H UNESCO εντάσσει το Ρεμπέτικο στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ανθρωπότητας

Zωντανή μουσική παράδοση με ισχυρό καλλιτεχνικό χαρακτήρα

  • Τρίτη, 12 Δεκεμβρίου, 2017 - 06:17
  • /   Eνημέρωση: 12 Δεκ. 2017 - 22:00
  • /   Συντάκτης: Ελένη Λαμπράκη

Tην εγγραφή του Ρεμπέτικου στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ενέκρινε η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στη 12η ετήσια συνεδρίασή της στην Κορέα ύστερα από τον πλήρη φάκελο υποψηφιότητας που υπέβαλε το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Επίσημη ένταξη για το Ρεμπέτικο στον κατάλογο της UNESCO, η οποία αναγνωρίζει την τεράστια επιρροή και την ξεχωριστή θέση του στη λαϊκή παράδοση της χώρας.

Όπως αναφέρεται και στον επίσημο ιστότοπο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας το Ρεμπέτικο αποτελεί αστικό λαϊκό μουσικό είδος που άκμασε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στις επιρροές του συγκαταλέγονται το δημοτικό και το μικρασιάτικο τραγούδι. Το Ρεμπέτικο αντικατοπτρίζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής όπου αναπτύχθηκε και ιδιαιτέρως τη ζωή του περιθωρίου. Στην πορεία η κοινωνική του βάση επεκτάθηκε στους πρόσφυγες, στην εργατική και τη μεσοαστική τάξη, ενώ στις μέρες μας αναγνωρίζεται ως δημοφιλής πολιτιστική κληρονομιά που ανήκει σε όλους τους Έλληνες.

“Το ρεμπέτικο αποτελεί μία μορφή μουσικής και πολιτιστικής έκφρασης, η οποία συνδέεται με το τραγούδι και τον χορό. Διαδόθηκε αρχικά στις λαϊκές και εργατικές τάξεις, στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα ρεμπέτικα τραγούδια αποτελούσαν μέρος του κλασικού ρεπερτορίου σχεδόν όλων των κοινωνικών εκδηλώσεων, όπου υπήρχε χώρος για χορό και τραγούδι, ενώ λάμβανε χώρα δημόσια, με τους ερμηνευτές να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του κοινού. Όλοι οι Έλληνες, και όσοι μιλούν Ελληνικά, και αγαπούν αυτό το είδος μουσικής και χορού μπορούν να συμμετάσχουν. Τα ρεμπέτικα βρίθουν ανεκτίμητων αναφορών σε έθιμα, πρακτικές και παραδόσεις που συνδέονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής”, αναφερόταν μεταξύ άλλων στο φάκελο υποψηφιότητας

Μουσικός πολιτισμός παραγκωνισμένος στο περιθώριο

“Ισχυρό σημείο αναφοράς για τη συλλογική μνήμη και την ταυτότητα των Ελλήνων” χαρακτηρίζει η UNESCO το μουσικό είδος του Ρεμπέτικου η αρμόδια επιτροπή της UNESCO στην απόφασή της, η οποία εξαίρει την ποιοτική τεκμηρίωση του φακέλου υποψηφιότητας από το αρμόδιο Υπουργείο. Παράλληλα ειδική μνεία γίνεται στην ρεμπέτικη κοινότητα η οποία ανέδειξε την υποψηφιότητα μέσα από προσωπικές αφηγήσεις, η οποία μάλιστα απέσπασε τον έπαινο του Οργάνου Αξιολόγησης της Σύμβασης για την ποιότητα των δράσεων διαφύλαξης του αλλά κυρίως για τα εκπαιδευτικά προγράμματα για την ανάδειξη του ρεμπέτικου και σημασίας του.

Για ανάδειξη όψεων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που μέχρι σήμερα παρέμεναν συνήθως στο περιθώριο, επειδή δεν υπήρχε το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την προβολή τους κυρίως σε διεθνές επίπεδο, κάνει λόγο η Διεύθυνση Νεότερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, υπεύθυνη υπηρεσία για την εφαρμογή της Σύμβασης για τη διαφύλαξή της.

Υπενθυμίζουμε πως το Ρεμπέτικο είναι το πέμπτο στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που εγγράφει η χώρα μας στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, ο οποίος συντάχθηκε το 2003. Έχουν προηγηθεί η Μεσογειακή Δίαιτα (από κοινού με την Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Κύπρο, Κροατία), η Παραδοσιακή Μαστιχοκαλλιέργεια στη Χίο, η Τηνιακή Μαρμαροτεχνία, καθώς και το εθιμικό δρώμενο των Μωμόερων. Η χώρα μας από κοινού με τις Γαλλία, Ελβετία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρο, Σλοβενία έχει καταθέσει νέο φάκελο υποψηφιότητας για την Τέχνη της Ξερολιθιάς, ο οποίος πρόκειται να αξιολογηθεί από τις αρμόδιες επιτροπές της UNESCO το φθινόπωρο του 2018.

Ξεχωριστό κεφάλαιο του ελληνικού αστικού λαϊκού πολιτισμού

Όπως αναφέρει σχετικά και ο διευθυντής του τομέα Εθνομουσικολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, καθηγητής Λάμπρος Λιάβας, το ρεμπέτικο αποτελεί το πιο δημοφιλές είδος της ελληνικής μουσικής παράδοσης στον 20ο αιώνα. Εκπροσωπεί την αστική λαϊκή παράδοση, τα τραγούδια των πόλεων, όπως κάνουν αντίστοιχα σε κοινή εποχή τα πορτογαλέζικα fados, τα αργεντίνικα tango και τα αμερικάνικα blues. Ισχυρό σύμβολο κοινωνικής και ιδεολογικής ταυτότητας για τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις και τους Μικρασιάτες πρόσφυγες σε περιόδους δύσκολες και μεταβατικές, το ρεμπέτικο εξέφρασε τα πιο δυνατά συναισθήματα τους: φτώχεια, απογοήτευση, απόγνωση, χαρά, λύπη, έρωτα.

Το ρεμπέτικο τραγούδι ανέδειξε σπουδαίους συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές και οργανοπαίκτες και επηρέασε όλα τα μεταγενέστερα μουσικά είδη και τους συνθέτες της ελληνικής μουσικής. Το ρεπερτόριό του πλέον θεωρείται κλασσικό, το οποίο παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές μέχρι και στις νεότερες γενιές, το οποίο περνάει μέσα από την προφορική παράδοση αλλά και τη συστηματική πλέον διδασκαλία σε ωδεία, μουσικές σχολές και πανεπιστήμια. Μία ζώσα μουσική παράδοση, η οποία επιβεβαιώνεται από τις πολυάριθμες ρεμπέτικες κομπανίες, αλλά και τους μικρούς μαθητές που επιλέγουν να ασπαστούν την τέχνη του.

Το Ρεμπέτικο που άνθισε στη Σύρο

Όπως είχε σημειωθεί και σε πρότερη αρθρογραφία επί του θέματος στην Κοινή Γνώμη, με αφορμή την εγγραφή του ως μουσικό είδος στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς το οποίο υπάγεται στην UNESCO, το ρεμπέτικο αποτελεί μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας της Σύρου, γενέτειρας του “πατριάρχη” του, του Μάρκου Βαμβακάρη, του οποίου η μουσική αξία και συνεισφορά έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως. Ο Βαμβακάρης αποτέλεσε τη γέφυρα ανάμεσα στο δημοτικό και το ρεμπέτικο τραγούδι, υπήρξε ο πρώτος μουσικός που ηχογράφησε με μπουζούκι και καθιέρωσε το λεγόμενο “πειραιώτικο” ύφος έναντι της μικρασιατικής σχολής του ρεμπέτικου που είχαν καθιερώσει συνθέτες όπως ο Παναγιώτης Τούντας και ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μουσικής ταυτότητας του ρεμπέτικου αποτέλεσε “Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς”, αποτελούμενη από τους Μάρκο Βαμβακάρη, Γιώργο Μπάτη, Ανέστο Δελιά και Στράτο Παγιουμτζή.

Με το Τρίτο Φεστιβάλ Ρεμπέτικου να είναι στα σκαριά, και την συντονισμένη προσπάθεια ανάκτησησης των δεσμών της οικογένειας Βαμβακάρη με το νησί, αλλά και τις πολυάριθμες ρεμπέτικες κομπανίες που δραστηριοποιούνται στην επικράτειά της, η Σύρος δείχνει έμπρακτα την προσπάθειά της να διατηρήσει ζωντανή αυτή τη σπουδαία μουσική παράδοση και να μην την κλείσει πίσω από τη γυάλα ενός μουσείου.

Όμως το Ρεμπέτικο δεν αποτελεί αποκλειστική υπόθεση της Σύρου μιας και αναπτύχθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα – και λιμάνια κατά κύριο λόγο (Πειραιάς, Αθήνα, Σύρος, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Πάτρα, Καλαμάτα, Τρίκαλα κ.ά.), συνδέεται όμως με την παράδοση των δημοτικών τραγουδιών, προερχόμενων από τη Μικρά Ασία και το Αιγαίο.

Νέα αντίληψη για την πολιτιστική κληρονομιά

Το επίκεντρο της προσοχής της UNESCO πλέον στρέφεται στις πολιτισμικές εκφάνσεις άυλης υπόστασης, ο πολιτισμός των απλών ανθρώπων και την καθημερινότητας, όπως αναφέρει η κα Σταυρούλα Φωτοπούλου, Διευθύντρια Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Σκοπός της υπηρεσίας είναι μαζί η ανάδειξη και διαφύλαξη του συγκλονιστικού πλούτου ζωντανών και παλλόμενων άυλων πολιτιστικών παραδόσεων της Ελλάδας. Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας φιλοδοξεί να γίνει ένα δημόσιο βήμα για τους ίδιους τους φορείς της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και τις κοινότητές τους, μέσω του οποίου θα μπορούν να μοιραστούν την πολιτισμική εμπειρία τους με το ελληνικό και διεθνές κοινό.

Η Σύμβαση για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, αποτελεί ένα διεθνές κείμενο-πλαίσιο που δίνει στις κοινότητες, τη διοίκηση και τους ειδικούς επιστήμονες τη δυνατότητα να σχεδιάσουν με τρόπο συμμετοχικό και δημοκρατικό δράσεις για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της σημασίας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ευκαιρία λοιπόν με την ένταξη του Ρεμπέτικου στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, να δώσουμε ακόμα περισσότερο σε αυτό το μουσικό είδος την περίοπτη θέση που του αξίζει, να το σεβαστούμε και να το αξιοποιήσουμε σαν ένα ζώντα οργανισμό που κουβαλάει τη συλλογική μνήμη ενός έθνους και όχι σαν τη μουσική του υποκόσμου παλαιότερων εποχών.