Να τα πούμε;

Εικόνα Τέτα Βαρλάμη

Άγιες μέρες των Χριστουγέννων και τα έθιμα καλά κρατούν, σε πείσμα των καιρών, όμως με πολλές παραλλαγές, όπως τα νέα δεδομένα επιβάλλουν.

«Να τα πούμε;», μια τσιριχτή φωνή διαπέρασε το ακουστικό μου τύμπανο, πρωί-πρωί της παραμονής, πριν ακόμα συνειδητοποιήσω τι μέρα είναι και γιατί τσιροβολά έτσι ο μπόμπιρας με το αγιοβασιλιάτικο σκουφί τραβηγμένο μέχρι τα αυτιά, που άρχισε χωρίς να περιμένει την απάντηση μου να λέει, μέσα στο στόμα του και πολύ βαριεστημένα, κάτι ακατάληπτα που τα σκέπαζε το ασυντόνιστο χτύπημα του τρίγωνου και μόνο όταν φώναξε λίγο πιο δυνατά «και του χρόνου» κατάλαβα πως έλεγε τα κάλαντα.

Είπα κι εγώ να κάνω μια προσπάθεια, μέρες που είναι, να μπω στο πνεύμα των ημερών και να κατέβω στην αγορά μήπως και καταφέρω να κοροϊδέψω την άθλια καθημερινότητα που με γεμίζει οργή, θυμό και αγανάκτηση.

Χώθηκα μέσα στην κίνηση, τον κόσμο και τη φασαρία, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει το μυαλό από τις αρνητικές σκέψεις και να νοιώσω πιο ανάλαφρα.

Κόσμος πήγαινε κι ερχότανε, ανάμεσα σε στολισμένα ελατάκια με γιρλάντες και αστέρια κι εγώ εκεί μέσα στη αναποδιά μου, χωρίς να το θέλω, να πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται τον άστεγο στην Αθήνα που στόλισε με κάποιες ίδιες γιρλάντες το πεζοδρόμιο όπου κοιμάται!

«Σύνελθε» μονολόγησα και επικεντρώθηκα στους πιτσιρικάδες που μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά χτυπώντας τα τρίγωνα μουρμουρίζοντας με ξεψυχισμένες φωνές τα κάλαντα.

Έξω στο πεζοδρόμιο άκουσα κάποια παιδιά να μιλούν, μετρώντας την είσπραξη και να διερωτώνται για πόσες μέρες κολατσιό φτάνουν αυτά που μάζεψαν.

Αυτό ήταν αρκετό για να μου ξανάρθει η γρουσουζιά και να σκεφτώ πως κάποτε τα λεφτά από τα κάλαντα τα μαζεύαμε για παιχνίδια, τώρα μάλλον τα παιδιά που πάνε πεινασμένα στο σχολείο είναι περισσότερα από όσα φανταζόμαστε.

«Άντε λόγω της ημέρας χαλάρωσε λίγο» είπε μια φωνή μέσα μου κι εγώ προσπάθησα να υπακούσω.

Μπήκα στο πρώτο μαγαζί και ήμουν εγώ κι η καταστηματάρχης. Με κοιτάζει σαν να είδε τον Άγιο Βασίλη και μου χαμογελά πλατιά. «Γιατί τόση χαρά;» απόρησα και πριν προλάβω να μιλήσω μου εξήγησε πως από το πρωί ήμουν το τρίτο άτομο που έμπαινε στο μαγαζί.

«Κρίμα η χαρά που πήρες» μου ήρθε να της πω, αφού κι εγώ για να δω απλώς κάτι μπήκα μέσα, στη λογική της πληθώρας του κόσμου που κατέκλυζε τον δρόμο, όμως ελάχιστοι ήταν αυτοί που τελικά ψώνιζαν.

«Με τι να ψωνίσει ο κόσμος κυρά μου;» με προκάλεσε η γνωστή κακιασμένη φωνή μέσα μου, με τη λογική μου να της δίνει αμέσως δίκιο.

Όταν τα έσοδα είναι τα μισά από πέρυσι, όταν ελάχιστοι είναι αυτοί που φέτος είδαν δώρο στο μισθό τους, όταν οι λογαριασμοί εξανέμισαν και το τελευταίο ευρώ, άντε να βρεις περίσσευμα και για ψώνια.

Προσπαθούσαν οι πάντες να δημιουργήσουν μια χαρούμενη ατμόσφαιρα με τα μεγάφωνα διασκορπισμένα κατά μήκος του δρόμου να αναπαράγουν τις γνωστές γιορτινές μελωδίες.

Έρχεται ξαφνικά και σφηνώνεται μέσα στα αυτιά μου το χριστουγεννιάτικο σουξέ το Mamacita, που η διαφήμιση του γνωστού παιχνιδάδικου έκανε πασίγνωστο το παλιό «Donde Esta Santa Claus?».

Κοντοστέκομαι και θυμάμαι την ιστορία του αγοριού που τραγουδάει, του 12χρονου Augie Rios το 1958, αφιερώνοντας το στη μητέρα του, με την τραγική κατάληξη που είχε και αυτός και η μητέρα του λίγους μήνες αργότερα, όταν βρήκαν τραγικό θάνατο σε αυτοκινητιστικό.

Τελικά πόσο τραγικό μπορεί να είναι το πραγματικό νόημα των εορτών; Πόσο πλαστή η θαλπωρή και η χαρούμενη αίσθηση που προσφέρουν;

Ας δούμε την πραγματική εικόνα, ας πάψουμε να παραμυθιαζόμαστε κι αν όλα αυτά είναι πολύ σκληρά για να τα καταπιούμε σαν συνοδευτικό πιάτο στο γιορτινό φαγοπότι μας, να ξανασκεφτούμε όταν θα μας ρωτήσουν «Να τα πούμε;», γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί τελικά να ακουστεί!

Καλές γιορτές!

Διαβάστε ακόμα