Ο Σταμάτης Κραουνάκης μοιράζεται τις «αλήθειες» του σε μια απολαυστική συνέντευξη

"Αν είσαι αληθινός καλλιτέχνης, πεθαίνεις με το μικρόβιο"

Μαθητεύοντας δίπλα σε μεγάλους «δασκάλους» που δεν φοβήθηκαν να πουν δυνατά την άποψή τους, όπως ο Χατζιδάκις και ο Βουτσινάς, έμαθε να μη «μασάει» τα λόγια του. Έχοντας υπάρξει το «μήλον της έριδος» μεταξύ «λαϊκών» και «διανόησης», χάλασε επανειλημμένως τη μαγιονέζα εκείνων που επιχείρησαν να τον βάλουν σε καλούπι. Όντας αθεράπευτα μολυσμένος από το "μικρόβιο της τέχνης", δηλώνει έφηβος, ακμαίος και έτοιμος να επεκτείνει ακόμη περισσότερο την «κληρονομιά» που θα αφήσει πίσω του. Γι’ αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους, ο Σταμάτης Κραουνάκης, καταφέρνει να σε «ρίξει στον έρωτά του» με μοναδικά όπλα την πληθωρική προσωπικότητά του, αλλά και τις θέσεις του για τη ζωή, τους ανθρώπους, τον πολιτισμό και την πολιτική πραγματικότητα.

Στο πλαίσιο της «Μυστικής Συνάντησής» του με τον δεξιοτέχνη της κιθάρας Παναγιώτη Μάργαρη επί σκηνής του Θεάτρου «Απόλλων», ο αγαπημένος μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής άνοιξε την καρδιά του στην «Κοινή Γνώμη», χαρίζοντας απλόχερα ένα μικρό κομμάτι της σε όλους εκείνους που έχουν δακρύσει, έχουν γελάσει, έχουν ερωτευτεί, και ταξιδέψει με τα τραγούδια του.

Ποια είναι η σχέση σας με το νησί της Σύρου;

«Το είχα επισκεφτεί πολύ παλιά -γύρω στο 1987- με την Άλκηστη (Πρωτοψάλτη), για μία συναυλία . Ό,τι επαφές διατηρώ, είναι μέσα από τον Μάνο Ελευθερίου. Ο Μάνος μου έχει μάθει τη Σύρο και φυσικά, ο Μάρκος (Βαμβακάρης). Παρότι δεν έχω στα ρουθούνια μου την αληθινή μυρωδιά της, το αίσθημά μου από τις βραδινές βόλτες μου στην πόλη, είναι ένα: όλα ευγενικά και στη θέση τους. Είμαι από τους επισκέπτες εκείνους που οσφραίνονται αμέσως την ποιότητα ενός τοπίου. Αυτό που αισθάνθηκα από τη βόλτα μου τη μικρή, από την εικόνα των μαγαζιών και τον τρόπο με τον οποίο είναι στολισμένα χωρίς υπερβολές, είναι το γούστο και η αστική ευγένεια των ανθρώπων, που δεν βρίσκουμε πια εύκολα. Ως ένας άνθρωπος που έχει φάει την πόλη με το κουτάλι, αναζητώ σήμερα αυτή την ηρεμία. Ώρες-ώρες τη θέλω πολύ».

Πώς προέκυψαν οι «Μυστικές Συναντήσεις» σας με τον Παναγιώτη Μάργαρη;

«Η συνεργασία μας ξεκίνησε με μία ερμηνεία του τραγουδιού «Μαμά Γερνάω» για τον δίσκο του Παναγιώτη. Μετά ήρθε και η ιδέα να «γεννήσουμε μαζί κάτι στη σκηνή». Προηγήθηκαν τρεις υπέροχες εμφανίσεις στην Κέρκυρα, στο χωριό του Γκάτσου και σε έναν καθεδρικό ναό στο Μπρίντιζι και φέτος τα Χριστούγεννα, βρεθήκαμε στην όμορφη Σύρο. Το πρόγραμμα δεν είναι ποτέ ίδιο. Πάντα αφήνω τον Παναγιώτη και το φτιάχνει όπως διαισθάνεται εκείνος ότι θα είναι καλύτερα. Εγώ είχα τέτοια λαχτάρα να παίξουμε στο «Απόλλων» που όταν μου είπε μάλιστα ότι θα είναι χωρίς ενίσχυση (μικρόφωνα και τέτοια), είπα ακόμα καλύτερα. Μέσα στη ροή των παραστάσεων που έχουμε και οι δύο στο Ίδρυμα Κακογιάννη ήταν για μένα, σαν μικρή σχολική κοπάνα».

Υπάρχουν «μυστικά» καλλιτεχνικά και δημιουργικά, είτε κρυμμένα στο συρτάρι, είτε έτοιμα να γεννηθούν και να μετουσιωθούν σε νέες προτάσεις, που δεν έχετε αποκαλύψει ακόμα στο κοινό σας;

«Δεν είναι ο χαρακτήρας μου τέτοιος. Επιπλέον, είμαι πια σε μία φάση που έχοντας περπατήσει, ζήσει, γλεντήσει και ευχαριστηθεί πολύ τη δουλειά μου, ενώ υπάρχουν σχέδια, τα αφήνω διαθέσιμα στον χρόνο και όταν έρχεται η στιγμή, ορμάω. Από την άλλη, νιώθω ότι όσες φορές ήμουν ανοιχτός και διαθέσιμος στους άλλους, αυτό πάντα μου έφερνε κάτι δώρο. Το «Φίλα με» για παράδειγμα, που ξαφνικά έγινε το τραγούδι των ερωτευμένων ανθρώπων σε όλη την Ελλάδα, ήταν ένα τέτοιο δώρο. Το ευτύχημα και το υπέροχο είναι πως εκτός από δικά μου τραγούδια, λέω πάρα πολύ ωραία τραγούδια άλλων συνθετών, του Χατζιδάκι, του Τσιτσάνη, του Σουγιούλ που διάλεξε ο Παναγιώτης, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ταιριάζει πολύ η παρουσία μου με την κιθάρα του και η πράξη απέδειξε ότι μια ωραία χημεία γεννιέται».

Πολλοί θα πίστευαν ότι είστε ένας καλλιτέχνης χορτασμένος, που έχει την ανάγκη να κρεμάσει το καπελάκι του και να απολαύσει πίσω από τα φώτα, τους καρπούς της επιτυχίας του.

«Μα τι λέτε; Εγώ αισθάνομαι ότι την αληθινή μου ενέργεια δεν την έχω βγάλει ακόμα. Από δω και πέρα, μπορεί να δώσω το 100% μου. Αν είσαι αληθινός καλλιτέχνης, πεθαίνεις με το μικρόβιο της τέχνης. Δε γίνεται αλλιώς. Μέσα από τη δημιουργία, τα πράγματα είναι ζωντανά και συνεχίζουν να τροφοδοτούν την ψυχή του ανθρώπου. Αυτό μου έχει χαρίσει έναν υπέροχο ύπνο. Γυρνάω μετά τις παραστάσεις και κοιμάμαι ευτυχισμένος. Από την άλλη, είμαι μαχητής. Ξέρω ότι η χώρα μου αυτή τη στιγμή περνάει ένα δύσκολο φεγγάρι, θέλω να είμαι παρών σε αυτό, θέλω να μπορώ να μιλάω γι’ αυτό, να βοηθάω όπως μπορώ- και να είμαι σκληρός εκεί που πρέπει, κυρίως με την εξουσία».

Είστε από τους ανθρώπους που δε μάσησαν ποτέ τα λόγια τους.

«Είχα καλούς δασκάλους και στο σπίτι και στη δουλειά, τον Χατζιδάκι και τον Βουτσινά. Ήταν άνθρωποι που έλεγαν πάντα δυνατά την άποψή τους. Αυτό σίγουρα έχει κόστος. Όμως, ό,τι κόστος και να ‘χει, η αλήθεια νικάει».

Ποιο είναι το κόστος της προσωπικής σου αλήθειας;

«Μπορεί κατά καιρούς να φας πιστολιές, λάσπη, να προσπαθήσουν να σου κάνουν κακό. Από την άλλη όμως, όσο και να εκτίθεμαι, δεν αφήνω τη «διασημότητά» μου να μου δίνει εξυπηρετήσεις. Θα περιμένω στην ουρά μου, να κάνω τη δουλειά μου ή να πάρω το εισιτήριό μου. Μ’ αρέσει να βλέπει ο κόσμος ότι, αυτός ο τύπος που ξέρει και τον θαυμάζει, ή τον σιχαίνεται είναι ένας κανονικός άνθρωπος στην καθημερινότητά του. Στη σκηνή, γίνομαι ο άγγελός μου, η αποστολή μου και αυτή είναι η προσπάθειά μου πάντα πριν ανέβω στη σκηνή. Να αφήνω τον εαυτό μου, το προσωπικό μου στοιχείο πίσω. Εκείνη την ώρα είμαι ο καθρέφτης των ανθρώπων που ήρθαν να με δουν».

Ζούμε βέβαια και σε μια εποχή, που ο κόσμος έχει αρχίσει να απομυθοποιεί αυτές τις «διασημότητες».

