Ο Ομότιμος Καθηγητής Καρδιολογίας κ. Δημήτρης Σιδερής, σε μια συνέντευξη από καρδιάς

“Η επικοινωνία ιατρού-ασθενή είναι το παν”

Με την ευγένεια, τη σεμνότητα και την καλοσύνη που τον διακρίνει, ο κ. Δημήτρης Σιδερής, Ομότιμος Καθηγητής Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, αποποιείται τον χαρακτηρισμό “θαύμα της Καρδιολογίας” που του έχει αποδοθεί από ανθρώπους, οι οποίοι σώθηκαν από τα χέρια του, μέσα στα πενήντα χρόνια της λαμπρής σταδιοδρομίας του.

Γεννημένος στη Σύρο, όπου και τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο με άριστα, ο κ. Σιδερής εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, ακολουθώντας τα βήματα του μικροβιολόγου πατέρα του. Ειδικεύτηκε στην Παθολογία και την Καρδιολογία στη Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στη Θεραπευτική Κλινική και έφτασε ως το βαθμό του Αναπληρωτή Καθηγητή. Το 1992 εκλέχθηκε καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου και πέρασε το υπόλοιπο της πανεπιστημιακής δραστηριότητάς του ως τη συνταξιοδότησή του το 2004.

Σε συνέντευξή του στο web tv της “Κοινής Γνώμης”, ο κ. Σιδερής αναφέρεται στο ευρύ φάσμα των επεμβατικών καρδιολογικών μεθόδων με τις οποίες ασχολήθηκε, στις άπειρες φορές που άκουσε από το στόμα των ασθενών του τη φράση “γιατρέ, η καρδιά μου”, αλλά και στην ανάγκη ενημέρωσης και εκπαίδευσης του κοινού σε θέματα πρόληψης και έγκαιρης διάγνωσης.

Πώς αισθάνεστε όταν ακούτε φίλους, γνωστούς και όσους θεραπεύτηκαν από εσάς, να σας αποκαλούν “θαύμα της καρδιολογίας”;

“Δεν είναι αλήθεια. Υπάρχουν άλλοι πολύ καλύτεροι, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Απλώς, προσπάθησα πάντα να κάνω ό,τι μπορούσα στο πλαίσιο των υπαρχουσών αναγκών και των πόρων που διέθετα και από κει και πέρα φρόντιζα να έχω τη δική μου αντίστοιχη τεχνογνωσία. Νομίζω ότι η επιτυχία ενός έργου εξαρτάται από τρία πράγματα. Ανάγκες, πόροι, τεχνογνωσία. Αυτό ήταν σαν ένα μότο, σαν ένα κίνητρο σε όλη μου την πορεία. Ως εκ τούτου, δεν μπορώ να πω ότι είμαι ένα “θαύμα”. Είναι αστείο”.

Πώς προσβληθήκατε από το “μικρόβιο” της Ιατρικής;

“Ο πατέρας μου ήταν μικροβιολόγος. Πώς να μην πάρω το μικρόβιο; Εξάλλου, μου άρεσε η επιστήμη. Τη γνώρισα κοντά στον πατέρα μου και ασχολήθηκα εντατικά με αυτή, ώσπου πήρα σύνταξη το 2004 από το Πανεπιστήμιο και το 2010 από την Ιατρική. Έκλεισα το ιατρείο μου”.

Αποφοιτήσατε από το Πανεπιστήμιο το 1959. Και για μισό αιώνα, προσφέρατε απλόχερα τις πολύτιμες γνώσεις και υπηρεσίες σας; Πόσες φορές ακούσατε τη φράση “γιατρέ, η καρδιά μου”;

“Άπειρες φορές. Με την καρδιά υπάρχει όντως ένα πρόβλημα. Οι πολλοί που απευθύνονταν σε μένα δεν είχαν καρδιακό πρόβλημα. Με ξυπνούσαν τη νύχτα “γιατρέ, η καρδιά μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ”. Και επειδή εκείνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ξυπνούσε εμένα χωρίς να έχει πρόβλημα καρδιακό. Από την άλλη μεριά, τα προβλήματα της καρδιάς είναι εκείνα που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα υγείας μπορεί να είναι κατεπείγοντα. Μία κοιλιακή μαρμαρυγή, αν δεν αντιμετωπιστεί μέσα σε τρία λεπτά, σημαίνει θάνατο, οριστικό και αμετάκλητο. Στα τρία λεπτά αν επέμβει κάποιος σωτήρια, μπορεί να επαναφέρει στη ζωή αυτό τον άνθρωπο”.

Επομένως, δεν είναι παράλογος ο φόβος που μας κυριεύει;

“Σίγουρα και εδώ είναι που χρειάζεται κάποια παιδεία του κοινού, πρώτα σχετικά με τους γενικούς κανόνες υγείας και δεύτερον, για το πότε πρέπει να ανησυχήσει και να πάει στο γιατρό, αλλά και το πότε πρέπει να πάψει να ανησυχεί, επειδή έχει κάποια συμπτώματα, όπως ένα πονάκι ή έναν χτύπο παραπάνω. Και όλα αυτά μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα απολύτως. Αυτά θα του τα πει ο γιατρός του, ώστε να καταλάβει ότι δεν πρέπει να περιορίζει τη ζωή του για τέτοιους λόγους, αλλά να την απολαμβάνει. Εάν έχει πραγματικά προβλήματα, καλό είναι να την περιορίσει στα όρια που του επιτρέπει η νόσος του”.

Πέρα από την ενασχόλησή σας με την ιατρική και την παραγωγή και διάδοση της αντίστοιχης γνώσης, καταπιαστήκατε και με τη συγγραφή βιβλίων, ιατρικού και φιλοσοφικού περιεχομένου.

“Αφιέρωσα την καριέρα μου στους βαριά αρρώστους, στους πραγματικά πάσχοντες. Αλλά, αφού πήρα τη σύνταξή μου από το πανεπιστήμιο, ασχολήθηκα με το να γράψω ένα βιβλίο για το κοινό, για τον μη καρδιοπαθή. Ή γι' αυτόν που είναι σε μία χρόνια κατάσταση σταθεροποιημένη. Ακριβώς για να του υποδείξω με ποιον τρόπο πότε πρέπει να ανησυχήσει και πότε πρέπει να μην ανησυχήσει και προπάντων τι να κάνει”.

Πολλοί νέοι καταφεύγουν στο εξωτερικό για να ακολουθήσουν ιατρικές σχολές. Αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο των αντίστοιχων σχολών στην Ελλάδα είναι χαμηλό;

“Όχι. Η εκπαίδευση στις Ιατρικές Σχολές της Ελλάδας είναι άριστη. Οι απόφοιτοί τους δεν υστερούν έναντι των συναδέλφων τους, στις άλλες χώρες. Η ειδικότητα δεν είναι παντού τόσο καλή, όσο θα έπρεπε. Αλλά έχουμε κέντρα που δίνουν ειδικότητα πολύ υψηλού επιπέδου, συναγωνιζόμενα ξένα πανεπιστήμια. Δυστυχώς, δεν είναι όλα έτσι τέλεια. Για ένα βέβαια γιατρό, καλό είναι, είτε όταν έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο, είτε όταν έχει τελειώσει την ειδικότητα, να επισκεφτεί το εξωτερικό, όχι τόσο για να μάθει πράγματα που δεν θα τα μάθαινε στην Ελλάδα, αλλά για να ανοίξουν οι ορίζοντές του. Δηλαδή κάποια πράγματα από άλλη σκοπιά διαφορετική, Πράγματα που εδώ φαίνονται αυτονόητα, εκεί δεν είναι. Μάλιστα, θα διαπιστώσει ότι εκεί υπάρχει κάποια αυτονόητη λογική που εδώ δεν εφαρμόζεται για ποικίλους λόγους”.

Έχετε αποκτήσει μεγάλη πείρα σε όλες τις επεμβατικές καρδιολογικές μεθόδους. Κάνοντας μία ανασκόπηση στο παρελθόν, τι είναι αυτό που καταφέρατε και για το οποίο νιώθετε υπερηφάνεια;

“Είναι τόσο μεγάλη η εξειδίκευση, που τελικά κανείς δεν μπορεί να έχει εμπειρία σε όλα τα πράγματα. Εκείνο για το οποίο είμαι υπερήφανος, είναι ότι ίσως είμαι ο μόνος ή από τους ελάχιστους καρδιολόγους που είχα εμπειρία σε όλους τους τομείς της σύγχρονης καρδιολογίας. Και επεδίωξα να το 'χω αυτό, επειδή έγινα καθηγητής στα Γιάννενα και έπρεπε να δημιουργήσω μια νέα κλινική με νέους ανθρώπους και έπρεπε να είμαι σε θέση να τους κατευθύνω προς όλες τις κατευθύνσεις. Έτσι, αναγκάστηκα να επεκταθώ σε εύρος μάλλον ειδικοτήτων, παρά σε βάθος. Δηλαδή, αν ήμουν αθλητής το άθλημα που θα διάλεγα θα ήταν το δέκαθλο, δε θα με ενδιέφερε τόσο να βγω σε ένα άθλημα του στίβου, αλλά έστω να βγω δεύτερος σε όλα”.

Σύμφωνα με όσα έχετε διδαχθεί από την εμπειρία σας, ο ασθενής υπακούει στις συμβουλές του γιατρού του;

“Δεν πολυσυμμορφώνεται. Και σε αυτό βέβαια νομίζω ότι δε φταίει μόνο ο λαός. Γενικά, η εντύπωσή μου είναι ότι οι επαγγελματίες στην Ελλάδα, γιατροί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, δεν έχουν μάθει να συζητάνε με τον πελάτη μας, με αυτόν που ζητάει τη συμβουλή μας. Ο επαγγελματίας θα πρέπει να βλέπει ποιες είναι οι ανάγκες του πελάτη του, όχι απλώς να του μεταφέρει τις γνώσεις του με τη μορφή εντολών. Ο πελάτης θα πει τι έχει ανάγκη και εκεί θα προσαρμοστεί ο επαγγελματίας. Αυτό δεν το έχουμε μάθει οι επαγγελματίες. Άρα η επικοινωνία με τον ιατρό και με τον ασθενή αντίστοιχα είναι το παν. Το υπ' αριθμόν ένα. Αν αυτό δεν υπάρχει, τελειώσαμε”.

Άρθρα του κ. Σιδερή, ιστορικού και πολιτικού περιεχομένου δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα στην “Κοινή Γνώμη”.

Ετικέτες: