Κοινή παρέμβαση 550 Κοινοτήτων της χώρας προς το Υπουργείο Εσωτερικών και την ΚΕΔΕ αναφορικά με τον ρόλο τους

Στο προσκήνιο η φωνή των Κοινοτήτων

Συνυπογράφουν οι πρόεδροι Ερμούπολης, Άνω Σύρου και Γαλησσά μέχρι σήμερα, προκειμένου να ισχυροποιηθεί η ύπαρξή των συγκεκριμένων οργάνων

Ισότιμη συμμετοχή στον διάλογο για την Αυτοδιοίκηση και ειδικότερα για τον ρόλο των Κοινοτήτων ζητούν πρόεδροι και τοπικοί σύμβουλοι από όλη την Ελλάδα, στο πλαίσιο κοινής παρέμβασης που πραγματοποιούν προς το Υπουργείο Εσωτερικών και την ΚΕΔΕ, με φόντο τις αλλαγές που προκάλεσε ο νόμος Θεοδωρικάκου (Ν.4623/2019) για την κυβερνησιμότητα των ΟΤΑ.

Με επιστολή που συνυπογράφουν - μέχρι σήμερα - 550 Κοινότητες, οι αιρετοί που συμμετέχουν κι εκπροσωπούν τις Κοινότητες, διεκδικούν την ισχυροποίηση του ρόλου τους, ζητώντας να διατηρηθούν μεταξύ άλλων τα ξεχωριστά ψηφοδέλτια για τις Κοινότητες, που δίνουν τη δυνατότητα σε νέους να ασχοληθούν με τον τόπο τους, μακριά από κομματικές και πολιτικές εξαρτήσεις.

Επιπλέον, απαιτούν την αναβάθμιση του ρόλου τους, καθώς με τον νόμο Θεοδωρικάκου, έχασαν οποιαδήποτε δυνατότητα είχαν για λήψη αποφάσεων, αλλά και για τη διαχείριση ακόμη και της πάγιας προκαταβολής, ενώ δυστυχώς, δεν εκπροσωπούνται ούτε στα όργανα της Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής.

Τη συγκεκριμένη επιστολή συνυπογράφουν - από τη Σύρο - μέχρι σήμερα, η πρόεδρος της Κοινότητας Ερμούπολης, Ανθή Χαλκιά, ο πρόεδρος της Κοινότητας Άνω Σύρου, Πέτρος Ραουζαίος καθώς και ο πρόεδρος της Κοινότητας Γαλησσά, Γιάννης Βουτσίνος, οι οποίοι συμμετείχαν και στην πρώτη τηλεδιάσκεψη για να προωθηθεί ουσιαστικά η φωνή των Κοινοτήτων.

Οι τρεις πρόεδροι συντάσσονται απόλυτα με τη θέση πως “η ενίσχυση των Κοινοτήτων, δεν δημιουργεί έναν τρίτο βαθμό Αυτοδιοίκησης, αντιθέτως, ενισχύει ουσιαστικά τη δημοκρατία”.

Αξίζει να σημειωθεί πως δεν είναι λίγοι οι τοπικοί σύμβουλοι που κατά καιρούς έχουν διεκδικήσει την αναβάθμιση του ρόλου των Κοινοτήτων και έχουν ζητήσει και τη στήριξη των Δημάρχων, όπως στην περίπτωση της Σύρου, ο Γιάννης Καφούρος από την Κοινότητα Ερμούπολης, ο οποίος μάλιστα παραιτήθηκε, καθώς υποστήριξε πως δεν συναινεί στο να έχουν οι τοπικοί σύμβουλοι “διακοσμητικό” ρόλο.

Ο θεσμός που βρίσκεται εγγύτερα στον πολίτη

Ειδικότερα, στην κοινή επιστολή τους που είναι αναρτημένη στη σελίδα του facebook “Κοινότητες Ελλάδας”, οι αιρετοί του Α΄ Βαθμού της Αυτοδιοίκησης και συγκεκριμένα, οι τοπικοί σύμβουλοι και πρόεδροι Κοινοτήτων παρουσιάζουν αναλυτικά τα αιτήματά τους, υπενθυμίζοντας εξ αρχής πως, “Η Κοινότητα αποτελεί διαχρονικό πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας και θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ Βαθμού. Με βάση το άρθρο 1 παράγραφος 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν.3463/2006) «οι Δήμοι και οι Κοινότητες συγκροτούν τους Οργανισμούς του Πρώτου Βαθμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης»”.

Παραθέτοντας στοιχεία για τον αριθμό των Κοινοτήτων στη χώρα, τονίζουν ότι μέσω αυτών, επιδιώκεται να ακούγεται η φωνή του κάθε πολίτη.

“Οι Κοινότητες στην Ελλάδα αγγίζουν τον αριθμό των 6.135 με περίπου 20.000 αιρετούς Συμβούλους. Οι Κοινότητες αυτές εκπροσωπούν τα 2/3 του πληθυσμού της χώρας με το υπόλοιπο 1/3 να βρίσκεται στους μητροπολιτικούς Δήμους (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά). H πολυεπίπεδη και σύγχρονη διακυβέρνηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης η οποία προσανατολίζεται σε ισχυρές τοπικές κοινωνίες οφείλει να αφουγκραστεί την ελληνική πραγματικότητα. Σε όλη την επικράτεια τα Συμβούλια Κοινοτήτων είναι ο αιρετός θεσμός που βρίσκεται εγγύτερα στον πολίτη και την καθημερινότητα του” σημειώνουν σχετικά, προσθέτοντας παρακάτω πως, “Οι Σύμβουλοι Κοινοτήτων μεριμνούν, προτείνουν, αξιοποιούν, παρέχουν εθελοντική εργασία, ενεργοποιούν τους συμπολίτες τους, κάνοντας πράξη την αποκέντρωση, φροντίζοντας άμεσα και καθημερινά για την αξιοποίηση της υπαίθρου. Τα Συμβούλια Κοινότητας συνεργάζονται με τις Δημοτικές Αρχές για να δοθούν λύσεις στα προβλήματα, να ενισχυθούν οι υποδομές, να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος”.

Ενεργοποίηση... πολιτών 

Μιλώντας για τη σημασία της ύπαρξης ξεχωριστής κάλπης στις τελευταίες εκλογές, υπογραμμίζουν τα εξής: “Η ύπαρξη ξεχωριστής κάλπης για την ανάδειξη των αιρετών των τοπικών Κοινοτήτων ενεργοποίησε μια νέα γενιά αυτοδιοικητικών που στόχο έχουν την εκπροσώπηση των συμφερόντων του τόπου τους, πέρα από κομματικές ή δημαρχοκεντρικές εξαρτήσεις”. Διευκρινίζουν δε, πως, “Πολίτες που δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με τα κοινά βρήκαν κίνητρο συγκροτώντας συνδυασμούς οι οποίοι αναδείχθηκαν από τους πολίτες και τώρα είναι στην ουσία “οι ομάδες εθελοντισμού” για τον τόπο τους, κινητοποιώντας ταυτόχρονα συμπολίτες και συγχωριανούς σε μια προσπάθεια βελτίωσης της επαρχίας και επαναφοράς του ενδιαφέροντος στην γειτονιά και την ουσία της καθημερινής ζωής”.

Ενδοδημοτική αποκέντρωση 

Στο περιεχόμενο της ίδια επιστολής, επισημαίνουν ακόμη πως, η Κοινότητα, ως αυτοδιοικητικός θεσμός και διοικητική διαίρεση μετά τον Νόμο 4555/2018, αναφέρεται και συναντάται τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα (έδρες των Δήμων), όσο και σε μικρότερες πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά. Ως εκ τούτου, “Οι Κοινότητες αποτελούν ενδοδημοτική αποκέντρωση, η οποία προκύπτει από γεωοικονομικές, κοινωνικές και συγκοινωνιακές συνθήκες της χώρας μας”.

Βάσει των ανωτέρω, δηλώνουν πως, “Η παραχώρηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στις Κοινότητες δεν δημιουργεί τρίτο βαθμό αυτοδιοίκησης, αντιθέτως ενισχύει την δημοκρατία φέρνοντας τις αποφάσεις στο εγγύτερο αιρετό σώμα, το οποίο για την εκτέλεση τους μπορεί και οφείλει να συνεπικουρείται από τους Δήμους και τις Περιφέρειες που ανήκει”.

Αφαιρέθηκαν αρμοδιότητες

Σχετικά με τις συζητήσεις για το μέλλον της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τονίζουν πως απαραιτήτως πρέπει να ακουσθεί η φωνή των Κοινοτήτων. “Ήδη έχει περάσει ένας χρόνος εφαρμογής του Ν.4623/2019 που στόχο είχε την “κυβερνησιμότητα των ΟΤΑ”” και όπως συμπληρώνουν, ο νόμος αυτός “επηρέασε την λειτουργία των Συμβουλίων Κοινότητας καθοριστικά, αφαιρώντας κάθε αποφασιστική αρμοδιότητα, καθιστώντας τα Συμβούλια απλά γνωμοδοτικά όργανα, χωρίς ψήφο στην Οικονομική Επιτροπή και την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής, χωρίς προϋπολογισμό”.

Σε πολλές Κοινότητες μάλιστα “ακόμα και σήμερα δεν έχει δοθεί η δυνατότητα να κάνουν χρήση της πάγιας προκαταβολής του Προέδρου που τους αναλογεί, ενώ οι αποφάσεις τους δεν βρίσκουν ανταπόκριση στα όργανα των Δήμων. Πώς μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονη αυτοδιοίκηση όταν το μόνο χρηματοδοτικό εργαλείο των Κοινοτήτων βασίζεται σε βασιλικό διάταγμα του 1959;” σχολιάζουν καυστικά.

Τοπική δημοκρατία και λύσεις 

Στον επίλογο της επιστολής τους, δεν παραλείπουν να υπενθυμίσουν πως ουσιαστικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι κατοχυρωμένος ο ουσιαστικός ρόλος που πρέπει να διαδραματίζουν οι Κοινότητες, προς επίτευξη του στόχου των πλουραλιστικών και δημοκρατικών κοινωνιών. 

“Ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας (Ν. 1850/1989) θέτει ως βάση του ότι «η άσκηση των δημοσίων αρμοδιοτήτων πρέπει, κατά τρόπο γενικό, να ανήκει κατά προτίμηση στις αρχές τις πιο πλησιέστερες στους πολίτες. Για την ανάθεση μιας αρμοδιότητας σε άλλη αρχή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευρύτητα και η φύση του έργου και οι απαιτήσεις αποτελεσματικότητας και οικονομίας».
Το Κογκρέσο Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις Προτεραιότητες 2021 – 2025 συμπεριλαμβάνει στους στόχους του «τον επαναπροσανατολισμό των ψηφοφόρων σε ενδιαφέρουσες μορφές συμμετοχής στα κοινά όπως είναι τα δημοψηφίσματα σε τοπικό επίπεδο, ενώ μελετά τις συνθήκες ανεξαρτησίας των υποψηφιοτήτων που κατέρχονται σε τοπικές και περιφερειακές διαδικασίες». Επισημαίνει επίσης ότι «οι εθνικές κυβερνήσεις έχοντας επικυρώσει τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν ουσιαστικά αποδεχτεί τον ρόλο που παίζει η τοπική δημοκρατία στην οικοδόμηση πλουραλιστικών και ανοικτών κοινωνιών. Λόγω της εγγύτητας τους στον πολίτη οι τοπικές αρχές μπορούν να προωθήσουν την κοινωνική συνοχή και την αειφόρο τοπική ανάπτυξη καθώς και τη διάδραση και αλληλεξάρτηση μεταξύ πολιτών και δημοκρατικών θεσμών»”.

Κατά συνέπεια με την εν λόγω επιστολή, οι συνυπογράφοντες απευθύνονται ανοιχτά προς το Υπουργείο Εσωτερικών, την Κεντρική Ένωση Δήμων και την Επιτροπή για την «Μεταρρύθμιση και Ανασυγκρότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του Κράτους» και ζητούν “ισότιμη συμμετοχή στον διάλογο σε όλα τα επίπεδα ώστε να αναλυθούν όλα τα θέματα που αφορούν την λειτουργία των Κοινοτήτων”.