Συνέργειες του Δήμου Μυκόνου και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων για την ανάδειξη της μυκονιάτικης κληρονομιάς

Ένα πλούσιο μνημειακό αποθετήριο

  • Πέμπτη, 22 Απριλίου, 2021 - 06:15

Ο Δήμος Μυκόνου γιόρτασε την 18η Απριλίου, που έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Μνημείων από την UNESCO και το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (International Council on Monuments and Sites (ICOMOS).

Η διάσωση και η ανάδειξη της μυκονιάτικης κληρονομιάς, παράλληλα με τον αρχαιολογικό χώρο της Δήλου αποτελεί έναν από τους στόχους του Δήμου Μυκόνου.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Δήμος στηρίζει μόνιμα και συστηματικά το έργο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και συμπράττει μαζί της σε πράξεις που αποκαλύπτουν το βάθος και το εύρος του παρελθόντος του νησιού, εμπλουτίζοντας το μνημειακό του απόθεμα με πρωτοκυκλαδικούς οικισμούς, ελληνιστικές θέσεις, βυζαντινές εκκλησίες και ενετικά κατάλοιπα.

Με αυτό τον τρόπο, επιδιώκει να παρουσιαστεί το διεθνούς φήμης νησί της Μυκόνου και ως ένα πλούσιο μνημειακό αποθετήριο. Αξίζει να σημειωθεί πως, οι πρόσφατες ανασκαφές στο Κάστρο της Μυκόνου, που χρηματοδοτούνται από τον Δήμο, έφεραν στο φως προϊστορική κατοίκηση, κλασικές και ελληνιστικές φάσεις, βυζαντινή εγκατάσταση και ενετικά κτήρια, που δημιουργούν «ένα μοναδικό μνημειακό παλίμψηστο που αναδεικνύει την διαχρονική σημασία της Μυκόνου. «Αυτή η κληρονομιά, που καλλιεργεί ένα ακόμη ποιοτικότερο τουριστικό προφίλ, θα προβληθεί με κάθε δυνατό τρόπο», σημειώνει ο Δήμαρχος, Κωνσταντίνος Κουκάς.

Προσθέτει δε πως, η έρευνα και ανάδειξη του Κάστρου της Μυκόνου θα παρουσιάσει σύντομα μια μεταμορφωμένη Χώρα, εκτοξεύοντας την πολιτισμική και τουριστική της υπεραξία. «Ο σύγχρονος και ο παρελθόν πολιτισμός μας είναι στοιχείο ποιοτικής διαφοράς στην τουριστική αγορά αλλά κυρίως ενίσχυση και σεβασμός της τοπικής πολιτισμικής μας ταυτότητας», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η ιστορία του Κάστρου

Ο οικισμός του Κάστρου θεμελιώθηκε, πολλούς αιώνες πριν στη βορειοδυτική πλευρά της Χώρας Μυκόνου, πάνω σε μια ελαφρώς προεξέχουσα βραχώδη περιοχή που προβάλλει στη θάλασσα. Στην εδαφική αυτή μικροέξαρση, δημιουργήθηκε ένα επιθαλάσσιο (υψόμετρο 10μ.) είδος κάστρου, που περιελάμβανε στο περιτοίχισμά του ολόκληρο τον τότε κύριο οικισμό του νησιού με κάποιες αγροικίες εκτός αυτού. Η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους και με το πέρασμα των αιώνων αποτέλεσε τον αρχικό πυρήνα του οικισμού της Χώρας. Εκτός από μαρτυρίες στοιχείων κεραμικής και ερείπια της λιθοδομής του Κάστρου που υπήρχαν στην περιοχή, πληροφορίες για την ύπαρξη και εξέλιξη του οικισμού μας δίνουν πρόσφατες ανασκαφές. Στο κτίριο του Μάρκου Μαύρου, που βρίσκεται στην περιοχή, βρέθηκαν επαλλήλες φάσεις κατοίκησης χωρίς διακοπή, από την 3η τουλάχιστον χιλιετία π.Χ. έως σήμερα. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη σωστική ανασκαφή στο κτίριο κατά την περίοδο 1993-20021 καθώς και τη σύγχρονη ανασκαφή που πραγματοποιείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων από το 2018 και που στόχο έχει την αποκάλυψη του πολεοδομικού ιστού, την ερμηνεία του χώρου, την ενοποίηση και αποκατάσταση των υφιστάμενων ερειπίων.

Πέρα από το λευκό της Παραπορτιανής

Ο σημερινός επισκέπτης που περιηγείται στα σοκάκια της Χώρας δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί τη δομή του μεσαιωνικού οικισμού που έδωσε στην ιστορική συνοικία του Κάστρου το όνομά της και στο εμβληματικό μνημείο της Παραπορτιανής, της εκκλησίας δίπλα στο Παραπόρτι του Κάστρου, το δικό της. Ωστόσο, το Κάστρο της Χώρας Μυκόνου αποτελεί ένα από τα πρωϊμότερα παραδείγματα μεσαιωνικής πόλης ανάμεσα στους αιγαιοπελαγίτικους οικισμούς και παρόλο που δεν υπάρχουν σαφή ιστορικά στοιχεία για το πότε ακριβώς ανοικοδομήθηκε, και από τις αρχικές του κατασκευές σήμερα διατηρούνται ελάχιστες αποσπαματικά, η ανάμνηση της πρότερης κατάστασής του διασώζεται στις περιγραφές και στους χάρτες των περιηγητών, στους ναυτικούς πορτολάνους, στις ιστορικές πηγές, στις λιγοστές πολύτιμες φωτογραφίες από τα τέλη του 19ου αιώνα ακόμα και στους μονολόγους της Κάδμως της Μέλπως Αξιώτη, ότι δηλαδή τα σπίτια έστεκαν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, βουλισμένα έστω, αλλά με την ιστορία χαραγμένη στον οικοδομικό τους ιστό, πριν την ισοπέδωση που υπέστησαν στο πλαίσιο και της τότε νοούμενης «ανάπτυξης» στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ορίζοντας το μεσαιωνικό κάστρο

Ειδικότερα, την ασθενή οχύρωση του Κάστρου την αποτελούσαν οι ενισχυμένοι τοίχοι των σπιτιών της περιμέτρου του, με χαρακτηριστικότερο το τμήμα του επιθαλάσσιου βορειοδυτικού μετώπου, που καθορίζει μία από τις τέσσερις πλευρές του, τη φημισμένη σήμερα Μικρή Βενετία της Μυκόνου. Εδώ διακρίνεται το σημαντικό στοιχείο διαμόρφωσης της φυσιογνωμίας του αιγιακού κάστρου που είναι οι εν επαφή διώροφες, στενομέτωπες κατοικίες καλυμμένες με επίπεδες στέγες, σχεδόν ταυτόσημες σε μέγεθος και κλίμακα με άλλες παρόμοιες σε κάστρα των Κυκλάδων. Παρόμοια ήταν και η διάταξη στα κτήρια της βόρειας επάκτιας πλευράς του Κάστρου, από τα οποία σώζεται το κτήριο που στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο της Μυκόνου, άλλοτε το καπετανόσπιτο του Νικόλα Μαλούχου, προπάππου του ιδρυτή του Λαογραφικού Μουσείου, Βασίλη Κυριαζόπουλου.

Τα διακριτά, εξέχοντα, στοιχεία της μεσαιωνικής οχυρωμένης πόλης που έχουν επιβιώσει και εντοπίζονται μέσα στον οικισμό, είναι οι δύο από τους τρεις ή τέσσερις αμυντικούς πύργους της∙ ο ένας στη λιθοδομή του ισογείου χώρου του συμπλέγματος της Παραπορτιανής και ο άλλος δίπλα από την Παναγία την Πρυανή, στα νότια της περιοχής που ορίζει το Κάστρο. Συγκεκριμένα, το συγκρότημα που αποτελεί σήμερα την Παραπορτιανή είναι μια σύνθεση πέντε παρεκκλησιών, χτισμένων σε κάθετη και οριζόντια διάταξη με μοναδική πλαστικότητα που έχει αναχθεί σε αντικειμενική καλλιτεχνική αξία, σύμβολο της διαχρονικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Αιγαίου και τοπόσημο για το νησί της Μυκόνου. Η κύρια εκκλησία, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, θεωρείται ότι κατασκευάστηκε κατά τον 16ο ή 17ο αιώνα, πιθανότατα όμως και νωρίτερα. Καταλαμβάνει τον όροφο του κτηριακού συγκροτήματος το οποίο, μέχρι το 1920, αποτελούταν στο ισόγειο από ερειπωμένα κτίσματα. Τα κτίσματα αυτά εκ των υστέρων μετατράπηκαν σε μονόκλιτους καμαροσκεπείς ναούς (του Αγίου Σώζοντα, των Αγίων Αναργύρων, της Αγίας Αναστασίας στη δυτική πλευρά, και του Αγίου Ευσταθίου κάτω από την Παραπορτιανή) από τον ιερέα Άνθιμο Οικονομάκη.

Η μακροσκοπική αξιολόγηση των διαστάσεων των πεσσών των τόξων του ναού των Αγίων Αναργύρων με πλάτος 1,30 μ. η οποία δεν δικαιολογείται για την στήριξη της ελαφριάς ημικυλινδρικής στέγης που στηρίζουν σήμερα, το διαβατικό κατά μήκος του ναού του Αγίου Ευστάθιου, που σήμερα λειτουργεί ως νάρθηκας του ναού και η εκτεταμένη παρουσία αρχαίων κιόνων στην τοιχοποιία της ισόγειας αυτής στάθμης, αποτελούν ασφαλείς ενδείξεις ότι πρόκειται για τμήμα της Πύλης του Κάστρου που οδηγούσε στην ακτή. Η οικοδόμηση μιας εκκλησίας που συνδέεται με έναν πύργο άμυνας και κυρίως ως ιερό φυλακτήριο της πύλης, επίσης δεν είναι σπάνιο φαινόμενο για αυτήν την εποχή.

Εξίσου σημαντικά στη αναγνώριση του οχυρωμένου οικισμού είναι τα λείψανα του τετράγωνης κάτοψης πύργου δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας της Πρυανής («η Παναγία του Πύργου»), τα οποία φανερώνουν ένα εντυπωσιακό οχυρό κτίσμα που διαρθρωνόταν σε δύο τουλάχιστον επίπεδα, γεγονός που προκύπτει τόσο από το μεγάλο πάχος των τοίχων του, 1,40 έως 1,50 μ., όσο και από την κάλυψη της αίθουσας της ισόγειας στάθμης με μεγάλου ανοίγματος ημικυλινδρικό θόλο με τρία εγκάρσια ενισχυτικά τόξα-σφενδόνια από πώρινους λαξευτούς θολίτες πάνω σε λίθινα φουρούσια. Για λόγους ασφαλείας, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει στους οχυρωματικούς πύργους διαχρονικά, η πρόσβαση στο εσωτερικό του πύργου γινόταν από τον όροφο, και στην κατώτερη στάθμη του Πύργου από το εσωτερικό του μέσα από καταπακτή στο δάπεδο.

Οι άλλες θέσεις που σχετίζονται με το Κάστρο και το περίγραμμά του φανερώνονται πλέον μόνο στα τοπωνύμια: η Πόρτα του Γιαλού (στα νοτιοανατολικά της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Μονής, ένωνε το Κάστρο με το λιμάνι, κατεδαφίστηκε το 1900), το ψηλό κτήριο της Αγίας Μονής (κατεδαφίστηκε το 1900 και ήταν δίπλα στο παραπόρτι), η Πόρτα της Σαπιονέρας (πιθανόν στα νότια του Κάστρου), ο Καστριανός ανεμόμυλος (στη βορειοδυτική γωνία, στα βράχια έξω από το Κάστρο, μαρτυρείται από τον 15ο αιώνα και τα ερείπιά του απεικονίζονται σε φωτογραφίες του 1885).

Τα παραπάνω στοιχεία κατέγραψε η αρχαιολόγος, Μαρία Κονιώτη, υπεύθυνη του έργου της ανασκαφικής διερεύνησης, στερέωσης και ανάδειξης των περιοχών του Κάστρου της Μυκόνου και εμπεριέχονται στο ημερολόγιο του προηγούμενου έτους που εκδόθηκε από τον Δήμο Μυκόνου και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.