Άλλος με τη βάρκα μας

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

“Δε χωράς”, ψέλλισε η φίλη μου, κατάκοπη μετά τις συνεχείς, αλλά άκαρπες προσπάθειές της να ικανοποιήσει τις τρέλες μου.

“Χωράω” επέμενα εγώ μέσα στην απελπισία μου. “Ίσως όχι ακόμα...αλλά σε ένα μήνα από τώρα που είναι το ταξίδι, θα έχω χάσει λίγο βάρος και θα τα καταφέρω”.

“Πάρ' το απόφαση! Δε χωράς μέσα στη βαλίτσα. Πρέπει να βγάλεις εισιτήριο” τόνισε, ακυρώνοντας στην ψύχρα το ευφυές αυτό σχέδιο που ξεπατίκωσα από κρατούμενο στις φυλακές της Βενεζουέλας.

“Ποιο ευφυές; Αφού τον έπιασαν” πρόσθεσε, πετυχαίνοντας να με καταρρακώσει πολύ περισσότερο.

Αυτό, όμως, δεν έχει καμία σημασία. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε αρνητικά. Ούτε να κολλάμε σε κάτι πράγματα μικρά, όταν υπάρχουν άλλα μεγαλύτερα, όπως η λαχτάρα που θα πάρω, όταν κληθώ να πληρώσω εξήντα ευρώ για ένα ταξίδι μέχρι τον Πειραιά και να περάσω με ένα αντίστοιχο ποσό για επτά ημέρες.

Μία είναι η ανησυχία μου. Πώς θα τα βγάλω πέρα; Προλαβαίνω να ξαναδώσω πανελλήνιες, να μπω σε μία σχολή, να βγάλω φοιτητικό πάσο και να πληρώνω μειωμένο; Προλαβαίνω να μάθω το “Πουλάκι τσίου” σε κιθάρα ή ακορντεόν; Προλαβαίνω να κάνω δέκα παιδιά, να καβαλήσω ένα ντάτσουν και να μιμούμαι στους δρόμους το Νοστράδαμο με “αξάν”; Ή έστω, προλαβαίνω να βγάλω άδεια πλανόδιου εμπορίου και να πουλήσω το νεφρό μου;

“Όχι” μου απάντησε απαθέστατα και κατάλαβα πώς ένιωσε ο Μουσολίνι όταν βρέθηκε σε παρόμοια θέση.

Γι' αυτό σου λέω... Αφού δεν υπάρχει άλλη σωτηρία, τουλάχιστον ας γίνουμε εφευρετικοί. Εξάλλου, αν έχεις όρεξη και πείσμα, μέχρι και “ψύλλο καλιγώνεις”.

Η δεύτερη επιλογή μου είναι να χωθώ στην καρότσα ενός φορτηγού, λίγο πριν επιβιβαστεί στο πλοίο. Κι αν τύχει να βρεθώ σε φορτίο με οπωροκηπευτικά, θα έχω και τσάμπα σνακ. Πέντε ώρες χωρίς ασχολία, η οδοντοστοιχία πλήττει.

Τι σημασία έχει αν αυτό το έκαναν στο παρελθόν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας για να μεταναστεύσουν στη Γερμανία και στην Αμερική, να βρουν δουλειά ως εργάτες ή λαντζέρηδες και να κάνουν την τύχη τους; Θα γίνω και εγώ λαθρομετανάστης για να ταξιδέψω μέχρι την Αθήνα, να κάνω τις δουλειές μου, να δώσω εξετάσεις, να κάνω εξετάσεις, να πάρω το καθαρό μου “νέφος” και να κρατήσω ζωντανές τις κοινωνικές σχέσεις μου οι οποίες, καλώς ή κακώς, δεν περιορίζονται μόνο στους κόλπους της νησιωτικότητας.

Υπάρχει και εναλλακτικό σενάριο. Θα νοικιάσω ένα καΐκι από το Καρνάγιο ή τη Μαρίνα και θα ετοιμάσω ταξίδι μοναχά για πάρτη μου. Θα σκίζω το πέλαγος με τα κουπιά μου και θα τραγουδάω “μες σ' αυτή τη βάρκα είμαι μοναχός και όπως κυλάει το πράγμα, θα γίνω ναυαγός”. Κάτι που απεύχομαι, γιατί μετά τη “Ζωή του Πι” κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κακώς είχα εγκαταλείψει τον προσκοπισμό μέσα σε δύο εβδομάδες. Όχι μόνο θα με είχε κατασπαράξει η τίγρης, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι δεν έχω την ικανότητα να σκαρφιστώ τρόπους για να εξασφαλίσω την τροφή μου, από την πείνα η κοιλιά μου θα είχε γίνει “τουμ-πί”. Βέβαια, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορεί να με ξέβραζε το κύμα σε ένα έρημο νησί ή κανένα ξεχασμένο φάρο και να με έβρισκαν μετά από καιρό οι Γερμανοί που θα τον είχαν αγοράσει.

Όχι, δεν είμαι “πελλός”, που λένε και οι Κύπριοι. Απλώς, η ζωή θέλει και λίγη φαντασία για να σε δελεάσει. Άλλωστε, στον κινηματογράφο δεν πηγαίνεις για να δεις τους τίτλους μιας ταινίας, αλλά το περιεχόμενό της. Αν αυτό σου φανεί αδιάφορο, θα της γυρίσεις την πλάτη.

Ωστόσο, όταν το κάνεις, ουσιαστικά σταυρώνεις τα χέρια και περιμένεις την επόμενη ταινία που θα σου σερβίρουν. Υποτάσσεσαι στην πραγματικότητα και παραμένεις δέσμιός της, προσμένοντας σε μία αλλαγή, ώστε να μην αισθάνεσαι άλλο παγιδευμένος. Ότι κουβαλάς με το πόδι σου μια αλυσίδα η οποία σε εμποδίζει να απομακρυνθείς από το χώμα που πατάς. Ότι πρέπει να ξεχάσεις οτιδήποτε έκανες στο παρελθόν, γιατί ένας αόρατος μαγνήτης σε τραβάει στο παρόν. Ότι θα πρέπει να απομακρυνθείς από συγγενείς και φίλους, που άλλοτε τους έβλεπες κάθε σαββατοκύριακο, επειδή δεν έχεις ούτε το χρόνο, ούτε την οικονομική δυνατότητα να βρίσκεσαι συχνά κοντά τους. Ότι θα πρέπει να κοιμάσαι και να ξυπνάς με το φόβο πως αν σου συμβεί οτιδήποτε, θα πρέπει να περιμένεις το μοναδικό καράβι που μπορείς να πάρεις για να βρεθείς μετά κόπων και βασάνων στον “θεραπευτικό” προορισμό σου. Ή ότι τη στιγμή που επιτέλους θα καταφέρεις να επιβιβαστείς στο πλοίο και να δεις πια το λιμάνι από το κατάστρωμα, δεν θα κηρύξουν οι ναυτεργάτες στάση εργασίας με αποτέλεσμα ο καπετάνιος να κάνει όπισθεν και εσύ να μείνεις με τη χαρά.

Και ο Οδυσσέας είκοσι χρόνια έκανε να ξαναδεί την Ιθάκη. Όμως, μέχρι τότε δεν έμεινε άπραγος, περιμένοντας το επόμενο δρομολόγιο για Επτάνησα. Αγωνίστηκε για να επισπεύσει την επιστροφή του.

Γι' αυτό σου λέω, έλα να διαλέξουμε παρέα μια βάρκα. Με φουρτούνες, με θαλασσοταραχές, με Κάβο Ντόρο, με σκυλόψαρα, κάποια στιγμή θα φτάσουμε. Ο επιμένων νικά.

 

Διαβάστε ακόμα