Συνέντευξη της νεαρής ηθοποιού – τραγουδίστριας Ελεάννας Φινοκαλιώτη με αφορμή τη συμμετοχή της στο μουσικοθεατρικό αφιέρωμα στην ελληνική οπερέτα «Ας θυμηθούμε τα παλιά», στο Φεστιβάλ Τήνου 2019

«Αποζητώ την επικοινωνία με κάθε τρόπο»

Η υποκριτική και το τραγούδι αποτελούν για την Ελεάννα Φινοκαλιώτη δύο μεγάλες αγάπες, που καταλαμβάνουν ισάξια θέση στην καρδιά της. Στην ερώτηση «τι προτιμά να είναι, ηθοποιός ή τραγουδίστρια;», ούτε η ίδια γνωρίζει την απάντηση γιατί, πολύ απλά, η ανάγκη της για επικοινωνία αποτελεί τη γέφυρα που ενώνει όλες τις πτυχές της, διαμορφώνοντας μία ξεχωριστή καλλιτεχνική προσωπικότητα, που μας υπόσχεται πολλά.

Η νεαρή καλλιτέχνης, η οποία πριν από μερικά χρόνια, συστήθηκε στο κοινό της Σύρου, στο πλευρό του δεξιοτέχνη της κλασικής κιθάρας Παναγιώτη Μάργαρη, σαλπάρει σε λίγες ημέρες για το νησί της Τήνου. Ο λόγος; Η εμφάνισή της στη μουσικοθεατρική παράσταση «Γαζίες και Γιασεμιά - Ας θυμηθούμε τα παλιά», η οποία παρουσιάζεται τη Δευτέρα 5 Αυγούστου, στα Λουτρά, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Τήνου 2019.

Σε συνέντευξή της στην «Κοινή Γνώμη», η ταλαντούχα Ελεάννα Φινοκαλιώτη που έχει στο ενεργητικό της συμμετοχές σε μεγάλες θεατρικές παραγωγές όπως, το «Καμπαρέ» σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, η «Παναγία των Παρισίων» της Σοφίας Σπυράτου και «Χτυποκάρδια στο θρανίο» του Λάκη Λαζόπουλου, αναφέρθηκε στη συνεργασία της με τον σκηνοθέτη και χορογράφο Γιούργκεν Κυριάκης για το προσεχές αφιέρωμα στην ελληνική οπερέτα, καθώς και στα μέχρι σήμερα καλλιτεχνικά της βήματα.

Σε λίγες ημέρες, μια λαμπρή εποχή θα ζωντανέψει ξανά στο νησί της Τήνου. Πώς προέκυψε η πρόταση για τη συμμετοχή σας σε αυτό το μουσικό νοσταλγικό ταξίδι στις γειτονιές της παλιάς Αθήνας του ρομαντισμού;

«Η πρόταση μου έγινε μόλις επέστρεψα από τη Νέα Υόρκη. Δεν είχε συμπληρωθεί ούτε ένα εικοσιτετράωρο που βρισκόμουν στην Ελλάδα και χτύπησε το τηλέφωνο. Με ενημέρωσαν γι’ αυτή τη δουλειά, που ξεκινάει από την Τήνο τη Δευτέρα 5 Αυγούστου και θα παρουσιαστεί μελλοντικά τόσο στις Σπέτσες, όσο και σε άλλους σταθμούς. Ο τίτλος της παράστασης είναι «Ας θυμηθούμε τα παλιά». Πρόκειται για ένα μουσικοχορευτικό αφιέρωμα στην ελληνική οπερέτα. Τη σκηνοθετική και χορογραφική επιμέλεια υπογράφει ο Γιούργκεν Κυριάκης, ο οποίος αναζητούσε μία ηθοποιό που τραγουδάει κι έτσι επικοινώνησε μαζί μου για να ενσωματωθώ στην παράσταση».

Ποια η σχέση σας με το συγκεκριμένο μουσικό είδος;

«Αγαπώ την οπερέτα, μου αρέσει να την ακούω, έχω κληθεί πολλές φορές μέσα από θεατρικές παραστάσεις να ερμηνεύσω κάποια τραγούδια, αλλά ως είδος δεν το έχω υπηρετήσει εις βάθος. Μου αρέσει γιατί είναι κομμάτι της ιστορίας μας, κομμάτι της αλυσίδας του μουσικού πολιτισμού μας και βέβαια βρίσκεται μέσα στο DNA και τις ρίζες μας. Όλοι, λίγο-πολύ ξέρουμε αυτά τα τραγούδια, τα έχουμε ακούσει και τα έχουμε αγαπήσει. Οπότε είναι όμορφο να αποτελείς κομμάτι μιας τέτοιας παράστασης. Η παλιά Αθήνα, η πρώτη οπερέτα, οι ορχήστρες, οι άριες, τα ντουέτα έχουν κάτι το νοσταλγικό».

Σας γοητεύει το γεγονός ότι η οπερέτα εμπεριέχει αρκετές μορφές τέχνης (θέατρο, μουσική, χορό);

«Η τέχνη εν τη γενέσει της είναι πολυδιάστατη, οπότε σίγουρα μια τέτοια μορφή που τα συνδυάζει όλα είναι επιτομή για έναν καλλιτέχνη, που αναζητά την έκφραση. Στην παράσταση συμμετέχουν η Τζίνα Φωτεινοπούλου (σοπράνο), ο Δημήτρης Σιγαλός (τενόρος), ο Μιχάλης Κατσούλης (Βαρύτονος), εγώ ως ηθοποιός που θα τραγουδήσω και ο μαέστρος Δημήτρης Γιάκας στο πιάνο. Επιπλέον έχουμε ένα εξαμελές χορευτικό σχήμα, αποτελούμενο από τους Α. Κορούτη, Α. Νότη, Γ. Κυριάκη, Ζ. Παλαμάρη, Ι. Παλάσκα, Χ. Καφετζή και ένα πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό. Ταυτόχρονα, βλέπεις πώς όλα αυτά μαζί παντρεύονται. Γιατί η οπερέτα είναι το κατάλληλο είδος για τέτοιου είδους πάντρεμα».

Ακούγοντας κανείς τον τρόπο με τον οποίο μιλάτε για τη δουλειά σας, θα έλεγε πως «γεννηθήκατε καλλιτέχνης»; Η αγάπη σας για την τέχνη εκδηλώθηκε από νωρίς ή χρειάστηκε κάποιος χρόνος μέχρι να δείτε τον εαυτό σας μέσα σε αυτήν;

«Σε ηλικία 17,5 ετών βρισκόμουν στη γειτονιά μου, στη Νεάπολη (Λασιθίου) και άκουγα κάποια παιδιά να παίζουν κιθάρες. Ήμουν ανάμεσά τους και τραγουδούσα. Ο μπασίστας με άκουσε και είπε στον κιθαρίστα «ρε συ, αυτή έχει καλή φωνή. Δεν την παίρνουμε μαζί μας;». Εγώ ντρεπόμουν πάρα πολύ, γιατί στο σχολείο ήμουν απλά μία πολύ καλή μαθήτρια. Δε συμμετείχα σε κάποιο καλλιτεχνικό σχήμα, αν και όνειρό μου ήταν το θέατρο. Τότε στον Άγιο Νικόλαο, στην Κρήτη δεν υπήρχαν θεατρικές ομάδες. Αφότου έφυγα δημιουργήθηκαν κάποιες, αλλά όσο ήμουν εκεί, δεν είχαμε. Έκανα αρκετό χορό, όμως δεν είχα επαφή με μουσική και θέατρο. Εκείνη τη μέρα, με άκουσε το παιδί και μου ζήτησε να πω ένα τραγούδι. Πήγα αγχωμένη για πρόβα και θυμάμαι ότι το πρώτο live που έγινε ήταν έξω, στην πλατεία. Είχαν βάλει μεγάφωνα και συμμετείχαν πολλές μουσικές μπάντες. Όταν μου ζήτησαν να βγω και να κάνω soundcheck, 6-7 το απόγευμα, μπροστά σε πολλούς ντόπιους και τουρίστες που περνούσαν από το συγκεκριμένο σημείο, είχε παγώσει το αίμα μου. Ξεκίνησα να τραγουδάω και κάποιοι άνθρωποι κοίταξαν, κάποια αυτοκίνητα σταμάτησαν. Ρώτησα «γιατί συμβαίνει αυτό;». «Γιατί αρέσεις. Μην κολλάς», μου είπε ο μπασίστας και κάπως έτσι ξεθάρρεψα και άρχισα να τραγουδάω. Με αυτή την εμφάνιση έγινε το βάπτισμα του πυρός, παρόλο που δεν ήταν κάτι επαγγελματικό».

Και πότε πήρατε την απόφαση να αφιερωθείτε στη μουσική και την υποκριτική;

«Στη συνέχεια πήγα στην Αθήνα ως φοιτήτρια. Γρήγορα εγκατέλειψα το Μαθηματικό Τμήμα και άρχισα να σπουδάζω θέατρο. Παράλληλα, γράφτηκα σε ένα ωδείο και σχεδόν αμέσως, έπιασα δουλειά ως ηθοποιός. Κάποια στιγμή έκανα και κάποια λάιβ με μουσικά σύνολα σε διάφορα μέρη και το 2014-2015 ήρθε η ακρόαση του Παναγιώτη Μάργαρη στο Half Note, ο οποίος έψαχνε ηθοποιό να τραγουδάει χωρίς μικρόφωνο. Ήθελε κυρίως σκηνική ερμηνεία. Εγώ τότε έλειπα στην Αγγλία για κάποια σεμινάρια και στην επιστροφή μου, πήγα στην ακρόαση του Παναγιώτη, με πήρε και ξεκινήσαμε τη συνεργασία, η οποία διήρκησε δύο ολόκληρα χρόνια. Εμφανιζόμασταν μαζί στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης κάθε Σάββατο και στη συνέχεια κάναμε και περιοδεία, στο πλαίσιο της οποίας ήρθαμε και στο Θέατρο Απόλλων, στην Ερμούπολη. Ένας ακόμη καρπός αυτής της συνεργασίας ήταν ο δίσκος μας «Ταξίδια ψυχής», που κυκλοφόρησε από την Polymusic». Ο κύκλος αυτός έχει κλείσει, ωστόσο με τον Παναγιώτη είμαστε πάντα σε επικοινωνία για κάποια μελλοντική εμφάνιση».

Ποια από τις δύο μορφές τέχνης, τις οποίες υπηρετείτε με το ίδιο πάθος, θα μπορούσαμε να πούμε πως έχει ένα μικρό-μικρό προβάδισμα στην καρδιά σας, όταν σβήνουν τα φώτα;

«Ο μεγάλος καημός είναι το σανίδι. Άσε που αυτό τα εμπεριέχει όλα, γιατί ουσιαστικά είναι ο τρόπος επικοινωνίας. Δηλαδή αποζητούμε να είμαστε εκεί πάνω είτε ως ηθοποιοί, είτε ως τραγουδιστές είτε ως συνδυασμός τους, γιατί το τελικό ζητούμενο είναι η επικοινωνία. Κάτι θέλουμε να πούμε. Ακόμη και το τραγούδι έχει μια ιστορία. Δεν είναι μόνο να πατήσεις πάνω στις μελωδίες και τις νότες, αλλά να αφηγηθείς και την ιστορία που κρύβουν οι στίχοι. Κάθε φορά που με ρωτάνε «τι είσαι, ηθοποιός τραγουδίστρια, το προτιμάς;», έχω αναρωτηθεί κι εγώ. «Για να με ρωτάνε, ίσως πρέπει να βρω μια απάντηση». Εκεί που καταλήγω είναι ότι αποζητώ την επικοινωνία με όποιον τρόπο κι αν αυτή επιτυγχάνεται. Βέβαια, όταν έρχονται τέτοιες προτάσεις όπως το αφιέρωμα στην οπερέτα, εκεί είναι το απόγειο. Διότι μέσα στην παράσταση θα έχεις και πρόζα και επικοινωνία με το συνάδελφο μέσα από κάποια συνθήκη θεατρική, αλλά θα έρθει και η στιγμή ενός τραγουδιού. Πάντα όμως μέσα από μια συγκεκριμένη ερμηνεία».

Σε ποιες άλλες παραστάσεις, που συνδύαζαν τραγούδι και πρόζα, είχατε τη χαρά να λάβετε μέρος;

«Η πρώτη μου ήταν η ζωή του Μίκη Θεοδωράκη «Ποιός τη Ζωή μου...». Οι πιο πρόσφατες ήταν το «Καμπαρέ» του Σωτήρη Χατζάκη, πριν από ενάμιση χρόνο στο Παλλάς, η «Παναγία των Παρισίων» της Σοφίας Σπυράτου που είχε πολύ κίνηση, τραγούδι, πρόζα και τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» του Λάκη Λαζόπουλου. Το πρωί ήμουν τσιγγάνα και το βράδυ μαθήτρια. Λατρεύω το μιούζικαλ. Είναι κάποια συγκεκριμένα, στα οποία έχω μεγάλη αδυναμία, όπως το «Καμπαρέ». Από μικρή είχα μια ιδιαίτερη έλξη γι’ αυτό. Πρέπει να το έχω δει πάνω από 25 φορές. Λατρεύω τα μάτια της Λάιζα Μινέλι. Την πρώτη φορά που το είδα με καθήλωσε. Το έβλεπα ξανά και ξανά για χάρη της. Αυτό βέβαια που οραματιζόμαστε εμείς η νέα γενιά καλλιτεχνών είναι να γραφτούν νέα μιούζικαλ, νέα πράγματα που να αφορούν το σήμερα».