«Είναι σαφές. Αυτή τη στιγμή αλλάζει η ανθρωπότητα. Κάποιοι μπορούμε να το καταλάβουμε και να το παρακολουθήσουμε και άλλοι είναι τόσο σαστισμένοι που γίνονται επιθετικοί, υποχωρητικοί, καταθλιπτικοί, ή φωνακλάδες. Πρέπει ο καθένας από μας να ζυγίσει τις δυνάμεις του, να αντέξει η φιλία και η συνευρετικότητα. Η ανταλλαγή σε όλα τα επίπεδα, είναι ένα μεγάλο φάρμακο. Αλλάζει ο κόσμος. Δεν έχει περάσει χειρότερα η Ελλάδα από το 1960. Απλώς τότε, δεν μας είχαν μαντρώσει μπροστά σε μια οθόνη. Ο Ζούκερμπεργκ είναι ένας μεγάλος κατακτητής του 21ου αιώνα. Έχει μεγάλη εξουσία. Μας καταγράφει όλους, μας αποθηκεύει, μας πουλάει και μας αγοράζει. Έχουμε τη μεγάλη ευλογία να ζούμε σε έναν τόπο μαγικό, που μετά την καταιγίδα ξαναγίνονται όλα φως σε πέντε λεπτά. Όσοι περιμένουν κάτι περισσότερο από μια κυβέρνηση εναλλακτική, κατά τη γνώμη μου, τρέφουν φρούδες ελπίδες. Δεν μπορεί ένα αστικό εναλλακτικό «αριστερούλι» κόμμα να κάνει τη δουλειά που θα έκανε ένα σταλινικό κόμμα. Δεν περίμεναν από τον Τσίπρα να δώσει σταλινικές λύσεις, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Θα πρέπει να κάνουμε αυστηρά την κριτική μας, βοηθώντας στην ουσία το γύρω περιβάλλον μας να επιβιώσει. Τη μάνα μας, τα αδέρφια μας, τους φίλους μας, τους ανθρώπους που είναι κάτω από τις προσταγές μας στη δουλειά. Όταν διευθύνεις κάτι εσύ, είσαι η μάνα του λόχου. Εγώ πάντα θα νοιαστώ αν πληρώθηκαν τα παιδιά, αν είμαστε εντάξει, ή αν περίσσεψε κάτι για μένα. Ήμουν πάντα έτσι και τώρα ακόμα περισσότερο. Έπειτα, είμαι σε μια ηλικία που με παίρνει, να μην έχω αγωνία. Αυτό που θέλω ουσιαστικά είναι να ελευθερώσω τα χρόνια που έχω μπροστά μου, μια δεκαετία ακόμα. Νιώθω έφηβος, ότι περπατάω, ότι υπάρχω, ότι ζω, ότι δημιουργώ και θέλω να τα καταφέρω να διατυπώσω δυο-τρία πράγματα ακόμα, τα οποία πιθανώς να είναι χρήσιμα και μετά την αποχώρησή μου».

Η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι είναι μια χώρα που της αρέσει να βάζει ταμπέλες.

«Αυτό βολεύει, το καταλαβαίνω. Σήμερα ψάχνοντας κάποιο τραγούδι μου στο youtube, είδα μια κρίση ενός ανθρώπου από κάτω που έγραφε «επιτέλους, αυτός ο πληρωμένος από το ΠΑΣΟΚ – το τελευταίο που μπορεί να με κατηγορήσει κανείς- ο διασκεδαστής των χρόνων της ευζωίας έγραψε και ένα καλό τραγούδι, αλλά αυτό συμβαίνει μια φορά». Γέλαγα πάρα πολύ. Είπα «κοίτα να δεις, οι άνθρωποι από την ανάγκη τους να χαρακτηρίσουν τα πάντα, μπορούν να πουν και τη μεγαλύτερη κοτσάνα». Δεν με απασχολεί. Οι ταμπέλες βοηθούν πάρα πολύ τους δημοσιογράφους οι οποίοι πλέον έχουν γίνει κι ένας αχταρμάς από τυχαία πρόσωπα που κάνουν εκατομμύρια δουλειές και γράφουν στο facebook και σε εφημερίδες. Έλεγα σε μια φίλη μου δημοσιογράφο «μην αναρτάς στο facebook σαν να είναι η εφημερίδα που δουλεύεις. Μην υποτιμάς δωρεάν το αντικείμενό σου». Ίσως τώρα να έχει περισσότερη σημασία από ποτέ το προσωπικό μας ζύγι. Το ζύγι της σοφίας. Να προσέχουμε τι μοιράζουμε έξω από την ψυχή μας, από τις ιδέες μας. Δεν μπορούμε να τα λέμε όλα χύμα».

Εσάς έχουν επιχειρήσει να σας κατηγοριοποιήσουν; 

«Πολλές φορές, αλλά τους χάλαγα πάντα τη μαγιονέζα για τον α ή β λόγο. Από την ώρα που βγήκα, οι κουλτουριάρηδες με έλεγαν εμπορικό, οι εμπορικοί με λέγανε κουλτουριάρη. Η διανόηση με αποδέχτηκε τελευταία. Ο λαός με αποδέχτηκε πρώτο. Οι διανοούμενοι ήρθαν τελευταίοι να με αναγνωρίσουν, από τον όγκο δουλειάς. Όμως, ακόμα και στα πάρα πολύ δύσκολα χρόνια, δεν κάθισα ήσυχος καθόλου, πήγαινα συνέχεια στα πανεπιστήμια για να ανοίξει το μυαλό μου».