 πρόσφυγες.

Να σημειωθεί δε πως πρόκειται για την πρώτη επίσκεψη Πάπα στην Ελλάδα μετά από 15 χρόνια, γεγονός που υποδηλώνει την στήριξη σε κάθε επίπεδο που πρέπει να τύχει η χώρα στην διαχείριση της προσφυγικής κρίσης και κατ’ επέκταση στοχοποιώντας τους ευρωπαϊκούς χειρισμούς σε πολιτικό επίπεδο.

Η παρουσία στη Λέσβο

Ο Ποντίφικας κατέφθασε στο αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όπου ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, τον υποδέχθηκε με τιμές αρχηγού κράτους, ενώ ακολούθησε η συνάντηση του με τους ηγέτες της ορθοδόξου εκκλησίας, το Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Αρχιεπίσκοπο.

Φορτισμένη συναισθηματικά, από τις αντιδράσεις των προσφύγων, ήταν η επίσκεψη των τριών θρησκευτικών ηγετών στο Κέντρο Υποδοχής-Ταυτοποίησης της Μόριας, όπου το κύριο αίτημα το οποίο τους διατυπώθηκε από τους πρόσφυγες, με συγκινητικό τρόπο, ήταν η μετάβαση τους σε χώρες της Ευρώπης.

Στο λιμάνι της Μυτιλήνης και υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, έγινε από τους προκαθήμενους των εκκλησιών κοινή δέηση για τους πρόσφυγες που χάθηκαν στο Αιγαίο, ενώ ακτιβιστές ζητούσαν από τον Πάπα την αποδοκιμασία της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας.

Ο Ποντίφικας, επεσήμανε πως «Είναι αναγκαίο να χτίσουμε την ειρήνη εκεί που ο πόλεμος έφερε την καταστροφή και το θάνατο», συμπληρώνοντας πως πρέπει να υπάρξει κοινή προσπάθεια για εξεύρεση λύσης στο προσφυγικό.

Ως πράξη ιδιαίτερου συμβολισμού χαρακτηρίστηκε η πρωτοβουλία του Πάπα να πάρει μαζί του στη Ρώμη τρεις οικογένειες Σύρων προσφύγων που θα φιλοξενηθούν από την καθολική κοινότητα του Αγίου Αιγιδίου, με το σύνολο των εξόδων να καλύπτονται από το Βατικανό.

Οι 12 μουσουλμάνοι πρόσφυγες μετέβησαν στην Ιταλία μαζί με τον Πάπα, με το ίδιο αεροσκάφος, ο οποίος ερωτηθής για την επιλογή μουσουλμάνων διευκρίνισε πως «Αυτοί οι δώδεκα είναι όλοι παιδιά του Θεού και προέκρινα τα παιδιά του Θεού».

Κοινή διακήρυξη

Κοινό κείμενο έκκλησης συνυπέγραψαν ο Πάπας Φραγκίσκος, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, μέσω του οποίου επισημαίνουν το μέγεθος της ανθρωπιστικής κρίσης, την οποία «η παγκόσμια κοινή γνώμη δεν μπορεί να αγνοήσει» και επισημαίνουν πως αυτή «δημιουργήθηκε από την εξάπλωση της βίας και των ενόπλων συγκρούσεων, τις διώξεις και τον εκτοπισμό των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων και τον ξεριζωμό των οικογενειών από τα σπίτια τους, κατά παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών τους».

Θέτουν ευθέως το θέμα της οικονομικής στήριξης που πρέπει να παρασχεθεί, αναφέροντας ότι «Η τραγωδία της αναγκαστικής μετανάστευσης και της μετατόπισης επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπων, και είναι ουσιαστικά μια κρίση της ανθρωπότητας, καλώντας για μια απάντηση αλληλεγγύης, συμπόνιας, γενναιοδωρίας και άμεσης πρακτικής δέσμευσης πόρων».

Απευθύνουν «έκκληση προς τη διεθνή κοινότητα να ανταποκριθεί με θάρρος στη αντιμετώπιση αυτής της τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης και των βαθύτερων αιτίων της, μέσω διπλωματικών, πολιτικών και φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών, και μέσα από συλλογικές προσπάθειες, τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στην Ευρώπη».

