Στάσου….μύγδαλα

Εικόνα Τέτα Βαρλάμη

«Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά», σιγομουρμούριζε ένας γεράκος καθισμένος στο σκαλοπάτι του σπιτιού του, σε κάποιο στενοσόκακο του νησιού.

Με τις επαγγελματικές μου σκέψεις να μ’ έχουν απορροφήσει, περπατούσα μηχανικά, σχεδόν τρέχοντας, για να προλάβω να είμαι συνεπής σε μία συνάντηση στην οποία είχα καθυστερήσει.

Την ώρα που περνούσα από εκεί, είδα φευγαλέα τη σκυφτή γέρικη φιγούρα και αυτό το μελωδικό μουρμούρισμα, μέσα στην αδιαφορία μου, νόμιζα ότι απευθυνόταν σε μένα.

Κοντοστάθηκα και η πρώτη σκέψη, που με την ταχύτητα σφαίρας πέρασε από το μυαλό μου, ήταν «κοίτα να δεις ο παππούς, το ‘ριξε στα πειράγματα».

Πισωπατώντας για να πάω προς το μέρος του, μονολόγησα «Μωρέ μπράβο, αντέχει ακόμα!».

Μόλις τον πλησίασα κατάλαβα την γκάφα μου αλλά ήταν αργά, καθώς τον είδα να με κοιτά παραξενεμένος όταν του είπα «καλημέρα».

«Καλημέρα και σε σένα κόρη μου» απάντησε, κάνοντας με να νοιώσω ηλίθια.

«Σας άκουσα να τραγουδάτε» του είπα θέλοντας να δικαιολογήσω την αμηχανία μου.

«Άνοιξη κοπέλα μου κι είπα κι εγώ να θυμηθώ τα νιάτα μου» μου απάντησε απολογητικά, μ’ ένα πονηρό χαμογελάκι να ‘σκάει’ στο πρόσωπο του.

«Ξέρεις τότε, στην εποχή μου όταν μύριζε άνοιξη, βγαίνανε οι κοπελίτσες με τα χρωματιστά τσιτάκια τους και άρχιζαν τα πάνω-κάτω στο καλντερίμι. Και να! εμείς τα παλικαράκια τότε, να παίζει το μάτι μας, μια με τις κοπελίτσες και μια με τις τουρίστριες, που τότε είχαν αρχίσει να πρωτοέρχονται. Και τις βλέπαμε εμείς και τρελαινόμαστε». Κι όσο τα έλεγε αυτά τόσο και μεγάλωνε το πονηρό γελάκι.

Κάτι με τράβηξε σε αυτόν, τον μπερμπάντη γεράκο και κάθησα πλάι του στο σκαλοπάτι, ξεχνώντας και δουλειά και ραντεβού και υποχρεώσεις.

«Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ;» τον ρώτησα, τάχα χωρίς να ξέρω, έτσι απλά και μόνο για να συνεχίσει η κουβέντα.

«Αν άλλαξαν λέει! Τώρα ‘πέφτει’ το σερνικό στο θηλυκό και πολλές φορές και τ’ ανάποδο και την άλλη μέρα ούτε που θυμούνται ότι συστήθηκαν». «Αλλά τι τα θες, έτσι είναι. Τώρα που θέλω αλλά δεν μπορώ, όλα μου φταίνε. Γρουσουζεύει ο άνθρωπος όσο γερνάει» μου είπε και γέλασε πλατιά.

«Η καρδιά όμως δεν γερνάει εύκολα» τον τσίγκλησα εγώ.

«Δεν γερνάει κοπέλα μου, όσο ο ίδιος την κρατάς νέα, αλλά σου την μαυρίζουνε. Δεν βλέπεις τα γίνεται. Είχαμε τα νησάκια μας, χαρά Θεού, με όλα μας τα καλά και τώρα μας τα διαλύουνε. Ούτε βαπόρια μας άφησαν, ούτε υπηρεσίες να μας εξυπηρετήσουν, ούτε γιατρούς, ούτε τίποτα».

Σβήστηκε το γέλιο του και το πρόσωπο του ξαφνικά πικράθηκε.

«Να κρατήσουμε την καρδιά νέα. Έτσι δεν είπαμε;» του είπα σχεδόν παρακαλετά για να τον δω να ξαναχαμογελά. «Είπατε για τότε για τις τουρίστριες. Μα και τώρα έχει και μάλιστα πολύ περισσότερες» τον προκάλεσα.

«Ναι μα τότε ήμασταν άβγαλτοι, βλέπαμε τις ξένες και φοβόμασταν. Που να ξέραμε ότι μετά από λίγα χρόνια θα κάναμε το ‘καμάκι’ επάγγελμα!» και πριν καλά-καλά τελειώσει τη φράση του άρχισε να γελάει δυνατά και χάθηκε στο βάθος της αυλής του.

Σηκώθηκα να φύγω, με την καθυστέρηση στο ραντεβού μου να με κάνει να επιταχύνω το βήμα μου, ώσπου άκουσα τη φωνή του πίσω μου «Στάσου κοπελιά, σου έφερα αμύγδαλα».

Γύρισα τρέχοντας κοντά του, του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο ζαρωμένο του μάγουλο και του είπα «Ευχαριστώ και για τα αμύγδαλα, αλλά πιο πολύ για το ‘κοπελιά’. Να ‘σαι καλά».

Θες η κουβέντα μας, θες η κίνηση του, μ’ έκαναν και μένα να χαμογελάσω.

Αχ! βρε μπάρμπα, τώρα στα γεράματα μ’ έκανες να νοιώσω σαν να με κυνηγάει ο Βόγλης και να μου φωνάζει «Στάσου μύγδαλα»

Διαβάστε ακόμα