«Υφάντρες», μια εξαιρετική εμπειρία πολιτισμού στην Ερμούπολη

  • Τετάρτη, 17 Αυγούστου, 2022 - 14:30

Η Τζένη Γεωργάκη (Δρ Αρχαιολόγος-Διπλ. Ξεναγός Υπουργείου Τουρισμού) αναφερόμενη στην εμπειρία της από το εργοστάσιο Ζησιμάτου και την παράσταση "Υφάντρες" είπε, "πριν από λίγους μήνες είχα την τύχη να βρίσκομαι ξανά στην αγαπημένη μου Ερμούπολη και να επισκεφθώ τον εντυπωσιακό χώρο του Εργοστασίου Ζησιμάτου με την ευκαιρία της πιλοτικής δράσης «Ο δρόμος της κλωστής» (σε σύμπραξη του Πανεπιστημίου Αιγαίου και της -βραβευμένης με Tourism Awards 2022- Hermoupolis Heritage).

 

Στις 8 Αυγούστου ξαναβρέθηκα εκεί, βράδυ αυτή τη φορά, για να παρακολουθήσω την παράσταση «Υφάντρες», ένα «θεατρικό μονόλογο» με τη Τζώρτζια Ρούσσου σε κείμενο της Βέτας Αποστολίδου, βασισμένο σε μαρτυρίες-αφηγήσεις ανθρώπων που δούλεψαν στο Εργοστάσιο Ζησιμάτου: ο Θόδωρος Ζησιμάτος, η επιστάτρια Ευαγγελία, η λογίστρια, ο βαφέας, οι εργάτριες-υφάντρες, είναι μερικοί από τους οκτώ -συνολικά- ρόλους, που αναβιώνουν στον ιστορικό χώρο και χρόνο τους ζωντανεύοντας την εποχή της άνθισης και του μαρασμού της Βιομηχανίας στην Ερμούπολη, στη διάρκεια του 20 ου αι.

 

Ομολογώ πως αισθάνθηκα ιδιαίτερα τυχερή που ήξερα πώς να πάω ως εκεί. Ο εντοπισμός αυτού του -χωρίς υπερβολή- θησαυρού, είναι μια πρόκληση, την οποία ο διαχειριστής του χώρου δεν αφήνει αναξιοποίητη, αντίθετα την ενσωματώνει στην εμπειρία της επίσκεψης με διάφορους τρόπους, στους οποίους θα αναφερθώ στη συνέχεια.

 

Η ομήγυρη των ανθρώπων που συγκεντρωθήκαμε εκείνο το βράδυ στο στεναδάκι, στην είσοδο του Εργοστασίου μοιάζαμε κάπως με μέλη μύησης σε κάποιο τελετουργικό. Μπροστά μας μια μεγάλη, κλειστή σιδερένια πόρτα και πάνω της ένα graffiti, που πολύ εύστοχα αφέθηκε χωρίς να σβηστεί. Μια λέξη με μαύρο σπρέι: «Επανάσταση».

 

Καθώς η πόρτα ανοίγει, ένας χώρος-θεατρικό σκηνικό από μόνος του, μετατρέπεται σε μια κλιμακωτή χωροταξική εμπειρία, την οποία υπαγορεύει το ίδιο το κτήριο και οι χρήσεις του, κάπως σα να βρίσκεσαι σε ένα ρωμαϊκό λουτρό, όπου όλα πρέπει να γίνουν με τη σειρά. Το «Θυρωρείον» του Εργοστασίου με τους πάγκους, τους φανούς και τις κρεμασμένες ποδιές των εργατριών -που απεικονίζονται στην αφίσα της παράστασης- μεταδίδουν μια καταλυτική δύναμη παρουσίας-απουσίας.

 

Και ενώ τα μάτια διαστέλλονται παρατηρώντας γύρω το άχρονο σκηνικό, το συριανό λουκούμι, η μαστίχα, το νεράκι, που προσφέρονται από τους ανθρώπους της Hermoupolis Heritage, ενοποιούν τους υποψήφιους θεατές σε μιαν οικειότητα που παραπέμπει σε κοινωνική επίσκεψη αλλοτινών καιρών.

Κάπου εδώ η οικοδέσποινα της παράστασης, Τζώρτζια Ρούσσου, ανοίγει τη 45λεπτη παράσταση και μαζί μια δεύτερη πόρτα, ενεπίγραφη κι αυτή, με τη γνωστή ρήση του Aldous Huxley για τις πόρτες της αντίληψης ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο. Τα επιφωνήματα των θεατών-επισκεπτών καθώς μπαίνουμε στον ευρύ αύλειο χώρο με τα δύο μοναστηριακά τραπέζια και διάφορα αντικείμενα του εργοστασίου να μας περιβάλλουν, επικυρώνουν την επιδραστικότητα της εμπειρίας του αγνώστου. Πρόκειται για ένα χώρο με μιαν απίστευτη δυναμική που αμφιβάλλω αν πολλοί Συριανοί, με την εξαίρεση ανθρώπων που δούλεψαν εκεί ή συγγενών και φίλων τους, γνωρίζουν εκ των έσω.

 

Καθώς δεν είμαι ειδική του θεάτρου -πέραν των καλών προθέσεων μιας θεατή και τίποτε άλλο- θα ήθελα να υπογραμμίσω μόνο δυο τρία στοιχεία της παράστασης/δράσης που πραγματικά αξίζει -νομίζω- να σχολιαστούν. Το κείμενο της Βέτας Αποστολίδου, πέρα από θεατρικό μονόλογο, αποτελεί ένα corpus «δραματοποιημένης ξενάγησης/αφήγησης» που μετατρέπει την ηθοποιό σε ξεναγό του χώρου, των προσώπων και των γεγονότων όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό μεθοδολογικό εργαλείο που η Βέτα Αποστολίδου το γνωρίζει μάλλον ενστικτωδώς, εγγενώς σίγουρα, από την παιδαγωγική της προέλευση, ως δασκάλα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.

 

Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα της παράστασης δηλαδή μια ομάδα ανθρώπων που είναι, την ίδια στιγμή, θεατές αλλά και επισκέπτες και μια ηθοποιός που είναι -όποτε χρειάζεται- ξεναγός αποτελεί ένα στοιχείο έκπληξης και αμεσότητας που διατηρεί το ενδιαφέρον άκαμπτο, καθ’ όλη τη διάρκεια της δράσης. Όλοι μαζί, κοινό και ηθοποιός, συνιστούν έναν κινούμενο θίασο, με σκηνή μια διαδρομική περιήγηση σε όλο το Εργοστάσιο, τους χώρους, τα πρόσωπα και τελικά τον ιστορικό του χρόνο. Τίποτε στατικό, όπως ακριβώς και η ιστορία της Ερμούπολης ή η ιστορία του κόσμου.

 

Η Τζώρτζια Ρούσσου κατευθύνει το κοινό άλλοτε με νεύματα, με παραινέσεις, με κινήσεις των χεριών, βλέμματα ή μικρές υπαινικτικές συνδέσεις του χώρου με την αφήγηση. Αναδεικνύεται έτσι ένας ακόμη πρωταγωνιστής, ο εξοπλισμός του εργοστασίου με τις in situ μηχανές, ανάμεσα στις οποίες το κοινό περιπλέκεται, περπατά, παρατηρεί, φαντάζεται, ακολουθώντας τη διαδρομική πορεία της αφήγησης με συνέπεια και υπακοή, όχι «ηθική» ή εκβιασμένη αλλά απολύτως αυθόρμητη και φυσική. Με αυτό το μεθοδολογικό εργαλείο, μιας «θεατρικής ξενάγησης», οι επισκέπτες-θεατές χωρίς και οι ίδιοι να το καταλαβαίνουν γίνονται μέρος των μικροϊστοριών που η παράσταση πραγματεύεται, με τον πλέον εποπτικό και εύληπτο τρόπο: π.χ. βλέπουν την πινακίδα «Λογιστήριο» έξω από το γραφείο-λογιστήριο την ίδια στιγμή που ο αντίστοιχος ρόλος ενσαρκώνεται ακριβώς εκεί, κάθονται μπροστά στις εγκαταστάσεις του πλυντηρίου- βαφείου, διαβάζουν έγγραφα, παραγγελίες, κατάστιχα, ζωντανεύουν τα πρόσωπα της αφήγησης κοιτώντας φωτογραφίες, γίνονται οι «υφάντρες» μέσα από το ευφάνταστο εύρημα της συμπλήρωσης των στοιχείων τους (προαιρετικά) στις καρτέλες παρουσίας εργατριών, στην αρχή της παράστασης.

 

Η όλη εμπειρία, εκτός από τον εξαιρετικά προνομιακό χώρο του Εργοστασίου, οφείλει πολλά στη δουλειά της Πηνελόπης Ασλάνογλου, που με την ενδυματολογική φροντίδα καθώς και τη διαχείριση της μουσικής επένδυσης -σε επιλογές της Βέτας Αποστολίδου- συνέβαλε στην αισθητική της παράστασης.

Αν και θα μπορούσαν να σημειωθούν πολλά ακόμη, θα μείνω στο κλείσιμο της παράστασης, μια εξαιρετική εκδοχή υλοποίησης του ζητούμενου κάθε τέτοιας εμπειρίας, που οι μουσειολόγοι-θεατροπαιδαγωγοί-μουσειοπαιδαγωγοί θα αποκαλούσαν «μουσειακό θέατρο». Μετά το τέλος της παράστασης, οι συντελεστές προσκαλούν το κοινό σε μια συνάντηση- συζήτηση στο τραπέζι της αυλής. Χωρίς να υπονομεύω τη σημασία της παράστασης/δράσης καθαυτής, το κρύο νεράκι, το λευκό δροσερό κρασί και η συζήτηση μεταξύ των επισκεπτών-θεατών, πραγματικά τη νοηματοδοτούν με έναν εξαιρετικό τρόπο.

 

Είναι, εξάλλου, κοινός τόπος για τους ειδικούς μουσειακών ή ανάλογων δράσεων ότι ο ουσιαστικός σκοπός τους δεν είναι άλλος από την κοινωνικοποίηση, την επικοινωνία και την εξωστρέφεια των συμμετεχόντων. «Κρυμμένοι» θαρρείς πίσω από τις σιδερένιες πόρτες του Εργοστασίου Ζησιμάτου, ήταν σα να είχαμε επιλεγεί για να μυηθούμε σε μια μοναδική εμπειρία «αλληλοδιδακτικής» για τη Σύρο, τον κόσμο της, το Αιγαίο, τις Κυκλάδες, τη ζωή την ίδια.

 

Αυτή η μισή ώρα του “feed back”, της επανατροφοδότησης, όπως θα έλεγαν οι ειδικοί, στο τέλος της παράστασης, αποτέλεσε μια πολύτιμη εμπειρία ατομικού και κοινωνικού πολιτισμού. Το αυτοσχεδιαστικό και αυθόρμητο εύρημα της αλληλεπίδρασης ντόπιων και επισκεπτών, όπου οι πρώτοι αναδεικνύονται σε ρόλο δυνάμει ξεναγού για τους δεύτερους, σε μια ισοδύναμη, ενήλικη διαδικασία, είναι πραγματικά εξαιρετικό. Η δυναμική της δράσης είναι σπουδαία, ο χώρος συγκλονιστικός, η δουλειά όλων των συντελεστών αξιέπαινη.

 

Η παράσταση «Υφάντρες» είναι ένα πολυδιάστατο δρώμενο για τον παρόντα αστικό πολιτισμό της Ερμούπολης και μαζί μια πολύ ευτυχής συγκυρία ανάδειξης του υλικού και άυλου πολιτισμού της Σύρου."