Επιστολή του Μ. Ρούσσου προς το ΔΣ της ΑΕΜΥ και το αρμόδιο υπουργείο για την διαδικασία επιλογής του στελεχιακού δυναμικού για το νέο νοσοκομείο

"Μην επαναλάβουμε πολιτικές του '60"

Επιστολή εισήγησης, όσον αφορά στη διαδικασία στελέχωσης του νέου νοσοκομείου Σαντορίνης, απέστειλε το μέλος του ΔΣ της ΑΕΜΥ ΑΕ, Μιχάλης Ρούσσος, προς τα υπόλοιπα μέλη, τον υπουργό και αν. υπουργό Υγείας, κ.κ. Ξανθό και Πολάκη, τον Γ.Γ. κ. Μασκόζο και τους τοπικούς βουλευτές.

Όπως σημειώνει ο κ. Ρούσσος, οι επιτροπές που έχουν οριστεί από το ΔΣ της ΑΕΜΥ θα λάβουν και  προφορική συνέντευξη από τους υποψήφιους εργαζόμενους για το Νοσοκομείο Σαντορίνης και ως εκ τούτου, προτείνει «στο επόμενο ΔΣ να αποφασίσουμε οι συνεντεύξεις αυτές  να ληφθούν  όχι μόνον στα γραφεία (έδρα) στους Θρακομακεδόνες, Αθηνών  αλλά και στα γραφεία του Νοσοκομείου της Σαντορίνης».

Όπως εξηγεί, «να οριστούν ημερομηνίες τόσο στην Αθήνα όσο και στη Σαντορίνη στην οποία θα μεταβούν οι επιτροπές να λάβουν τη συνέντευξη. Έτσι οι ενδιαφερόμενοι υποψήφιοι θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την περιοχή των Θρακομακεδόνων στην Αθήνα είτε τη Σαντορίνη»

Παράλληλα, «όσοι μάλιστα επιλέξουν να πάνε στα γραφεία του νοσοκομείου θα έχουν έτσι και τη δυνατότητα να δουν το νοσοκομείο, στο οποίο πιθανόν θα υπηρετήσουν. Το ίδιο ισχύει και για τα μέλη των επιτροπών, πολλά από τα οποία δεν θα έχουν δει το νοσοκομείο», τονίζοντας πως είναι μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία να το δουν και οι ίδιοι οι κριτές.

«Θεωρώ απαράδεκτο να υποχρεώσουμε τους υποψήφιους από τη Σαντορίνη και τα γύρω νησιά να πάνε στο λιμάνι (Αθηνιός) της Σαντορίνης, να πάρουν το πλοίο, να πάνε στον Πειραιά, από εκεί να πάρουν το τραίνο, να πάνε στη Κηφισιά, από εκεί να πάρουν ταξί να πληρώσουν 20 ευρώ για να πάνε στους Θρακομακεδόνες όπου θα εδρεύουν αμετακίνητες οι επιτροπές. Και αφού τελειώσουν θα πρέπει να ξανακάνουν το ίδιο δρομολόγιο για την επιστροφή τους», υπογραμμίζει ο κ. Ρούσσος.

«Η άποψη ότι Ελλάδα είναι μόνον η Αθήνα είναι αυτή που οδήγησε την Ελλάδα στα μνημόνια. Στη δεκαετία του 60 είχαν συγκεντρωθεί στην Αθήνα τα υπουργεία και οι υπηρεσίες και τα νοσοκομεία και τα Πανεπιστήμια και ο ΕΟΤ και τα Θέατρα και εξωθούσαν τους κατοίκους της επαρχίας να πουλάνε τις περιουσίες τους να πάνε να αγοράσουν διαμερίσματα στην Αθήνα για να ναι κοντά στους γιατρούς και όλα τα άλλα. Έτσι μαζεύτηκαν όλοι στην Αθήνα. Στην Αθήνα όμως που αντί να παράγει αγαθά παρήγαγε μόνον πολυκατοικίες και διαμερίσματα και θέσεις θυρωρών στις πολυκατοικίες. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν παρήγαγε πλέον αγαθά ούτε η ερημωμένη επαρχία ούτε η Αθήνα που μόνον διαμερίσματα και πολυκατοικίες έφτιαχνε. Ελπίζω να μην επαναλάβουμε και σήμερα την πολιτική της δεκαετίας του 60», επισημαίνει.

Συνεχίζοντας, ο κ. Ρούσσος αναφέρει, ότι «σήμερα, ευτυχώς τα πράγματα άλλαξαν. Η επαρχία ανθεί και είναι η μόνη μας ελπίδα. Ιδιαίτερα οι τουριστικές περιοχές φέρνουν συνάλλαγμα. Ο τουρισμός (για να χρησιμοποιήσω τη συνήθη ατυχή έκφραση) είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας μας. Ιδιαίτερα η Σαντορίνη που θεωρείται πρώτος τουριστικός προορισμός συνεισφέρει στον κρατικό κορβανά, πληρώνοντας πολύ υψηλούς φόρους και υπέρογκο ΕΝΦΙΑ σε εξωφρενικά αστρονομικές αντικειμενικές αξίες. Αυτά, υποθέτουμε, εκτίμησε η Κυβέρνηση και η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας  και σε καιρό κρίσεως, σε αντίξοες συνθήκες μένει πιστή στην προεκλογική της δέσμευση για λειτουργία του νοσοκομείου με δημόσιο χαρακτήρα, ανοίγει το νοσοκομείο και αναγνωρίζει εμπράκτως ότι χτίστηκε με χρήματα του Λαού, ανήκει στο Λαό και πρέπει να λειτουργεί υπέρ του Λαού».

Ωστόσο, ο κ. Ρούσσος, στην επιστολή του περικλείει και μία δεύτερη πρόταση, στην οποία σημειώνει, ότι «θα πρέπει να ορίζονται πολλοί επιλαχόντες και να τίθεται σύντομη προθεσμία ανάληψης των καθηκόντων στους υποψηφίους που τελικά επιλέγονται. Έτσι, σε περίπτωση μη εμφανίσεως, να έρχονται αμέσως οι επόμενοι για να κερδίσουμε χρόνο. Διαφορετικά θα καθυστερήσει απαράδεκτα η λειτουργία του νοσοκομείου. Η κάθε καθυστέρηση στη λειτουργεία του νοσοκομείου στη Σαντορίνη στοιχίζει τη ζωή πολλών από εμάς», τονίζει, διερωτώμενος «αυτό άραγε δεν το ήξεραν οι βουλευτές, που ανέβαλαν το νομοσχέδιο για το νοσοκομείο της Σαντορίνης, ως δήθεν μη κατεπείγον;»