Ο αντισυμβατικός Κωνσταντίνος Γιάνναρης στην "Κοινή Γνώμη"

"Μια κοινωνία σε νευρικό κλονισμό"

Με την προβολή της ταινίας “Δεκαπενταύγουστος” του βραβευμένου σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Γιάνναρη έριξε “αυλαία” το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σύρου, το οποίο συστήθηκε στο κοινό με κύριο θεματικό πυρήνα το ταξίδι και τις συνθήκες συλλογικότητας που φέρει εντός του: τη διασπορά, τη μετανάστευση και τη συμβίωση πολιτισμών.

Μέσα από μία ακραία και ρεαλιστική κινηματογραφική ματιά, που ισορροπεί στο τεντωμένο σκοινί της ανθρώπινης ύπαρξης, μακριά από δικλίδες ασφαλείας, επιφανειακές ενδοσκοπήσεις και συναισθηματικά πασαλείμματα, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης δε διστάζει να εισχωρεί σε δύσβατα μονοπάτια, αποτινάζοντας στερεότυπα που άλλοτε αποτελούσαν ταμπού για την κοινωνία.

Εστιάζοντας σε θέματα ταυτότητας, φύλου και φυλής, στη μετανάστευση, αλλά και στο οικογενειακό γίγνεσθαι, καθρεφτίζει έναν κόσμο χωρίς σουλουπώματα και καθοδηγούμενα ένστικτα.

Με το πέρασμα των ετών, θέματα που φώτιζαν την άλλη πλευρά της ζωής, πίσω από τα φώτα και τις συμβατικές φόρμουλες άρχισαν να απενοχοποιούνται, κερδίζοντας σταδιακά το “χαμένο έδαφος”. Πού οφείλεται αυτή η “κοινωνική” έκρηξη;

“Αδιαμφισβήτητα, η άνοδος της ακροδεξιάς στη χώρα έχει συμβάλει καθοριστικά στην αλλαγή του γενικότερου σκηνικού. Και είναι κρίμα που χρειάστηκε η αντιδραστική και άκρως επικίνδυνη άνοδος ενός δολοφονικού κόμματος για να τεθούν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης θέματα όπως η μετανάστευση, η σεξουαλική ταυτότητα και κάθε δημοκρατικό δικαίωμα Αυτό αποδεικνύει μια κοινωνία πραγματικά στα όρια ενός νευρικού κλονισμού, πανέτοιμη να κάνει το παράλογο άλμα που μπορεί να μετανιώσει ιστορικά και να στοιχίσει σε πάρα πολλούς αυτή τη χώρα”.

Για ποιο λόγο, κατά το παρελθόν υπήρχαν “παρωπίδες” γύρω από τέτοια θέματα;

“Σίγουρα αποτελούσαν ταμπού για την κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε μία βαρεμάρα από πλευράς του κόσμου.“Έλα μωρέ, που θα τα συζητήσουμε αυτά. Τα έχουμε πει και τα έχουμε δει”, έλεγαν. Και προσωπικά αναρωτιόμουν, πού τα έχουν δει; Στα αμερικάνικα σήριαλ; Η Ελλάδα ήταν πάντοτε ανίκανη να ασχοληθεί σοβαρά με οποιοδήποτε θέμα. Και διάφορες συζητήσεις να γινόντουσαν, προσέκρουσαν σε ένα υψωμένο τείχος, από το οποίο δεν μπορούσαν να περάσουν και να εδραιωθούν σε θεσμικό επίπεδο”.

“Κάθε κατεργάρης μπαίνει στον πάγκο του”

Ποιοι ήταν υπεύθυνοι για τη δημιουργία αυτού του τείχους;

“Πρώτα από όλα η χαμηλή στάθμη παιδείας. Παιδεία δεν είναι μόνο πόσους φυσικομαθηματικούς και δικηγόρους βγάζει κάθε χρόνο η χώρα. Έπειτα, η έλλειψη επικοινωνίας των πολιτών ανεξάρτητα από το κράτος και τα πολιτικά κόμματα και κυρίως, η σεμνοτυφία μιας κατά βάθος ανατολίτικης κουλτούρας που δε θέλει να θίξει με ένα ρασιοναλιστικό και ορθολογικό τρόπο κάποια θέματα ή δεν ξέρει πώς να το κάνει. Θεωρώ πως αυτή η σεμνοτυφία ήταν μια πολιτική αντίδραση, που βλέπουμε τώρα και προέρχεται σε ένα τεράστιο μέρος από την ακροδεξιά. Τέτοιες πεποιθήσεις υπήρχαν πάντοτε, αλλά κρύβονταν μέσα στα μεγάλα κόμματα, πίσω από δήθεν αντιαμερικανισμούς και δήθεν πατριωτισμούς. Ήταν μια συγκάλυψη κάτω από άλλα καλύμματα. Το γεγονός ότι πλέον έχουν βγει στην επιφάνεια είναι καλό, γιατί μας αφήνουν τουλάχιστον ελεύθερους να συζητήσουμε ανοιχτά κάποια πράγματα. Κάθε κατεργάρης μπαίνει στον πάγκο του και κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την ψήφο του”.