Καλούν «όλους τους πολιτικούς ηγέτες να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, για να εξασφαλισθεί ότι πρόσωπα και κοινότητες, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανών, παραμένουν στις πατρίδες τους και απολαμβάνουν το θεμελιώδες δικαίωμα να ζουν με ειρήνη και ασφάλεια».

Επισημαίνουν ότι «Μια ευρύτερη διεθνής συναίνεση και ένα πρόγραμμα βοήθειας, χρειάζονται επειγόντως, για να διατηρηθεί το κράτος δικαίου, για την προάσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων σ' αυτή τη μη βιώσιμη κατάσταση, για την προστασία των μειονοτήτων, για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και του λαθρεμπορίου, για την εξάλειψη των μη ασφαλών διαδρομών, όπως αυτές μέσα από το Αιγαίο και το σύνολο της Μεσογείου και για να αναπτυχθούν ασφαλείς διαδικασίες επανεγκατάστασης. Μ' αυτό τον τρόπο θα είμαστε σε θέση να βοηθήσουμε άμεσα αυτές τις χώρες οι οποίες εμπλέκονται στην ικανοποίηση των αναγκών των πολυάριθμων βασανισμένων αδελφών μας».

Ειδικότερα εκφράζουν την αλληλεγγύη τους «προς τον λαό της Ελλάδας, ο οποίος παρά τις δικές του οικονομικές δυσκολίες, έχει ανταποκριθεί με γενναιοδωρία σ΄ αυτή την κρίση».

Απηύθυναν «κοινή έκκληση για τον τερματισμό του πολέμου και της βίας στη Μέση Ανατολή, μια δίκαιη και διαρκή ειρήνη, και την έντιμη επιστροφή όσων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους» και ζήτησαν «από τις θρησκευτικές κοινότητες να εντείνουν τις προσπάθειες τους στην υποδοχή, παροχή βοήθειας και προστασίας στους πρόσφυγες όλων των θρησκειών, και τις θρησκευτικές και πολιτικές υπηρεσίες ανακούφισης (των προσφύγων) να εργάζονται για να συντονίζουν τις πρωτοβουλίες τους».

Θέτοντας το θέμα παροχής ασύλου και για όσο διάστημα υπάρχει η ανάγκη, ζητούν «από όλες τις χώρες να παράσχουν προσωρινό άσυλο, να προσφέρουν την ιδιότητα του πρόσφυγα σε όσους έχουν δικαίωμα, να επεκτείνουν τις προσπάθειες αρωγής τους και να συνεργαστούν με όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης για τον άμεσο τερματισμό των συνεχιζομένων συγκρούσεων» και αναγνωρίζουν ότι «η Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα μία από τις πιο σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις της από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου».

Αναφερόμενοι στην κοινή στάση των χριστιανών της Ευρώπης σημειώνουν ότι «Μαζί, θα κάνουμε το χρέος μας, ώστε να προσφέρουμε στους μετανάστες, τους πρόσφυγες, και τους αιτούντες άσυλο, μία ανθρώπινη υποδοχή στην Ευρώπη (Οικουμενική Χάρτα, 2001). Με την υπεράσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσφύγων, των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών, καθώς και των πολλών περιθωριοποιημένων ανθρώπων στις κοινωνίες μας, έχουμε ως στόχο να εκπληρώσουμε την αποστολή των Εκκλησιών, που είναι η διακονία του κόσμου».

Σημειώνουν σχετικά με την πραγματοποιηθείσα συνάντηση ότι «έχει ως στόχο να δώσει κουράγιο και ελπίδα σε όσους αναζητούν καταφύγιο και σε όλους εκείνους που τους καλωσορίζουν και τους βοηθούν» και κλείνοντας καλούν «τη διεθνή κοινότητα να θέση την προστασία της ανθρώπινης ζωής ως προτεραιότητα, και σε κάθε επίπεδο, να υποστηρίξει πολιτικές εντάξεις που εκτείνονται σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες».