Για μη νομότυπες διαδικασίες λειτουργίας της υπαίθριας “λαϊκής αγοράς” κάνουν λόγο οι Οπωροπώλες της Σύρου

“Αρνητικά στον τρόπο λειτουργείας της”

Σειρά ερωτημάτων που έχουν να κάνουν με το αν τηρούνται οι νόμοι, θέτουν οι Οπωροπώλες, όπως με την άδεια των πλανόδιων εμπόρων, καθώς και με τη φορολόγιση τω εσόδων

“Η λειτουργία της λαϊκής αγοράς στη Σύρο, ποτέ δε μας βρήκε ενάντιους”

Την άλλη πλευρά από αυτή που έχει εμφανιστεί το τελευταίο διάστημα σχετικά με τη λειτουργία της “λαϊκής αγοράς”, εγχείρημα που ξεκίνησε από το Εργατικό Κέντρο Κυκλάδων, παρουσιάζουν 17 οπωροπώλες της Σύρου, με επιστολή τους στην “Κοινή Γνώμη”.

Όπως αναφέρουν, ουδέποτε ήταν αντίθετη με τη δημιουργία μίας μεγάλης λαϊκής αγοράς στο νησί, αφού συναινούν στον υγιή ανταγωνισμό.

Οι ενστάνσεις τους αφορούν τον τρόπο που στήθηκε και λειτουργεί αυτό το πλανόδιο εμπόριο οπωροκηπευτικών, θέτοντας κάποια ερωτήματα, σχετικά με το αν τηρούνται οι νόμιμες διαδικασίες.

“Στη σημερινή κατάσταση δε χρειαζόμαστε περισσότερο μίσος και αλληλοκατηγορίες”

Απαντήσεις για το θέμα που έχει δημιουργηθεί με τη λειτουργία της μικρής “λαϊκής αγοράς”, αλλά και τις αιχμές, που όπως υποστηρίζουν έχουν αφήσει “κάποιοι” για το συγκεκριμένο κλάδο, δίνουν οι Οπωροπώλες της Σύρου.

“Εδώ και αρκετό καιρό με αφορμή το θέμα της λαϊκής αγοράς, έχουν δημοσιευθεί στον τοπικό τύπο διάφορες τοποθετήσεις που αφορούν άμεσα τον κλάδο μας και αφήνουν αιχμές, παρουσιάζοντας μας λίγο-πολύ, σαν εχθρούν των χαμηλόμισθων και συνταξιούχων. Επειδή στη σημερινή κατάσταση, δε χρειάζεται περισσότερο μίσος και αλληλοκατηγορίες, αλλά αντικειμενική πληροφόρηση και συνεργασία όλων για ένα καλύτερο αποτέλεσμα”.

Οι οπωροπώλες του νησιού, δηλώνουν ότι ουδέποτε ήταν αντίθετοι στη λειτουργία της λαϊκής αγοράς, που ετοιμάζεται εδώ και ένα χρόνο στη Σύρου, αφού όπως υποστηρίζουν, υπάρχει χώρος για υγιή ανταγωνισμό και ο καταναλωτής είναι αυτός που τελικά αποφασίζει, συγκρίνοντας τις τιμές, την ποιότητα, πάντα βάση των αναγκών και των δυνατοτήτων του.

Όπως επισημαίνουν, θα αντιπαρέλθουν τις λεκτικές επιθέσεις που έχουν εξαπολυθεί εναντίον τους, για να μη ρίξουν “λάδι στη φωτιά”, όπως χαρακτηριστικά λένε. “Θα αντιπαρέλθουμε τις λεκτικές επιθέσεις των όποιων αυτόκλητων “υπερασπιστών των φτωψών και αδυνάτων” από ληγμένα όργανα εκπροσώπησης, για να μη ρίξουμε λάδι στη φωτιά. Θα σας θυμίσουμε μόνο ότι από τις επιχειρήσεις μας στο κέντρο, στις γειτονιές της πόλης και στα χωριά, δε ζούμε μόνο εμείς και οι οικογένειές μας, αλλά και τουλάχιστον 50 ακόμη Συριανοί με τις οικογενείες τους”.

Οι βασικές τους ενστάσεις

Στη συνέχεια, οι οπωροπώλες, οι οποίοι υπογράφουν και τη σχετική επιστολή, σχολιάζουν αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο στήθηκε αυτή η υπαίθρια “λαϊκή αγορά”, καυτηριάζοντας ως απάδεκτο το γεγονός ότι οι αγρότες που συμμετέχουν είναι αναγκασμένοι να απλώνουν τα προϊόντα τους σε ένα πεζούλι, κάτω από αντίξοες συνθήκες.

“Ως επαγγελματίες βέβαια δε μπορούμε παρά να σχολιάσουμε αρνητικά τον τρόπο λειτουργίας της λαϊκής αγοράς. Είναι απαράδεκτο για τους αγρότες του νησιού μας, να είναι υποχρεωμένοι να απλώνουν τα προϊόντα τους στο πεζούλι του δρόμου, χωρίς στοιχειώδη προφύλαξη, χωρίς πάγκους, χωρίς δυνατότητα στάθμευσης, χωρίς καμία απολύτως υγιεινή. Οι άνθρωποι αυτοί είναι αναγκασμένοι να απλώνουν την πραμάτεια τους σα γύφτοι στο χώρο που χρησιμοποιούν για τις ανάγκες τους οι σκύλοι. Ελπίζουμε, ο τρόπος που θεσμοθετήθηκε από το Δήμο ή το Εργατικό Κέντρο, η λειτουργία της λαϊκής (με άδεια πλανόδιου εμπόρου), να μην εντάσσεται στη διαδεδομένη κρατική λογική των καιρών μας, δηλαδή με ασαφείς νόμους και θέσφατα να οδηγούν τη μια μερίδα πολιτών στο να εξαγριώνεται με την άλλη και στη μεταξύ τους διαμάχη να ξεχνούν τον κοινό στόχο όλων μας: την επιβίωση”.

Σύμφωνα με τους οπωροπώλες, τα προβλήματα που ανακύπτουν από την τωρινή ρύθμιση είναι πολλά και ενδεικτικά αναφέρουν τα εξής:

  • Η άδεια του πλανόδιου είναι αυστηρά προσωπική, δεν περιλαμβάνει μέλη της οικογένειας ως πωλητές και δε δίνει το δικαίωμα στον πωλητή να καταλαμβάνει θέση πώλησης.
  • Όλα τα οπωροπωλεία της Σύρου για να λειτουργήσουν, έχουν εφοδιασθεί με άδειες αυστηρών προδιαγραφών και υπόκεινται σε συνεχείς ελέγχους από την Υγειονομική Υπηρεσία και το Τμήμα Εμπορίου, επειδή πωλούν τρόφιμα. Τόσο οι χώροι, όσο και τα προϊόντα ελέγχονται για τις συνθήκες υγιεινής, την καταλληλότητα και το μέγεθος του χώρου, την ποιότητα, την προέλευση και την ιχνηλασιμότητα των προϊόντων, καθώς και για τα ποσοστά κέρδους επί των τιμολογίων αγοράς. “Οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις μας είναι υποχρεωμένοι να έχουν βιβλιάρια υγείας. Ποιο από τα παραπάνω ελέγχεται σε αυτή η λαϊκή αγορά όπως λειτουργεί σήμερα; Με ποιο τρόπο εξασφαλίζεται η υγεία του καταναλωτή, όταν αγοράζει φρέσκα προϊόντα κυριολεκτικά από το δρόμο;”, αναφέρουν χαρακτηριστικά.
  • Τέλος, διερωτούνται με ποιο τρόπο έχει ρυθμιστεί το θέμα της φορολόγησης των εσόδων από την πώληση των προϊόντων. Μάλιστα, ερωτούν αν πληρώνεται ΦΠΑ, φόρος ή ΕΛΓΑ επί των συναλλαγών αυτών και εάν έχει αποφανθεί η αρμόδια ΔΟΥ επί του θέματος “ή λειτουργεί ακόμη γκρίζα ζώνη “ημινομιμότητας;”.

Οι 17 οπωροπώλες, καταλήγουν εκφράζοντας την επιθυμία να διορθωθούν τα κακώς, όπως αναφέρουν, κείμενα στη ρύθμιση για τη λαϊκή αγορά και θα δημιουργηθεί καταλληλότερη νομική και υλικοτεχνική υποδομή για τη λειτουργία της.