Σήμερα που τα θέματα αυτά συζητούνται έντονα και απασχολούν πολλούς δημιουργούς, εσείς θα θέλατε να συνεχίσετε προς την ίδια κατεύθυνση;

“Το θέμα της μετανάστευσης το έχω “σκάψει” τόσο σε προσωπικό, όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Έχω κάνει τη θητεία μου πάνω σε αυτό. Δεν θα το αγνοήσω ποτέ, απλά δεν θα είναι το επίκεντρο. Εξάλλου, το έχω κάνει και σε εποχές που το θέμα δεν ήταν τόσο επίκαιρο και κεντρικό στην πολιτική ατζέντα της χώρας. Επιπλέον, με το θέμα της κρίσης παρουσιάζει ενδιαφέρον το πώς διαβρώνονται οι οικογένειες και τι επιπτώσεις έχει στην ψυχοσύνθεση του καθενός, αλλά επίσης είναι καιρός να κάνουμε και ταινίες, λίγο πιο ελπιδοφόρες. Ο κινηματογράφος της τέχνης μπορεί να βυθίζεται μέσα σε έναν κύκλο παράνοιας, κλειστοφοβίας, αυτοκτονίας, και διαστροφής των ενδοοικογενειακών σχέσεων που είναι πολύ της μόδας στο ελληνικό σινεμά, όμως ο λαϊκός κινηματογράφος, αν θέλει να έχει και ένα κοινό, πέρα από ένα σινεφίλ, πολύ περιορισμένο φεστιβαλικό κοινό, θα πρέπει να περνάει και πιο ελπιδοφόρα μηνύματα. Να προσελκύει και τον ανυποψίαστο θεατή”.

“Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα δεν αποφέρει έσοδα”

Μπορεί σήμερα ένας σκηνοθέτης να ζήσει μέσα από αυτή τη δουλειά;

“Στην ελληνική γλώσσα είναι δύσκολο. Παλιά είχε και την εναλλακτική της διαφήμισης, ή έκανε και δουλειές του ποδαριού. Τώρα είναι δύσκολο, γιατί κάποιες ταινίες δεν πληρώνουν και καλά. Γίνονται πάρα πολλές παραγωγές στην Ελλάδα από καινούριους δημιουργούς, αλλά όλα σε επίπεδο εθελοντικό, παρεΐστικο και χωρίς μισθό. Εξ' αρχής, αυτό είναι πολύ καλό για τα καινούρια παιδιά που μπαίνουν στο χώρο, όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί εις αεί, καθώς υπάρχει και το βιοποριστικό θέμα. Ο καλλιτέχνης δεν ζει, τρώγοντας και πίνοντας αέρα. Στην Ελλάδα δεν βγαίνουν χρήματα από το σινεμά, εκτός αν κάνεις μεγάλες παραγωγές τύπου Παπακαλιάτη και Σμαραγδή, όπου συνδέεται το εμπορικό με το τηλεοπτικό κομμάτι”.

Θεωρείτε ότι το κοινό της Ελλάδας έχει μια προκατάληψη προς το εγχώριο σινεμά;

“Προκατάληψη γύρω από τον ελληνικό κινηματογράφο, έχουν εκείνοι που βλέπουν μόνο εμπορικές ταινίες, ή που αποφεύγουν τις πιο “δύσκολες” ή όχι τόσο “αναμενόμενες”. Η προκατάληψη έχει να κάνει και με το θέμα της παιδείας ή ότι τα ελληνικά κανάλια είναι αυτά που είναι. Εγώ δε νομίζω πώς μπορεί κάποιος να έχει προκατάληψη με τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά να βλέπει την καθημερινή σαβούρα στην τηλεόραση που μολύνει το σαλόνι του Δεν μπορείς να έχεις προκατάληψη σε κάτι που δε γνωρίζεις και συνάμα να καταναλώνεις όλα τα “σκουπίδια” που σου σερβίρουν τα κανάλια”.

Πριν από την προβολή του “Δεκαπενταύγουστου” τονίσατε ότι ήταν η μόνη από τις ταινίες σας η οποία είχε μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και λιγότερη στο εξωτερικό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν πιο έντονο το ελληνικό στοιχείο μέσα από τις παραδόσεις και τα έθιμα του λαού;

“Όταν κυκλοφόρησε η ταινία πριν από 10 χρόνια, σε πολλές χώρες φάνηκε λίγο συμβατική εκ πρώτης όψεως. Δεν ήταν όμως ούτε ταινία τέχνης, ούτε εμπορική. Ήταν ένα μείγμα, μια υβριδική ταινία, όπως όλα μου τα φιλμ. Απλά επειδή η συγκεκριμένη δεν διαπραγματευόταν τόσο πολύ το θέμα της βίας ή της σεξουαλικότητας, ή τη μετανάστευσης και είχε μια πιο μεταφυσική χροιά, δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε καλλιτεχνική, ούτε καθαρόαιμη εμπορική. Καλώς ή κακώς, αυτό δυσκολεύει και τον αγοραστή, ο οποίος δεν ξέρει πώς θα πουλήσει το προϊόν και πώς θα το διαφημίσει”.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κ. Γιάνναρης τιμήθηκε από το Δήμο Σύρου – Ερμούπολης για την παρουσία του στο 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο νησί και παρέλαβε από το δημοτικό σύμβουλο Μιχάλη Ζουλουφό αναμνηστικά δώρα του δήμου.