Τριμηνιαία έκθεσης του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία

Ανάπτυξη 2,5% για το 2020

  • Πέμπτη, 6 Φεβρουαρίου, 2020 - 06:24

Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση μάλλον δεν εξασθένησε περαιτέρω στο τρίτο τρίμηνο του 2019.

Η Ευρωζώνη συνέχισε να διέρχεται φάση προσαρμογής της βιομηχανίας της σε  διαρθρωτικές αλλαγές.

Ωστόσο ορισμένες από τις εστίες κλυδωνισμών στην παγκόσμια οικονομία φαίνεται να εξασθενούν ή τουλάχιστον, να μην επιδεινώνονται.

Για το σύνολο του 2019 προβλέπεται επιβράδυνση της παγκόσμιας μεγέθυνσης, σε 2,9% από 3,6%, ενώ φέτος αυτή θα επιταχυνθεί ήπια, σε 3,3%.

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιβραδύνθηκε στο τρίτο τρίμηνο του 2019, σε 2,3%, από 2,8% το προηγούμενο τρίμηνο, κατόπιν σημαντικής αναθεώρησής του. Ωστόσο, ήταν 0,3 ποσοστιαίες μονάδες ταχύτερη από το ίδιο τρίμηνο του 2018.

Στο σύνολο του εννεαμήνου Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,2%, έναντι ανόδου 2,0% ένα έτος νωρίτερα.

Η άνοδος του εγχώριου προϊόντος προήλθε κυρίως από τις υψηλότερες εξαγωγές (+6,6%στο εννεάμηνο), λόγω της ενίσχυσης των εξαγωγών υπηρεσιών (+10,8%). Η αύξησή τους βελτίωσε και το ισοζύγιο του εξωτερικού τομέα, καθώς υπερέβη τη διεύρυνση των εισαγωγών (+3,3%).

Έπονται σε συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ η δημόσια κατανάλωση (+2,9%), κατόπιν της έντονης ενίσχυσής της στο δεύτερο τρίμηνο (+9,4%) και οι επενδύσεις (+3,0%). Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των επενδύσεων (69,8%) προήλθε από διεύρυνση των αποθεμάτων, όχι λόγω μεγαλύτερου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου, ο οποίος ήταν υψηλότερος κατά 1,0%. Σχεδόν αμετάβλητη από πρόπερσι η ιδιωτική κατανάλωση (+0,2%).

 Ρυθμός ανάπτυξης το 2019 2,1%, από ενίσχυση των εξαγωγών (+6,0%), κυρίως σε υπηρεσίες (Τουρισμός – Μεταφορές) και διεύρυνση δημόσιας κατανάλωσης, λόγω εκλογικού κύκλου (+2,0%).

Θετική συμβολή επενδύσεων, αρκετά μικρότερη της αρχικά αναμενόμενης (+4 -5%). Μικρή άνοδος κατανάλωσης των νοικοκυριών (+0,5%). Η μικρή ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, σε συνδυασμό με το περιοριστικό «αποτέλεσμα βάσης» στις εισαγωγές προϊόντων στο τρίτο τρίμηνο, θα συγκρατήσουν την αύξηση των εισαγωγών (+4,0%).

 Κλιμάκωση ανάπτυξης το 2020, σε 2,2 -2,5%, από μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα, λόγω πιστωτικής επέκτασης, φοροελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις, έργα σε αποκρατικοποιήσεις – παραχωρήσεις  (+16%), νέα αύξηση εξαγωγών (+5,5 -6,0%) και ανάκαμψη ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,4%).

Μικρή περιστολή καταναλωτικών δαπανών δημοσίου κατόπιν της περυσινής ανόδου και από μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών (-0,8%).

Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα αποτυπωθεί στις εισαγωγές (+6,5 -7,0%).

 Υπέρβαση στόχου πρωτογενούς αποτελέσματος Κρατικού Προϋπολογισμού το 2019, κατά €617 εκατ. (πλεόνασμα €5,01 δισεκ. αντί πλεονάσματος €4,4 δισεκ.). Η υπέρβαση προήλθε σχεδόν αποκλειστικά από συγκράτηση των δαπανών και σε μικρό βαθμό στην υπέρβαση των εσόδων.

Οι λιγότερες δαπάνες έναντι του στόχου οφείλονται κυρίως στην υπό-υλοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (€508 εκατ. λιγότερες), και στις μηδενικές Πιστώσεις υπό κατανομή (έναντι στόχου €462 εκατ.).

 Περαιτέρω κάμψη της ανεργίας το τρίτο τρίμηνο του 2019, στο 16,4%, 1,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018 (18,3%). Η εξασθένιση της ανεργίας κατά 94,8 χιλ. άτομα, προήλθε κατά κύριο λόγο από την αύξηση της απασχόλησης κατά 2,0% ή 77,7 χιλ. άτομα (82% της μείωσης του αριθμού των ανέργων). Οι περισσότερες θέσεις εργασίας στο γ’ τρίμηνο του 2019, προήλθαν πρωτίστως από τους κλάδους Μεταφοράς - Αποθήκευσης (+24,4 χιλ. ή +13,1%), Μεταποίησης (+22,9 χιλ. ή +6,3%), Τουρισμού (+18,1 χιλ. ή +4,4%) και Εκπαίδευσης (+14,4 χιλ. ή +4,9%).

Η άνοδος των εξαγωγών και στο τελευταίο περυσινό τρίμηνο, καθώς και το 2020, θα εξακολουθήσει να αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία υποχώρησης της ανεργίας, μέσω αύξησης της απασχόλησης στους πλέον εξαγωγικούς κλάδους. Ο δημόσιος τομέας  θα συμβάλει φέτος στην τόνωση της απασχόλησης μέσω προσλήψεων σε αρκετές  κρατικές  υπηρεσίες (παιδεία, υγεία, δημόσια ασφάλεια, εθνική άμυνα, τοπική αυτοδιοίκηση κ.λπ.), καθώς και από την προσωρινή απασχόληση μέσω ΟΑΕΔ, π.χ. σε προγράμματα κοινωφελούς χαρακτήρα.

Η κλιμάκωση της καταναλωτικής ζήτησης θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας σε  κλάδους παροχής τελικών υπηρεσιών προς καταναλωτές (Λιανικό Εμπόριο, Εστίαση).

Ευρύτερα, η αναμενόμενη σημαντική κλιμάκωση της επενδυτικής δραστηριότητας, θα έχει θετικό αντίκτυπο στη δημιουργία θέσεων εργασίας, πρωτίστως στις κατασκευές.

Συνεκτιμώντας τους παραπάνω παράγοντες, το μέσο ποσοστό ανεργίας πέρυσι εκτιμάται πως διαμορφώθηκε στο 17,4%, σχεδόν δύο ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ότι το 2018. Η κάμψη του θα συνεχιστεί με παραπλήσια ένταση το 2020, στην περιοχή του 15,5%.

 Το τέταρτο τρίμηνο του 2019 συνεχίστηκε η μείωση του κόστους νέου δανεισμού  του Ελληνικού Δημοσίου, που διαμορφώθηκε σε διαχρονικά ελάχιστο μέσο επίπεδο, κάτω από 41,4% για το 10ετές ομόλογο (spread σε χαμηλό δεκαετίας). Προτεραιότητα στο υπό - ανάκαμψη τραπεζικό σύστημα αποτελεί η άμεση εφαρμογή εργαλείων με στόχο την ταχύτερη μείωση των ΜΕΔ, όπως το πρόγραμμα προστασίας περιουσιακών στοιχείων Ηρακλής, με την αξιοποίηση κρατικών εγγυήσεων. Οι στόχοι για μείωση των ΜΕΔ κάτω του 20% έως το 2021, μέσα από ένα περισσότερο ποιοτικό μείγμα εργαλείων, με έμφαση σε τιτλοποιήσεις, ρευστοποιήσεις και έσοδα από ενεργητική διαχείριση, είναι απαιτητικοί. Θετική εξέλιξη η εδραίωση πέρυσι της ανάκαμψης των πιστώσεων προς τις ΜΧΕ, έπειτα από οκτώ έτη συρρίκνωσης, με έμφαση σε εξωστρεφείς κλάδους. Μεταξύ των προκλήσεων παραμένουν η πιστωτική συρρίκνωση προς νοικοκυριά και το ότι το κόστος νέου δανεισμού των επιχειρήσεων παραμένει υψηλότερο από άλλες χώρες του «νότου» της Ευρωζώνης. Υπό αυτές τις συνθήκες, προβλέπεται πιστωτική επέκταση προς τις ΜΧΕ το 2020, που μερικώς  θα αντισταθμιστεί από τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση και στασιμότητα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων αντίστοιχα.

Όπως ανέφερε επίσης, κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας:

 Μετά τα επόμενα λίγα χρόνια, όπου αναμένεται βελτίωση, τα θεμελιώδη της οικονομίας δεν την τραβούν μεσοπρόθεσμα από το 2% προς το 3%, αλλά την υποβιβάζουν προς το 1% ετήσιας πραγματικής μεγέθυνσης. Θα είναι λοιπόν ιδιαίτερα χρήσιμο να γίνει κατανοητό πως η πορεία ενδυνάμωσης της οικονομίας δεν έχει τελειώσει, ούτε θα είναι αυτόματη. Θα απαιτηθούν στοχευμένες πολιτικές, όσο και οριζόντιες, ειδικότερα στα συστήματα φορολογίας συντάξεων και εκπαίδευσης. Ο στόχος πρέπει να είναι να αυξηθεί συστηματικά η αμοιβή της εργασίας και της επιχειρηματικότητας στη χώρα. Μόνο εάν αυτό συμβεί η μεγέθυνση της οικονομίας που καταγράφεται σήμερα θα οδηγήσει σε συνθήκες για ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.

 Είναι κρίσιμο να γίνουν κατανοητές οι ευκαιρίες αλλά και οι περιορισμοί και να μην υπάρξει καθυστέρηση στη στροφή σε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης. Μια θετική  πορεία μετασχηματισμού της οικονομίας μας θα έχει ως κεντρικά χαρακτηριστικά, τη στροφή της παραγωγής προς τις παγκόσμιες αγορές, αντί για το εσωτερικό, με ενίσχυση της σχετικής συνεισφοράς της μεταποίησης όπως και της ποιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών μέσα από την καινοτομία.

 Θα ήταν ιδιαίτερα θετική η μείωση του επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών στη μισθωτή εργασία, του ιδιαίτερα υψηλού ορίου του ασφαλιστέου εισοδήματος, της ενίσχυσης της ανταποδοτικότητας και ευελιξίας των συντάξεων μέσω δεύτερου και τρίτου πυλώνα και η άμβλυνση της ακραίας προοδευτικότητας του φορολογικού εισοδήματος.

 Η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε ένα πολύ σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας, ώστε να μετατραπεί η τρέχουσα μεγέθυνση σε ισχυρή και μεσοπρόθεσμα διατηρήσιμη ανάπτυξη.

 

Ετικέτες: