Αφιερωμένο στον Πατριάρχη του ρεμπέτικου τραγουδιού, Μάρκο Βαμβακάρη το 7ο τεύχος της Β’ περιόδου των «Συριανών Γραμμάτων»

Η πιο ρωμαλέα έκφραση του σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού

Τη μεγάλη υπερηφάνεια τους για την τιμητική διάκριση των «Συριανών Γραμμάτων» στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2019 αποφάσισαν να εκφράσουν μέσω της μουσικής όλοι οι συνεργάτες της εξαμηνιαίας περιοδικής έκδοσης. Για το λόγο αυτό, αφιέρωσαν το 7ο τεύχος της Β’ περιόδου στον «θεϊκό» Μάρκο Βαμβακάρη.

Συνεργάτες, φίλοι και συγγενείς του Πατριάρχη του ρεμπέτικου τραγουδιού, μέσω της προφορικής ιστορίας και συνεντεύξεων, καταθέτουν την ιδία πρόσληψη τους, όπως και σημαντικά στοιχεία για την καταγωγή της μουσικής του και την αξία της. Επίσης εμφανίζονται οι ενέργειες των νεαρών φοιτητών τη δεκαετία του ’60 για την ανάδειξη της σπουδαιότητας του ρεμπέτικου και ταυτόχρονα περιγράφεται το κοινωνικό κλίμα της εποχής, οι συνήθειες, η παιδική ηλικία, η προσωπική ζωή του και η έμπνευση που άσκησε σε συναδέλφους του.

Σ’ αυτό το τεύχος, εκτός των άλλων, συνεργάστηκαν δύο γνωστοί και σπουδαίοι Έλληνες. Ο μουσικολόγος, βυζαντινολόγος Μάρκος Δραγούμης, ο οποίος ομολογεί ότι ο Μάρκος αποτελεί μεγάλη του αγάπη και ότι μετά το ρεμπέτικο, θεμελιωτής του οποίου είναι ο Βαμβακάρης, δεν υπάρχει άλλος παραδοσιακός πολιτισμός στην Ελλάδα. Τελειώνει με το ρεμπέτικο και ότι έχουμε υποχρέωση να κρατήσουμε τον Μάρκο σπαρταριστό καθώς αποτελεί μεγάλη υπόθεση για τον ελληνικό πολιτισμό.

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κώστας Καζάκος, ο οποίος γεννήθηκε το 1935, τη χρονιά που γραμμοφωνήθηκε η «Φραγκοσυριανή», ακούει ρεμπέτικα τραγούδια από την κοιλιά της μάνας του. Κατά τον Καζάκο, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τον μεγάλη ρεμπέτη, ο Μάρκος είχε μια καλλιέργεια ασυνήθιστη, όλη τη λαϊκή παράδοση μέσα του και αυτό του έδινε μια ευγένεια, που δε καταλάβαινες από πού πηγάζει και από πού προέρχεται. Ήταν φτιαγμένος από το πιο ευγενές υλικό. Η φωνή του ήταν το μεγάλο του όπλο και έδωσε χαρακτήρα στο ρεμπέτικο τραγούδι. Τα τραγούδια του δε θα χαθούν και όλοι οι σύγχρονοι λαϊκοί μουσικοί πάτησαν πάνω του. Για τον Κώστα Καζάκο, ο Μάρκος είναι η πιο ρωμαλέα έκφραση του σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού.

Μάρκος Βαμβακάρης, ο Συριανός

Πολυτιμότατη είναι η μελέτη της Ευαγγελινής Γλυνού, η οποία γνωρίζει καλά τη βιομηχανική Σύρο του 20ου αιώνα μέσα στην οποία ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε τα δεκαπέντε πρώτα χρόνια της ζωής του. Μάλιστα ο ίδιος δούλεψε στο εργοστάσιο του παππού της. Στη μελέτη της, περιγράφει πως ο ζεϊμπέκικος χορός προέρχεται από τις πολεμικές κινήσεις των χεριών, τον ρυθμό του σώματος και τη μουσική του πυρρίχιου χορού της αρχαιότητας. Χάρη στον πατέρα της, Άγγελο Γλυνό, ο Μάρκος γνώρισε τον Ελύτη, στον οποίο ο ίδιος ο Μάρκος δώρισε τη «Φραγκοσυριανή» Ο Ελύτης θεωρούσε τη μουσική του Βαμβακάρη δωρική και ανδρική. Καθιστά επίσης γνωστό πως, ο Ευάγγελος Πετρίτζης –σπουδαίος συριανός ζωγράφος ήταν φίλος με τη μεγάλη πιανίστρια Τζίνα Μπαχάουερ, η οποία του έλεγε συχνά ότι είχε μαγευτεί από τη φωνή της Μαρίκας Νίνου. Ο Πετρίτζης λόγω της γνωριμίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι είχε πάει στο Θέατρο Τέχνης για να ακούσει την ομιλία του με θέμα το ρεμπέτικο. Επηρεάστηκε και εκείνος από τις νέες απόψεις των διανοούμενων της γενιάς του ’30, προσχωρώντας στο κίνημα του Άγγελου Σικελιανού που αναζητούσε τις αρχαϊκές ρίζες των ελληνικών χορών και της ελληνικής μουσικής.

Ο Πετρίτσης άκουγε “Ernani”, “Tosca”, Μπετόβεν και τα ρεμπέτικα τραγούδια του Μάρκου. Το 1955, ο Μηνάς Ρεθύμνης έφερνε τον Βαμβακάρη στο σπίτι του στο Πισκοπειό να του παίζει μουσική και του χάρισε το ρολόι που φορά στην προσωπογραφία που του ζωγράφισε ο Γιώργος Τζινιόλης.

Στο τεύχος αυτό αποτυπώνονται οι ενέργειες των νεαρών φοιτητών –Νέαρχο Γεωργιάδη, Φοίβο Γεωργιάδη, Κώστα Καζάκο, Γιάννη Καζάκο, Γρηγόρη Νιόλη, Χρίστο Κισκήρα, Βαγγέλη Βαβανάτσο, Γιάννη Καούνη, Αντώνη Δουκάκη- για την ανάδειξη της σπουδαιότητας του ρεμπέτικου και του πρωταρχικού ρόλου που έπαιξε ο Μάρκος, δημιουργός της Σχολής του Ρεμπέτικου όπως ο Πικάσο του κυβισμού.

Πρώτη παρουσίαση του Μάρκου σε φοιτητική εκδήλωση

Στις 2 Νοεμβρίου 1966 στην αίθουσα Κρητών σπουδαστών, πίσω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, αυτοί οι φοιτητές πραγματοποίησαν μια μεγάλη συναυλία με ομιλητή τον Κώστα Καζάκο και είχε απρόσμενη επιτυχία. Ο Μάρκος Βαμβακάρης και οι δυο γιοι του, Στέλιος και Δομένικος έλαμπαν από χαρά και οι φοιτητές άκουγαν μαγεμένοι τους ήχους των μπουζουκιών και τη χαρακτηριστική φωνή του Μάρκου. Με αυτή τη συναυλία, ο Μάρκος ξανάρχεται στο προσκήνιο και λίγο αργότερα, επαγγελματίες του είδους του έκαναν μια συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν». Στη συνέχεια, προέκυψε η αυτοβιογραφία του Μάρκου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτεργάτης αυτής της κίνησης ήταν ο Νέαρχος Γεωργιάδης. Ο δε αδελφός του, Φοίβος Γεωργιάδης – χειρουργός τώρα- έπαιζε από μικρός ακορντεόν και πήγαινε στο σπίτι του Μάρκου και του έγραφε τις νότες μερικών τραγουδιών όπως της «Άτακτης». Ο Φοίβος μας προσφέρει μια ολοκληρωμένη μελέτη για τη δομή της μουσικής των τραγουδιών του Μάρκου.

