Συνέντευξη του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Κυκλάδων, Γιάννου Μαργαζιώτη, το οποίο επιστρέφει στη Σύρο για 12η χρονιά

«Ο πολιτισμός είναι κοινωνική ανάγκη»

Μια πλειάδα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών θα πλαισιώσουν τις τέσσερις γεμάτες μουσικά χρώματα συναυλίες του 12ου Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Κυκλάδων, το οποίο κάνει αύριο πρεμιέρα στο θέατρο Απόλλων.  

Ο καθιερωμένος μουσικός θεσμός, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του κορυφαίου βιολονίστα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Γιάννου Μαργαζιώτη, θα διεγείρει και φέτος την ψυχή και τον νου όσων επιλέξουν να παρευρεθούν στην αρχόντισσα των Κυκλάδων το Σάββατο 13, την Τρίτη 16, την Πέμπτη 18 και το Σάββατο 20 Αυγούστου 2016.

Με σύνθημα τη φράση « Ὁ βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρά» του Ιπποκράτη (460 π.Χ. - 377 π.Χ), το φεστιβάλ, ταξιδεύει στον χρόνο, θυμάται όλους τους καλλιτέχνες διεθνούς φήμης που το έχουν τιμήσει, όπως οι Λεωνίδας Καβάκος, Nobuko Imai, Michaela Martin, Frans Helmerson, Radovan Vlatkovic, Γιάννης Βακαρέλης, Κώστας Κοτσιώλης, Michel Lethiec, κ.ά, και παρουσιάζει ένα πρόγραμμα πλούσιο και πολυσυλλεκτικό.

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη» ο κ. Μαργαζιώτης αναφέρεται στην καλλιτεχνική διαδρομή της διοργάνωσης, που κατέστησε τη Σύρο κέντρο καταξιωμένων μουσικών από όλο τον κόσμο, στα «απόνερα» της οικονομικής κρίσης, αλλά και στα «πανιά» που αναμένεται να ανοίξει το φεστιβάλ με προορισμό μικρά και μεγάλα λιμάνια των Κυκλάδων.

Μετά από 12 χρόνια συνεχούς παρουσίας, η θέση του Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Κυκλάδων στο πολιτιστικό πρόγραμμα της Σύρου θεωρείται μόνιμη και εξασφαλισμένη. Αυτό είναι κάτι που σας προσφέρει ασφάλεια και σας παροτρύνει να εξελίσσεστε συνεχώς;

«Βασική μας προτεραιότητα είναι να διατηρήσουμε αυτή τη δυναμική μας. Πάντοτε ήταν ένα καθαρόαιμο φεστιβάλ μουσικής δωματίου. Οι συναυλίες μας έχουν σκοπό τη συνεργασία μεταξύ ξένων και Ελλήνων μουσικών. Βέβαια λόγω και της οικονομικής κρίσης που επηρεάζει όλους τους παράγοντες κοινωνικής ή πολιτιστικής ζωής του τόπου, θέλοντας να ανεβάσουμε κάπως το καλλιτεχνικό επίπεδο, προσπαθήσαμε και με τη βοήθεια του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης να διοργανώσουμε τέσσερις συναυλίες, αντί για 7 ή 8 που κάνουμε συνήθως. Νομίζω όμως ότι επανερχόμαστε δυναμικά φέτος, με την έννοια ότι παρουσιάζουμε καθαρόαιμες συναυλίες με καταξιωμένους ερμηνευτές πολύ καλούς μουσικούς τόσο από το εξωτερικό (Ιαπωνία, Τουρκία), όσο και από την Ελλάδα».

Με το πέρασμα των ετών, το φεστιβάλ έχει παρασυρθεί από τα «απόνερα» της οικονομικής κρίσης;

«Μοιραία παρασύρεσαι, διότι υπολείπεσαι σε χορηγίες. Διότι εκεί που μπορεί να είχες έξι χορηγίες τα προηγούμενα χρόνια και σου επέτρεπαν να έχεις ένα πολύ μεγάλο καλλιτεχνικό προγραμματισμό, τώρα είναι λιγότερες. Επιπλέον κάποιοι προτιμούν να δίνουν αλλού προτεραιότητα και κυρίως εκεί, όπου υπάρχει κοινωνική ανάγκη. Βέβαια και ο πολιτισμός είναι μια κοινωνική ανάγκη, διότι αν σκεφτείς ότι κάθε μέρα βαθαίνεις σε μια ύφεση και μια κρίση, πρέπει να υπάρχουν και κάποια «λιμάνια» όπου θα μπορείς να ξεπερνάς τα προβλήματά σου. Όλα, ξεκινούν από τον ψυχισμό. Αν είσαι συνέχεια πεσμένος ψυχολογικά, δεν μπορείς να υποστηρίξεις ούτε την οικογένεια σου, ούτε τη δουλειά σου. Η μουσική και οι τέχνες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, έγιναν παγκόσμιοι πόλεμοι και δε σταμάτησαν ποτέ αυτά τα πράγματα. Επιπλέον, δεν μπορείς να πετάξεις και 12 χρόνια στο καλάθι των αχρήστων, γιατί είναι μια προσπάθεια που πρέπει να συνεχιστεί. Δεν ξέρεις αύριο πώς θα είναι η κατάσταση».

Τι είναι αυτό που σας κάνει να πεισμώνετε και να αντιμετωπίζετε τα προβλήματα που παρουσιάζονται;

«Πρώτα από όλα, η σχέση που έχουμε χτίσει με το κοινό της Σύρου όλα αυτά τα χρόνια, δεύτερον ότι δημιουργείται και ένα τουριστικό ρεύμα, τουλάχιστον τα προηγούμενα χρόνια έρχονταν πάρα πολλοί Παρασκευή – Σάββατο - Κυριακή για τις συναυλίες του φεστιβάλ. Δεν ξέρω πώς θα ανταποκριθεί φέτος ο κόσμος, αλλά είναι κι αυτός είναι ένας παράγοντας. Κι επειδή για εμάς είναι και δουλειά, δε σημαίνει ότι θα τη σταματήσουμε λόγω της κρίσης. Όλοι συνεχίζουμε με κάθε δυνατό τρόπο, ώστε να φανεί «φως στο τούνελ» και να μπορέσουμε να ανακάμψουμε. Επιπροσθέτως, η Σύρος θυμίζει κινηματογραφικό σκηνικό που παρέχει όλα αυτά για να μπορέσεις να λειτουργήσεις στον τομέα της κλασικής. Ο βαθύς μουσικός πολιτισμός που διατρέχει το νησί μας «αγκαλιάζει» κάθε φορά που βρισκόμαστε σε αυτό. Δεν είναι τυχαίο που δημιουργήθηκε αυτό το θέατρο – κόσμημα, το οποίο παρέχει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για να πραγματοποιούνται τέτοιες συναυλίες κλασικής μουσικής. Όλα αυτά αλληλοσυμπληρώνονται. Τέλος, η Σύρος δεν είναι κάποιο άλλο νησί που έχει έντονο τουρισμό με «ξέφρενη» διασκέδαση. Είναι ψυχαγωγός τόπος. Αυτή είναι η διαφορά της από τα άλλα νησιά και δεν πρέπει να το χάσει αυτό. Δεν έχει ανάγκη να γίνει κάτι διαφορετικό, αλλά να διατηρήσει την προσωπική της ταυτότητα». 

Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδια του Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Κυκλάδων;

«Προσπαθούμε διαμέσου του Δήμου και της περιφέρειας να φέρουμε εις πέρας ένα πενταετές πρόγραμμα, το οποίο θα περιλαμβάνει συνολικά 90 συναυλίες. Οι 35 θα είναι για τη Σύρο, στο πλαίσιο του φεστιβάλ τον Αύγουστο, κι οι υπόλοιπες θα πραγματοποιηθούν σε άλλα νησιά του νομού κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στόχος μας είναι να επισκεφτούμε ακόμα και το πιο μικρό νησάκι των Κυκλάδων. Αν καταφέρουμε να εξασφαλίσουμε αυτό το πρόγραμμα, θα είναι μεγάλη προβολή και για το φεστιβάλ και για τον τόπο γύρω από τη Σύρο η οποία είναι η ναυαρχίδα του φεστιβάλ. Οι συναυλίες αυτές θα είναι συνδυασμένες με εκπαιδευτικά προγράμματα σε συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας παρέχουν οι καταπληκτικοί μουσικοί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Για παράδειγμα, θα μπορούμε να στείλουμε πέντε μουσικούς σε κάποιο νησί να παίξουν σε ένα σχολείο και να γνωρίσουν έτσι τα παιδιά από κοντά το όργανο. Για εμάς είναι μεγάλης πνοής έργο. Έχουμε υποβάλλει τη σχετική πρόταση στο νέο ΕΣΠΑ». 

Το έργο αυτό αποτελεί μέρος της προσπάθειας για συνεχή εξέλιξη και ανανέωση του φεστιβάλ;

«Θα λειτουργήσει αμφίδρομα, πρώτον γιατί θα δώσει μια πενταετή πνοή στο φεστιβάλ ώστε να κάνουμε τον καλύτερο δυνατό προγραμματισμό και την ευκαιρία για συναυλίες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους στα νησιά εκείνα, όπου ο κόσμος δεν έχει δει πώς είναι ένα βιολοντσέλο, ή δεν έχει ακούσει Μότσαρτ. Θα τον φέρουν στον κόσμο τους. Πόρτα, πόρτα».