Εξαίρεση του ΕΝΦΙΑ από τη νέα ρύθμιση των 100 δόσεων

Κυβερνητική υπαναχώρηση

Την στιγμή που το σύνολο των φορολογουμένων ιδιοκτητών ακινήτων, που καλούνται να καταβάλλουν το χαράτσι του ΕΝΦΙΑ και να καταβάλλουν τις δόσεις του φόρου εισοδήματος, ανέμεναν την ρύθμιση των 100 δόσεων για τις οφειλές προς το δημόσιο, το υπουργείο Οικονομικών, με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο, προκαλώντας σκηνές έντασης εντός του κοινοβουλίου.

Η πρόβλεψη που αφορούσε στην ένταξη του ΕΝΦΙΑ και του φόρου εισοδήματος, στη ρύθμιση των 100 δόσεων, αποσύρθηκε εσπευσμένα από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, ενώ η κατάθεση σχετικής τροπολογίας στη Βουλή εξαιρεί από την εν λόγω ρύθμιση τις μη βεβαιωμένες, έως την 1η Οκτωβρίου 2014, οφειλές.

Πρακτικά αυτό σημαίνει πως στη ρύθμιση υπάγεται μόνο η πρώτη δόση του ΕΝΦΙΑ και οι δύο πρώτες δόσεις του φόρου εισοδήματος, ενώ οι πέντε δόσεις του ΕΝΦΙΑ που υπολείπονται να εξοφληθούν έως τον Φεβρουάριο, όπως και η τρίτη δόση του φόρου εισοδήματος, μένουν εκτός ρύθμισης, καθώς αυτές δεν έχουν ακόμη καταστεί ληξιπρόθεσμες.

Προς αποφυγή αυτού του ενδεχομένου θα πρέπει να υπάρξει έγκαιρη καταβολή τους, καθώς εάν καταστούν ληξιπρόθεσμες η μόνη δυνατότητα που δίνεται προς τους φορολογούμενους είναι η υπαγωγή στο πρόγραμμα των 12 μηνιαίων δόσεων, με ελάχιστη μηναία καταβολή ακόμα και τα 15 ευρώ.

Η νομοθετική υπαναχώρηση

Με διευκρινιστική εγκύκλιο, που εκδόθηκε προ τετραημέρου, η γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, Κατερίνα Σαββαΐδου, επεξηγεί την πρόβλεψη του νόμου για υπαγωγή στη ρύθμιση των χρεών που βεβαιώθηκαν έως την 1η Οκτωβρίου.

Αυτό αιτιολογεί την συμπερίληψη και του ΕΝΦΙΑ, καθώς βεβαιώθηκε ως συνολική οφειλή τον Σεπτέμβριο, πόσο μάλλον ο φόρος εισοδήματος, η οφειλή του οποίου βεβαιώθηκε εντός του καλοκαιριού, οπότε και για τις δύο περιπτώσεις, θα έπρεπε να ισχύσει η ένταξη των υπολειπόμενων οφειλών στη ρύθμιση των 72-100 δόσεων.

Με την εφαρμογή αυτής της ρύθμισης, τα ποσά που θα εισέπραττε το ελληνικό δημόσιο από τις δύο αυτές φορολογίες, τα οποία υπολογίζονται σε 3 δις ευρώ, θα εισέρρεαν στα κρατικά ταμεία πολύ μετά του 2015, δημιουργώντας οικονομικό έλλειμμα, που μόνο για την επόμενη χρονιά θα ανερχόταν στο 1 δις ευρώ.

Άλλωστε η προοπτική αυτή αποτέλεσε, εκ μέρους της τρόικας, κύρια αιτία ένστασης ως προς την ρύθμιση, που εξελίχθηκε σε έντονη πίεση προς την πλευρά της κυβέρνησης, που θα μπορούσε να δυναμιτίσει ακόμα και την ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης.

Η έντονη πίεση που ασκήθηκε από τους δανειστές ανάγκασε το υπουργείο Οικονομικών να άρει τον ψηφισμένο νόμο και με τροπολογία που κατέθεσε εσπευσμένα να ορίζει ότι στη ρύθμιση των 100 δόσεων θα εντάσσονται όσες οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μέχρι την 1η Οκτωβρίου και όχι όσες οφειλές εξοφλούνται κατόπιν αυτής της ημερομηνίας.

Όπως αναφέρεται στην τροπολογία «από τις διευκολύνσεις του άρθρου 51 του Ν. 4305/2014 σχετικά με την τμηματική καταβολή των βεβαιωμένων οφειλών προς τη φορολογική διοίκηση μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2014, εξαιρούνται εκείνες που δεν ήταν ληξιπρόθεσμες μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία και οι οποίες θα καθίστανται ληξιπρόθεσμες έως την υποβολή της αίτησης του οφειλέτη (δυνατότητα υποβολής έως 31.3.2015).

Σημειώνεται δε πως σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους «από τις προτεινόμενες διατάξεις δεν προκαλείται πρόσθετη δαπάνη ή απώλεια εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού».

Ένταση  στη Βουλή

Υπαναχώρησε το υπουργείο Οικονομικών, κατόπιν των πιέσεων που ασκήθηκαν από την τρόικα, με αποτέλεσμα να καταθέσει την σχετική τροπολογία, γεγονός που δυναμίτισε την συζήτηση στη Βουλή, με εκφρασμένες αντιρρήσεις ακόμα και από κυβερνητικούς βουλευτές.

Η κατάθεση της τροπολογίας, που έγινε εκπρόθεσμα εχθές το μεσημέρι, συνάντησε την έντονη αντίδραση βουλευτών όχι μόνο της αντιπολίτευσης αλλά ακόμα και των συγκυβερνώντων κομμάτων, με την κάθετη δήλωση του πρώην προέδρου της Βουλής, Απόστολου Κακλαμάνη, ότι δεν στηρίζει τη ρύθμιση να προκαλεί αίσθηση. Ο κ. Κακλαμάνης ανέφερε πως «Η απαξίωση της Βουλής επιτρέπει το θράσος στους δανειστές να ζητάνε να αλλάξουμε με άλλο νόμο αυτά που ψηφίσαμε πριν από λίγες ημέρες. Αυτό δεν θα γίνει από τον ομιλούντα».

Αντίδραση εκφράστηκε και εκ μέρους της Ντόρας Μπακογιάννη, η οποία ζήτησε από τον πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικών, Θόδωρο Καράογλου, να προηγηθεί η συζήτηση της τροπολογίας και να ακολουθήσει η κατάθεση της προς ψήφιση στη Βουλή.

Από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Θοδωρής Δρίτσας, διεμήνυσε «Εμείς προειδοποιούμε την κυβέρνηση να αποσύρει τις εκπρόθεσμες τροπολογίες ή θα υιοθετήσουμε άλλες μεθόδους ή άλλη στάση» επισημαίνοντας πως «παραβιάζεται βάναυσα το Κοινοβούλιο».

Εκ μέρους του ΚΚΕ αναφέρθηκε πως «το γεγονός ότι η κυβέρνηση μέσα σε λίγες μέρες κουτσουρεύει ακόμη κι αυτόν τον ανεπαρκή νόμο, δείχνει ότι οι υποσχέσεις περί ανακούφισης είναι λόγια του αέρα, που εξανεμίζονται μπροστά στις απαιτήσεις της ΕΕ και στην πολιτική που υπηρετεί τα κέρδη των λίγων σε βάρος του λαού».

Κυβερνητική υπεράσπιση

Τον δύσκολο ρόλο υπεράσπισης της κυβερνητικής αναδίπλωσης ανέλαβε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο οποίος ανέφερε ότι «Το 96% των υπόχρεων δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στις 72-100 δόσεις, γιατί με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία το 92% έχει ΕΝΦΙΑ έως 1.000 ευρώ και το 4% από 1000-1500. Το μέσο ποσόν ΕΝΦΙΑ ανά φορολογούμενο, μετά τις βελτιώσεις, ανέρχεται στα 536 ευρώ, οπότε με δεδομένη την υποχρέωση ελάχιστης μηνιαίας καταβολής, το πλήθος των δόσεων δεν θα υπερέβαινε τις 30 -και στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, τις 10-16 δόσεις».

Σημείωσε πως «Ο αριθμός των δικαιούχων και τα χαρακτηριστικά της ρύθμισης, δεν αλλάζουν. Η μόνη παρέμβαση που γίνεται με την υπό συζήτηση τροπολογία, αφορά τον περιορισμό της ρύθμισης σε όσες οφειλές ήταν έως την 1η Οκτωβρίου, όχι μόνον βεβαιωμένες, αλλά και ληξιπρόθεσμες. Και αυτό γιατί υπήρχε το ενδεχόμενο, κάποιοι φορολογούμενοι να αθετούσαν σκοπίμως την έγκαιρη εξόφληση των υποχρεώσεών τους».

Και κατέληξε πως«Η παρέμβασή μας, συνεπώς, αποσκοπεί στο να δείξει πως οι συνεπείς φορολογούμενοι επιβραβεύονται, και όσοι αθετούν σκόπιμα τις υποχρεώσεις τους αποδοκιμάζονται. Δεν είναι επιθυμητή η δημιουργία μιας νέας γενιάς οφειλετών».

<