Τη λαρυγγοκεφαλική φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη αναλύει υπέροχα ο Βαγγέλης Βαβανάτσος, στις 38 σελίδες, αφιερωμένες στον Μάρκο που γνώρισε προσωπικά. Για τον ίδιο, ο Βαμβακάρης έχει σχέση με τον Αίσωπο, τον Διογένη, τον Αριστοφάνη και ο ζεϊμπέκικος χορός σχετίζεται με τη ζωή και το θάνατο. Όπως ο Αίσωπος συνδιαλέγεται με μια αλεπού, ο χορευτής του ζεϊμπέκικου κάνει μια κίνηση και ακουμπά με τα δάκτυλά του τη γη και συνδιαλέγεται με τους πεθαμένους. Τους παρακαλεί να του δώσουν λίγη ζωή ακόμη και παίρνει αλάτι από τη γη και αλείφεται για να κρατηθεί στη ζωή, όπως διατηρείται και ο μπακαλιάρος.

Ο Μάρκος με το δημοτικό τραγούδι συνυπήρξανε

Η Μιράντα Τερζοπούλου που εργάστηκε πολύ για την αυτοβιογραφία του Μάρκου η οποία κυκλοφόρησε το 1973, σημειώνει ότι ο Μάρκος είναι η στέρεα γέφυρα που συνδέει την παράδοση με τον νέο ελληνικό πολιτισμό και στη μουσική και στη γλώσσα. Η ίδια μας λέει ότι το είδους της μουσικής του Μάρκου για τον Χατζιδάκι ήταν ο ελληνικός πολιτισμός. Τα τελευταία λόγια του για τον Βαμβακάρη ήταν πως «είναι θεϊκός».

Ο Μάρκος στους αιώνες των αιώνων

Η Σγουρή Γεωργιάδη υπογραμμίζει ότι το υπερβατικό έργο του Μάρκου αποτελεί πυλώνα λαμπερό, πνευματικό, καθάριο, χωρίς διανοουμενισμούς μα με μια πρωτόγνωρη ένωση με όλα τα μεγαθήρια της πνευματικής ζωής του τόπου – Ελύτη, Σεφέρη, Γκάτσο, Καβάφη, Χατζιδάκι- που μας καθοδηγούν και μας καθορίζουν.

Είναι πολύ σπουδαία και η συνέντευξη του Αντώνη Βαμβακάρη, συγγενή του Μάρκου και συγκινητική η περιγραφή του όταν ο Μάρκος δάκρυσε και σκούπισε τα δάκρυά του με ένα μαντήλι μέσα στην «Ταβέρνα του Ξενύχτη» το 1968.

Στο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης η μελέτη του Βασίλη Ζήκα με τίτλο «Ο Μάρκος Βαμβακάρης τραγουδά Τσιτσάνη» και η συνέντευξη της ρεμπέτισσας Μαριώς, η οποία βροντοφωνάζει: «Όλοι οι κάτοικοι του παραδεισένιου νησιού της Σύρας να ‘στε υπερήφανοι που ο Μάρκος, ο θεμελιωτής του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι Συριανός και το αναγνωρίζει και η Unesco».

Η «ψυχή» των «Συριανών Γραμμάτων» κ. Δημήτρης Βαρθαλίτης ευχαριστεί ιδιαιτέρως την Αμαλία Καμπούρα τόσο για τη μελέτη της με θέμα τον έρωτα στην ποίηση του Μάρκου, όσο και για την επιμέλεια όλης της ύλης, τον Κωνσταντίνο Καταγά για το δημιουργικό κομμάτι και τη σελιδοποίηση, καθώς και τον Θωμά Δρίκο ο οποίος παρακολούθησε στενά όλη την πορεία του τεύχους αυτού.

Τα «Συριανά Γράμματα» αποτελούν έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Άγιος Παύλος» και τυπώνονται στην Τυποκυκλαδική Α.Ε.

Το 7ο τεύχος της Β’ περιόδου είναι πλέον διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία.