Σημαντικές δυσκολίες αντιμετωπίζουν οι νέοι που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή

Επαγγέλματα που καταλήγουν...χόμπι

Τα αυξανόμενα λειτουργικά έξοδα σε συνδυασμό με τα μειωμένα έσοδα προκαλούν έντονη ανησυχία στους απασχολούμενους για τη “βιωσιμότητά” τους

Την ίδια στιγμή που η στροφή στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας φαντάζει για πολλούς νέους ως η ιδανικότερη λύση για την καταπολέμηση της ανεργίας, η αγωνία των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι επέλεξαν συνειδητά να διαιωνίσουν την οικογενειακή παράδοσή τους και να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στη φύση, συνεχώς κορυφώνεται.

Τα αυξημένα λειτουργικά έξοδα, σε συνδυασμό με τη μειωμένη κατανάλωση ακόμα και σε διατροφικά είδη πρώτης ανάγκης, που άλλοτε πρωταγωνιστούσαν στο καθημερινό τραπέζι των πολιτών, εντείνουν την ανησυχία των - δεύτερης και τρίτης γενιάς - παραγωγών για το αν θα καταφέρουν να βγουν αλώβητοι από την γκιλοτίνα της σημερινής κρίσης.

Η εισχώρηση νέων προσώπων στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη μελισσοκομία και τους λοιπούς κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής, από κοινού με τις απανωτές φοροεπιδρομές σε κάθε λογής τσέπες έχει αποδυναμώσει την επαγγελματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα αρκετοί απασχολούμενοι να βρίσκονται μία μόνο ανάσα πριν κάνουν τη δουλειά τους...χόμπι.

Η αβεβαιότητα για την τιθάσευση της ανεπανάληπτης και απερίγραπτης οικονομικής κρίσης έχει μοιραία οδηγήσει πολλούς νέους στην απόγνωση. Το ενδεχόμενο εγκατάλειψης της υφιστάμενης ιδιότητάς τους θα αποτελούσε μία ωρολογιακή “βόμβα” για τους ίδιους, οι οποίοι θα έπρεπε να μυηθούν υποχρεωτικά σε έναν διαφορετικό επαγγελματικό προσανατολισμό, που ομολογουμένως δεν γνωρίζουν.

Για τις σημερινές συνθήκες εργασίας, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κλάδος τους, μίλησαν στην “Κοινή Γνώμη” νεαροί επαγγελματίες της Σύρου, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή τομέα.

“Δεν υπάρχει μεγάλη κατανάλωση”

Ο Γιάννης Παλαμάρης, έχοντας εντρυφήσει στην αγροτική δουλειά από την ηλικία των 12 χρόνων, με δάσκαλο τον πατέρα του, ασχολείται επαγγελματικά με την παραγωγή οπωροκηπευτικών την τελευταία εικοσαετία. Όπως υπογραμμίζει “στο παρελθόν, τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα για έναν παραγωγό, καθώς υπήρχε μεγαλύτερη κατανάλωση”.

Αναφέρει δε χαρακτηριστικά ότι “ο κόσμος δεν φοβόταν να ψωνίσει, ακόμα κι αν έφτανε στο σημείο να πετάξει δέκα ντομάτες”. Δεδομένου ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν επιτρέπει αντίστοιχες σπατάλες, “σήμερα αγοράζει ακριβώς την ποσότητα που χρειάζεται τη δεδομένη στιγμή και όχι κάτι περισσότερο, που θα το αποθηκεύσει στο ψυγείο του”. Όσον αφορά στις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για κάθε δημιουργό, τονίζει ότι “νάιλον, πετρέλαιο, σπόροι, εργαλεία και λάστιχα ήταν κάποτε φθηνότερα, ενώ τώρα η τιμή τους έχει ανέβει κατακόρυφα”.

“Τα λειτουργικά έξοδα είναι τόσο υψηλά, που δουλεύεις δεκαέξι ώρες την ημέρα, ίσα-ίσα για να βγάλεις ένα μεροκάματο” επισημαίνει, προσθέτοντας ότι “τη δεκαετία του '90 δούλευες οχτώ ώρες και αμειβόσουν καλά, ενώ σήμερα εργάζεσαι τις διπλάσιες ώρες και τα χρήματα φτάνουν μόνο για να καλύψεις τις ανάγκες σου”. “Κανείς δεν μπορεί να αποταμιεύσει”, υπογραμμίζει.

“Οι οπωροπώλες σνομπάρουν τα Συριανά προϊόντα”

Παράλληλα, καθιστά γνωστό ότι στον Αγροτικό Σύλλογο της Σύρου είναι σήμερα εγγεγραμμένοι 67 αγρότες. Σημειώνει δε ότι το μεγαλύτερο μέρος της τοπικής παραγωγής διατίθεται στις αγορές της Αθήνας τη χειμερινή περίοδο και στα γειτονικά νησιά το καλοκαίρι, καθώς “οι χοντρέμποροι της Σύρου σνομπάρουν τα συριανά προϊόντα”. Υποστηρίζει μάλιστα ότι “οι ίδιοι δεν τα θέλουν και προτιμούν να φέρνουν από αλλού”.Καταλήγοντας, τονίζει ότι παρόλο που “η Αθήνα ξεχωρίζει τα τοπικά προϊόντα για τη γεύση τους, οι ντόπιοι οπωροπώλες δεν τα εκτιμούν”.

“Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο”

Ο Δημήτρης Ρούσσος διατηρεί δικό του σκάφος τα τελευταία 13 χρόνια. Αν και η επιθυμία του από παιδί ήταν να περιπλανηθεί σε διαφορετικά επαγγελματικά “μονοπάτια”, τελικά ακολούθησε το παράδειγμα του πατέρα του και του αδερφού του, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση στον τομέα της αλιείας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο τα πράγματα έχουν αλλάξει πάρα πολύ από τότε.

“Όταν ξεκίνησα ζούσα άνετα και μπορούσα να φυλάξω και κάποια χρήματα στην άκρη” αναφέρει χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι συγκριτικά με τα έξοδα τα οποία διαρκώς αυξάνονται, ο κλάδος βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία. “Αν δουλεύω καθημερινά, χρειάζομαι έναν τόνο πετρέλαιο το οποίο αντιστοιχεί σε 700 ευρώ μηνιαίως. Το ίδιο ακριβά στοιχίζουν και τα εργαλεία, ενώ οι τιμές των προϊόντων όλο μειώνονται. Τα καλά ψάρια του κιλού κάποτε τα πουλούσαμε 30 ευρώ και πλέον έχουν πέσει στα 20 ευρώ”, υπογραμμίζει.

Σημειώνει μάλιστα ότι δεν είναι λίγες οι φορές, που λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, έχει αναγκαστεί να μείνει εκτός θάλασσας 10-15 μέρες. “Έχει τύχει, να κάνω μόνο δυο-τρία μεροκάματα το μήνα. Και με είσπραξη 150 ευρώ δεν βγαίνεις με τίποτα”, τονίζει. Στην ερώτηση αν σκέφτηκε ποτέ να βάλει ένα τέλος στο επάγγελμα του ψαρά, ο ίδιος απαντά “Και πού να πάω; Δεν ξέρω κάτι άλλο να κάνω. Αυτό έχω μάθει και αυτό κάνω”. Ωστόσο, επισημαίνει πως “και άλλες δουλειές να υπήρχαν, πάλι με αυτό θα καταπιανόμουν. Γιατί μου αρέσει. Δεν το κάνω αναγκαστικά, με ευχαριστεί. Όπως ο άλλος έχει χόμπι το σέρφινγκ και το κυνήγι, εμένα το ψάρεμα είναι το χόμπι και η δουλειά μου μαζί”.

Τέλος, καθιστά γνωστό ότι η σύζυγός του τον βοηθά καθημερινά στη δουλειά, παρέχοντας τις υπηρεσίες που σε άλλες εποχές θα μπορούσε να προσφέρει ένας εργαζόμενος. “Δυστυχώς, η αλιεία είναι σήμερα το χειρότερο επάγγελμα, που θα επιλέξει κάποιος για να ζήσει. Δεν μπορείς να ξέρεις τι χρήματα θα βάλεις στην τσέπη σου κάθε μέρα που περνάει. Όλα είναι απρόβλεπτα”, καταλήγει.

“Κινδυνεύουν να κλείσουν τα πάντα”

Αν και ασχολείται επαγγελματικά με τις οικοδομικές εργασίες, ο Μιχάλης Φρέρης βοηθά από παιδί τον πατέρα του στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειας. Όπως υπογραμμίζει, θα τον ενδιέφερε να ασχοληθεί εξ' ολοκλήρου με τον συγκεκριμένο κλάδο “εάν τα πράγματα ήταν ισορροπημένα και υπήρχε μία βάση για να ξεκινήσει ομαλά”.

Η έλλειψη οικονομικών φόρων, αλλά και οι υψηλές οφειλές απέναντι στους τοπικούς κτηνοτρόφους της προηγούμενης γενιάς αποτελούν απαγορευτικούς παράγοντες για την είσοδο ενός νέου στον τομέα της κτηνοτροφίας. “Εάν γνώριζα ότι μπορώ να πληρωθώ από αυτά, θα το έκανα” σημειώνοντας, εκτιμώντας ότι η σημερινή κατάσταση αποπνέει μία αβεβαιότητα για το μέλλον. “Εδώ κινδυνεύουν να κλείσουν τα πάντα, όπως το Σφαγείο στον Πάγο. Ένας κρεοπώλης σφάζει στο νησί ντόπια ζώα και όλοι οι συριανοί παραγωγοί κρέμονται από πάνω του. Δεν υπάρχει άλλος να βοηθήσει. Ένας άνθρωπος προσπαθεί να τους εξυπηρετήσει όλους” αναφέρει χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντας ότι “οι επιχειρηματίες του νησιού προμηθεύονται κρέας κυρίως από την Αθήνα, καθώς θεωρούν τα τοπικά προϊόντα ακριβά”.

“Ο κόπος σου δεν πληρώνεται ποτέ”

“Στις μέρες μας, δεν μπορείς να ασχοληθείς επαγγελματικά με τη μελισσοκομία” δηλώνει στην “Κοινή Γνώμη” ο Γεράσιμος Σκορδίλης ο οποίος δραστηριοποιείται στον κλάδο τα τελευταία δύο χρόνια. “Πρόκειται για έναν δύσκολο τομέα, ο οποίο απαιτεί τρομερές γνώσεις, διάβασμα και φυσικά έναν άνθρωπο που θα είναι κοντά σου τον πρώτο καιρό και θα σε βοηθήσει να προχωρήσεις” εξηγεί, σημειώνοντας ότι “ο κόπος σου δεν πληρώνεται ποτέ”. “Οι περισσότεροι που θα μπουν στο τριπάκι αυτό, θα το κάνουν γιατί τους αρέσει η μελισσοκομία ως χόμπι”, επισημαίνει. Προσθέτει μάλιστα ότι είναι δύσκολο για έναν παραγωγό να καλύψει πλέον τα λειτουργικά του έξοδα, καθώς κάθε χρονιά δεν είναι το ίδιο επιτυχημένη. “Αυτό συμβαίνει κυρίως στις Κυκλάδες, επειδή υπάρχει μία μόνο ανθοφορία από το θυμάρι και δεν μπορείς να παράγεις πολύ μέλι, όπως στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου υπάρχουν περισσότερες ανθοφορίες από την πορτοκαλιά, το ρείκι, το έλατο και το πεύκο”, καταλήγει.