Συνέντευξη του Γιώργη Χριστοδούλου για την παράσταση – ωδή στον ευγενή ρομαντισμό μιας άλλης εποχής «Ο Αττίκ στο Παρίσι… και άλλες ιστορίες»

«Όταν ένα τραγούδι είναι καλό, δεν γερνάει εύκολα»

Στο Παρίσι του Αττίκ θα «ταξιδέψει» το κοινό της Σύρου μέσα από τη φωνή του συνθέτη και ερμηνευτή Γιώργη Χριστοδούλου, σε μια βραδιά αφιερωμένη στον ευγενή ρομαντισμό, την αγνή αγάπη και τον ποιητικό έρωτα.

Η μουσική παράσταση «Ο Αττίκ στο Παρίσι ...και άλλες ιστορίες», που έκανε πρεμιέρα το περασμένο καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών και συνεχίστηκε σε Αθηναϊκά θέατρα, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία, παρουσιάζεται την Κυριακή 4 Ιουνίου στην Έπαυλη Τσιροπινά στην Ποσειδωνία, στο πλαίσιο του προγράμματος «Σύρος – Πολιτισμός 2017».

Στο πρώτο μέρος της βραδιάς ξετυλίγονται τα άγνωστα «χαμένα» τραγούδια του Αττίκ από την εποχή που αυτός ζούσε στο Παρίσι, οι επιτυχίες του που ακολούθησαν , οι έρωτες και η ζωή του, ενώ στο δεύτερο, ο Γιώργης με τη ζεστή φωνή του και τις αφηγήσεις του, ζωντανεύει την ατμόσφαιρα των παλιών καμπαρέ του μεσοπολέμου.

Για ποια γυναίκα γράφτηκε το "Ας ερχόσουν για λίγο", με ποιόν "περίεργο" τρόπο γίνονταν γνωστά τα τραγούδια πριν το ραδιόφωνο, υπήρχε ελαφρύ "επαναστατικό" τραγούδι πριν τον Θεοδωράκη; Αυτά και άλλα τόσα ερωτήματα απαντώνται στη γεμάτη χιούμορ και συγκίνηση παράσταση του Γιώργη Χριστοδούλου τον οποίο συνοδεύει ο ταλαντούχος Χάρης Σταυρακάκης στο πιάνο και το ακορντεόν.

«Ο Αττίκ στο Παρίσι» αποτελεί ένα μουσικό ταξίδι στο παρελθόν. Σε μια εποχή, όπου η μουσική βιομηχανία της χώρας προσπαθεί να «αναστηθεί», συμβαδίζοντας με τις σύγχρονες τάσεις και την τακτική της εφήμερης εμπορικότητας, πόσο δύσκολο είναι το «στοίχημα» για έναν καλλιτέχνη να κοιτάξει πίσω, χωρίς ωστόσο να κλείσει τις πόρτες μπροστά του;

«Η παράσταση δεν περιέχει την παραμικρή νοσταλγία, είναι μόνο ένας φόρος τιμής σε έναν συνθέτη στον οποίο πιστεύω πως αξίζει να αφιερώσουμε περισσότερη προσοχή και τιμή. Πρόκειται για ανέκδοτο υλικό του Αττίκ, χαμένο για χρόνια, αδισκογράφητο. Γράφτηκε σε εποχές άλλες, ναι, επειδή η μουσική του αξία όμως είναι μεγάλη, θεωρείται ήδη κλασικό. Από την άλλη μεριά, η βιομηχανία είναι βιομηχανία κι εγώ δεν μπορώ να πω ότι ενδιαφέρομαι να μπω σε διαδικασίες που παράγουν βιομηχανοποιημένα τραγούδια και καριέρες βασισμένες στο μάρκετινγκ».

Ποιες είναι οι «γέφυρες» ανάμεσα στο έργο του Αττίκ και τη δική σου μουσική ταυτότητα, που σου έδωσαν το ερέθισμα να ερευνήσεις, να ανακαλύψεις και να αναδείξεις μέσα από το προσωπικό σου στυλ και ύφος αυτόν τον θησαυρό;

«Αγαπώ τον Αττίκ γιατί συνδυάζει με εξαιρετικά δεξιοτεχνικό τρόπο τη βαθιά συγκίνηση και το χιούμορ στη μουσική και τους στίχους του κι επιπλέον έχει την χαρακτηριστική του ευγένεια, η οποία με γοητεύει. Από κει και πέρα, βασιζόμενος στις παρτιτούρες, προσθέτω τα δικά μου στοιχεία, φτιάχνοντας έναν ήχο πιο προσωπικό».

Όταν ξεκίνησες το «ταξίδι», είχες αγωνία για το αν θα έβρισκες αρκετούς συνοδοιπόρους σε αυτό; Με δεδομένο ότι διατηρείς ένα χαμηλό προφίλ, απέχοντας συνειδητά από τα «φώτα» που δεν είναι κοντά στη δική σου ιδιοσυγκρασία, σε απασχόλησε το ζήτημα της ανταπόκρισης και της αποδοχής;

«Η αποδοχή ξεκίνησε από τους ανθρώπους που δέχτηκαν να βοηθήσουν. Διότι αυτή η διαδρομή ξεκίνησε το 2013, όταν βρήκα την πρώτη παρτιτούρα σε ένα παλαιοπωλείο του Παρισιού, όμως μετά ακολούθησε μια έρευνα και μια εργασία που διήρκησε σχεδόν τρία χρόνια. Συλλέκτες, πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, εφημερίδες, άνθρωποι που για κάποιο λόγο είχαν μια σχέση με τον Αττίκ, βοήθησαν για να συγκεντρωθεί το υλικό. Χαίρομαι που η δουλειά αυτή είχε τόσο μεγάλη αποδοχή κι έγινε sold out από την πρώτη παρουσίαση της στο Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 2016.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια πολλές παραστάσεις ήταν αφιερωμένες στους δημιουργούς του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού, τι είναι αυτό που διατηρεί μέχρι και σήμερα ζωντανή εκείνη την εποχή;

«Οι εποχές εκείνες δεν ήταν καλές, ας μη γελιόμαστε. Πόλεμοι, προσφυγιά, ανέχεια, αναλφαβητισμός... Κι όμως, υπήρχαν ταλαντούχοι άνθρωποι που έγραφαν υπέροχα τραγούδια. Αυτά είναι που έμειναν γιατί γραφόντουσαν, γιατί οι άνθρωποι αυτοί έγραφαν αβίαστα, σαν το νερό που κυλάει, έτσι ήταν η έμπνευσή τους».

Ως ένας δημιουργός που του αρέσει να υμνεί μέσα από τη δουλειά του τον ευγενή ρομαντισμό, την αγνή αγάπη και τον ποιητικό έρωτα, σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να ζεις σε λάθος εποχή;

«Όχι, ποτέ, δεν νοσταλγώ καμμιά περασμένη εποχή, αυτό που συμβαίνει είναι πως τα τραγούδια δεν είναι αντικείμενα να παλιώνουν. Ειδικά, όταν ένα τραγούδι είναι καλό, δεν γερνάει εύκολα. Ο ρομαντισμός και η αγάπη θα υπάρχουν σε όλες τις εποχές, δεν είναι προσόν μόνο μιας».

Τι έχεις κερδίσει μέχρι σήμερα από την παράσταση αυτή, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πέρυσι στο Φεστιβάλ Αθηνών και συνεχίζει την επιτυχημένη πορεία του;

«Τη χαρά να κάνω γνωστό στον κόσμο μια άγνωστη πτυχή του έργου μεγάλων συνθετών που αξίζουν μεγαλύτερη προσοχή. Και φυσικά τη χαρά να τραγουδήσω σε πρώτη εκτέλεση έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Αυτό είναι όνειρο για κάθε τραγουδιστή και είμαι ευγνώμων».

Ποιο τραγούδι της παράστασης αφιερώνεις στη Σύρο, η οποία θα σε υποδεχτεί την Κυριακή 4 Ιουνίου στην επιβλητική Έπαυλη Τσιροπινά, στην Ποσειδωνία;

«Το ξέρεις πως ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε δηλώσει πως ο Αττίκ ήταν ο αγαπημένος του συνθέτης; Όταν το διάβασα το βρήκα πολύ συγκινητικό. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα κομμάτι θα ήταν φυσικά το «Ζητάτε να σας πω», το πιο κλασικό τραγούδι του Αττίκ, το οποίο αφιέρωσε στο κοινό του».

 

Ετικέτες: