Συνέντευξη με τον γνωστό κωμικό Γιώργο Χατζηπαύλου για την 4η σόλο παράστασή του με τίτλο «Τάιμινγκ», που παρουσιάζεται στο Συριανό κοινό το προσεχές Σάββατο

«Το stand-up comedy είναι ένας ζωντανός οργανισμός»

Ο χρόνος κύλησε και το σύμπαν έκρινε ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για την επιστροφή του Γιώργου Χατζηπαύλου στη Σύρο. Ο αγαπημένος stand-up κωμικός έρχεται ξανά στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων για να παρουσιάσει τη νέα του παράσταση με τίτλο «Tάιμινγκ», το επόμενο βήμα μετά από το επιτυχημένο «Σχεδόν Σαράντα».

Στην τελευταία δουλειά του, ο Γιώργος αναζητά, εντοπίζει και καταγράφει όλα τα αστεία και παράλογα που υπάρχουν, τόσο στις μικρές όσο και στις μεγάλες στιγμές της ζωής μας σήμερα. Όλα όσα ζούμε, όσα βλέπουμε και όσα σκεφτόμαστε, λογικά ή παράλογα, σημαντικά ή ασήμαντα σατιρίζονται με καταιγιστικό ρυθμό. Αυτή η παράσταση stand-up κωμωδίας έχει στόχο να αποκαλύψει πώς μπορεί ο καθένας να εντοπίσει τη σημαντικότερη μέρα της ζωής του αλλά κυρίως να συγχρονιστεί μαζί της.

Με αφορμή την παράστασή του στο Θέατρο Απόλλων, που διοργανώνεται το Σάββατο 13 Απριλίου 2019 και ώρα 21:00 από την εταιρεία παραγωγής “Action Εστί”, ο Γιώργος Χατζηπαύλου μιλάει στην «Κοινή Γνώμη» για τη στιγμή που επέλεξε να παίζει αποκλειστικά σε θεατρικούς χώρους, αλλά και όλες εκείνες τις στιγμές που τον εμπνέουν δημιουργικά για να τις γράψει, να τις διανθίσει και να τις μοιραστεί με το κοινό του.

Θα έλεγε κανείς ότι η Σύρος αποτελεί έναν αγαπημένο «σταθμό σας», καθώς στο παρελθόν σας έχουμε απολαύσει άλλες τρεις φορές στο νησί, με τον Λάμπρο Φισφή, τον Alistair Barrie και φυσικά σόλο. Ποια στοιχεία του νησιού σας έχουν κερδίσει ώστε να το συμπεριλαμβάνετε με χαρά στην περιοδεία σας;

«Αυτό που θυμάμαι από την πρώτη επίσκεψή μου στη Σύρο είναι το θέατρο, πριν ακόμα ξεκινήσει η παράσταση και διαπιστώσει κανείς ότι το κοινό είναι εκπληκτικό και ζεστό. Το να εμφανίζομαι σε αυτό είναι μια μοναδική εμπειρία. Την πρώτη παράσταση που έκανα μόνος μου, το «Σχεδόν Σαράντα», τη βιντεοσκόπησα για το αρχείο μου, έχοντας στο μυαλό μου την όμορφη εκείνη που βραδιά που είχαμε περάσει επί σκηνής με τον Λάμπρο Φισφή. Το έκανα όχι μόνο για τη θυμάμαι, αλλά και να τη βλέπω. Οπότε, η Σύρος είναι ένας τόπος, που επιδιώξαμε εξ’ αρχής να συμπεριληφθεί στο πρώτο κομμάτι της περιοδείας μου. Γι’ αυτό και η χαρά μου που επιστρέφω σε αυτήν, είναι πολύ μεγάλη».

Η υποδοχή που σας επιφυλάσσει το κοινό σε κάθε τόπο αποτελεί βασικό κριτήριο στην επιλογή των πόλεων που θα επισκεφτείτε μελλοντικά;

«Γενικά, δεν έχω παράπονο. Αυτή τη στιγμή, δε μπορώ να θυμηθώ μία πόλη που να είπα «τα πράγματα δεν ήταν καλά εκεί». Δεν υπάρχουν πολιτισμικές αντιθέσεις. Η Ελλάδα είναι μια χώρα μικρή, το διαδίκτυο λειτουργεί πολύ καλά στην κατεύθυνση της κατανόησης, της γνώσης, της εμπειρίας σε όλα τα είδη του θεάματος και από κει και πέρα υπάρχουν μικροποιότητες που αλλάζουν. Δηλαδή, αν το άριστα είναι το 10, υπάρχει μια απόκλιση από το 9 έως το 9,5».

Έχετε μπει ποτέ στη διαδικασία να κάνετε κάποια σύγκριση αναφορά με τις αντιδράσεις των θεατών; Να σκεφτείτε σε ποια πόλη το κοινό γέλασε λιγότερο και σε ποια περισσότερο;

«Όχι, γιατί για μένα η παράσταση είναι ένα ενιαίο πράγμα. Μπορεί να χωρίζεται σε πολλά κομμάτια, αλλά πρόκειται για ένα σύνολο και προσπαθώ να υπάρχει μια ομοιογένεια αφενός στους χώρους που παίζω, να είναι όλοι λειτουργικοί, είτε είναι θέατρο είτε κινηματογραφική αίθουσα, να μπορούν να διαμορφωθούν ποιοτικά με τον ήχο και τα σωστά φώτα. Οπότε με απασχολεί κυρίως αυτό που κάνω, να παρουσιάζεται στην κανονική του μορφή, όπως εγώ το ‘χω σχεδιάσει. Το θέαμα στην Ελλάδα δεν είναι αχανές τοπίο ώστε να πεις ότι ένας θεατής είναι πιο καλά εκπαιδευμένος από έναν άλλον. Παραστασιακή εμπειρία μόνο. Μπορεί κάποιος να ‘χει δει περισσότερες παραστάσεις και κάποιος λιγότερες. Αυτό δεν προσμετράται όμως στα συν και στα πλην, είναι ένα γεγονός. Εγώ δεν ξεκινάω ποτέ με το σκεπτικό «ας ελπίσουμε ότι θα είναι μια καλή παράσταση». Έχω προετοιμαστεί πολύ πριν για να είναι η κατάσταση τέτοια ώστε να απολαύσει την παράσταση».

Παλαιότερα, το stand-up ήταν ένα είδος περισσότερο ταυτισμένο με τα μαγαζιά, ωστόσο εσείς είστε από εκείνους που πάτησαν το θεατρικό σανίδι και συνεχίζουν να το κάνουν με την ίδια αφοσίωση και επιτυχία.

«Εγώ δεν παίζω καθόλου σε μαγαζιά. Παίζω αποκλειστικά σε θέατρα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αυτό ήταν ο στόχος μου. Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη παίζω σε θέατρα εδώ και μια δωδεκαετία. Σιγά σιγά έγινε και σε άλλες πόλεις, όχι αστικά κέντρα. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικά, γιατί κι εσύ αισθάνεσαι ότι όλα λειτουργούν γύρω σου και ο θεατής πάντοτε νιώθει πιο άνετα. Δεν τον απασχολεί ούτε το ποτό, ούτε το τσιγάρο. Είναι μια σχέση μεταξύ κωμικού-θεατή και ανάμεσά τους παρεμβάλλεται το κείμενο, το act. Συνεπώς, η χαρά που αισθάνεσαι ότι επισκέπτεσαι έναν χώρο, βασίζεται και στον ίδιο το χώρο. Όλα βοηθούν. Όταν ο θεατής μπαίνει σε ένα θέατρο πανέμορφο, υπάρχει από την αρχή μία θετική διάθεση. Με αυτό το σκεπτικό, δύο πράγματα με κάνουν να χαίρομαι που επιστρέφω στη Σύρο. Το ένα είναι η εκπληκτική εμπειρία από την παράσταση με τους ανθρώπους που ήρθαν και την παρακολούθησαν και η δεύτερη ότι το κομμάτι γύρω μας αισθητικά και λειτουργικά ήταν άριστο».

Ο λόγος που το stand-up άργησε να μπει στο θέατρο οφείλεται στην τύχη ή απλά στο ότι δε του δόθηκε έγκαιρα χώρος από παραγωγούς και επιχειρηματίες;

«Δεν ξέρω ακριβώς. Καταρχάς, ακόμα γίνεται σε μαγαζιά, απλά τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα γιατί πλέον υπάρχει μία διαμόρφωση του χώρου, δεν είναι ένα πράγμα το οποίο αφήνεται στην τύχη του. Αν δηλαδή το μαγαζί συνεργαστεί σωστά, μπορούν να γίνουν πολύ ωραίες παραστάσεις σε μαγαζιά. Η άποψή μου από παλιά ήταν ότι η χωροταξία, όπου κι αν παίξεις, είτε σε μπαρ, είτε σε καφετέρια, είτε σε μουσική σκηνή να προσομοιάζει σε εκείνη του θεάτρου για να μπορεί ο θεατής να είναι συγκεντρωμένος στη σκηνή χωρίς να τον απασχολεί τίποτα άλλο. Δεν ήταν θέμα απόρριψης. Τα πράγματα προχωρούν σιγά-σιγά. Το θέατρο στο οποίο έπαιξα εγώ πρώτη φορά ήταν του Γιώργου Κιμούλη.  Ήταν η πρώτη stand-up παράσταση που έγινε σε θέατρο για σεζόν. Από μία παραδρομή της τύχης, από μία σύμπτωση βρέθηκα εκεί μαζί με τον Σίλας Σεραφείμ και είδα ότι λειτουργώ πολύ καλύτερα εκεί. Και από τότε αποφάσισα, ότι θα συνεχίσουμε σε θέατρα. Έψαξα, βρήκα, συζητήσαμε, μας εμπιστεύτηκαν. Αυτό μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται στόχος και για όλες τις υπόλοιπες πόλεις. Και τώρα όλα πηγαίνουν εξαιρετικά. Υπάρχει ένα δίκτυο συνεργατών και ανθρώπων που επιθυμούν η παράσταση να γίνει στο θέατρο ή τον κινηματογράφο τους, οπότε έχει μπει σε μία τάξη».

Ποια είναι τα θέματα με τα οποία καταπιάνεστε στη νέα παράστασή σας «Tάιμινγκ»;

«Οι παραστάσεις stand-up, γενικότερα, πιάνουν άπειρα θέματα, απλά χωρίζονται σε μικρές και μεγάλες ενότητες και όλα αυτά, στις δικές μου τουλάχιστον δουλειές, μπαίνουν κάτω από μια ομπρέλα. Η ομπρέλα εδώ είναι το πώς μπορεί κανείς να συντονιστεί με τις πολύ σημαντικές στιγμές της ζωής του και να μην υπάρχουν μόνο αναμνήσεις ευχάριστες ή δυσάρεστες αλλά να υπάρχουν ως συνείδηση ότι αυτά τα πράγματα επηρέασαν τη ζωή μου και με έκαναν αυτό που είμαι. Κι επειδή σε αυτές τις στιγμές, συμπεριλαμβάνονται και οι δύσκολες, αυτός είναι ένα πρώτης τάξεως υλικό για κωμωδία. Από κει και πέρα, το stand-up έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, κοινωνικά αλλά και καθημερινά. Αυτά τα τρία είναι που δημιουργούν την παράσταση, όλα ιδωμένα μέσα από το χιούμορ. Όσο προσωπικά κι αν ακούγονται, πάντοτε υπάρχει ταύτιση, γιατί αφενός ο θεατής παρακολουθεί ένα storytelling κωμικού, οπότε από μόνο του αυτό τον διασκεδάζει, αφετέρου πράγματα που ακούει, αφορούν και τον ίδιο ή τα έχει ζήσει. Για μένα αυτή η παράσταση είναι το επόμενο βήμα από το «Σχεδόν Σαράντα», που ήταν μια καταγραφή γεγονότων και εκτιμήσεων. Το «Timing» είναι το πνευματικό, ψυχολογικό και φιλοσοφικό πράγμα της ζωής μου, πώς τη βλέπω, τι γίνεται γύρω μου και γιατί αισθάνομαι έντονα ότι το παρελθόν υπάρχει και στο παρόν».

Υπάρχουν θέματα που αποτελούν επιτυχημένη συνταγή για ένα stand-up και θέλετε συχνά να εντάξετε στις παραστάσεις σας;

«Όχι. Στην κωμωδία και ειδικά στο stand-up δεν υπάρχει το λεγόμενο «σουξέ», γιατί όταν είσαι ο δημιουργός του κειμένου αυτό που έχει σημασία είναι να εκπλήξεις το θεατή αλλά καμιά φορά και τον ίδιο σου τον εαυτό για το πώς λειτούργησε μέσα από διάφορες τεχνικές και δοκιμές. Υπάρχουν σαφώς θέματα που είναι αγαπημένο για τον κάθε κωμικό, αλλά ο τρόπος που τα προσεγγίζει κανείς, κάνει τη διαφορά. Δεν υπάρχει μια συνταγή, ένα πάτημα σίγουρο, μία τεχνική η οποία δουλεύει 100% και από την άλλη, αν υπήρχε, πόσες φορές να επαναληφθεί; Το stand-up είναι ένα είδος που εξελίσσεται συνεχώς. Ένας ζωντανός οργανισμός, αλλάζει διαρκώς και αυτή είναι η ομορφιά. Το να το παρακολουθείς και να ενσωματώνεις την εξέλιξη του είδους σε συνδυασμό με τη δική σου εξέλιξη, ως κωμικός και ως άνθρωπος».