Ο Λόγος του Θεού κάθε Κυριακή από την Καθολική Εκκλησία

Η Ανάσταση του Λαζάρου... η Ελπίδα του πιστού

  • Σάββατο, 1 Απριλίου, 2017 - 10:11

Το Ευαγγέλιο της 5ης Κυριακής της Τεσσαρακοστής ασχολείται με την Ανάσταση του Λαζάρου.

Όπως σημειώνει ο π. Ιωάννης Μαραγκός, στην περικοπή αυτή θα μελετήσουμε το πώς η πίστη στην Ανάσταση της Μάρθας και της Μαρίας σταδιακά μεταμορφώνεται από την πίστη της Ανάστασης όπως οι Ιουδαίοι την παραδέχονταν στην πίστη της Ανάστασης όπως ο Ιησούς Χριστούς την δίδαξε και την έζησε.

Με αυτό τον τρόπο ο κάθε ακροατής θα μπορέσει να κάνει μια δική του μελέτη πάνω στις δικές του πεποιθήσεις γύρω από την Ανάσταση.

Στο ανάγνωσμα, ο ευαγγελιστής σημειώνει ότι ο Ιησούς δάκρυσε για τον φίλο του Λάζαρο, ενώ οι αδερφές του Μαρία, Μάρθα και οι λοιποί Ιουδαίοι που ήρθαν να τις παρηγορήσουν έκλαιγαν. Το κλάμα τονίζει τα έντονα συναισθήματα που εκφράζονται και φανερώνουν μια απελπισία για τον χαμό κάποιου αγαπημένου προσώπου, ενώ το δάκρυ προσδιορίζει κάτι πιο συγκρατημένο, εκφράζει την αποστροφή για τον πόνο που προκαλεί κάποιο ακραίο και δυσάρεστο γεγονός, στην προκειμένη περίπτωση ο θάνατος του φίλου και συνάμα εκφράζει και την αλληλεγγύη με τον πόνο των συγγενών αλλά όχι την απελπισία.

Εκείνος που δακρύζει αρνείται να ανεχτεί τον θάνατο του φίλου και τα δάκρυα της αγάπης του Ιησού είναι η σωτηρία για τον φίλο Λάζαρο, όμως είναι και η σωτηρία για τον καθένα από μας, γιατί και για εμάς ο Ιησούς δακρύζει και δίνει τη ζωή του. Ο Λάζαρος έζησε την Ανάσταση γιατί ο Ιησούς τον αγαπούσε κι εμείς θα πάρουμε μέρος στην Ανάσταση, γιατί ο Θεός διαμέσου του Χριστού δείχνει την αγάπη του σε εμάς.

Ανάγνωσμα από το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο

Τον καιρό εκείνο έστειλαν ανθρώπους οι αδερφές του Λαζάρου προς τον Ιησού και του είπαν «Κύριε, δες, αυτός που αγαπάς ασθενεί». Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς, είπε: «Αυτή η ασθένεια δεν είναι για θάνατο, αλλά για τη δόξα του Θεού, για να δοξασθεί ο Υιός του Θεού μέσω αυτής». Ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της και το Λάζαρο. Μόλις λοιπόν άκουσε ότι ασθενεί, τότε έμεινε στον τόπο όπου ήταν δύο ημέρες. Έπειτα, μετά από αυτό, λέει στους μαθητές: «Ας πηγαίνουμε στην Ιουδαία πάλι». Όταν έφτασε ο Ιησούς, τον βρήκε ήδη τέσσερις ημέρες να είναι στο μνήμα. Η Μάρθα, μόλις άκουσε ότι έρχεται, πήγε να τον προϋπαντήσει, ενώ η Μαρία καθόταν στο σπίτι. Είπε τότε η Μάρθα προς τον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδελφός μου. Αλλά και τώρα ξέρω ότι όσα ζητήσεις από το Θεό, θα σου τα δώσει ο Θεός». Της λέει ο Ιησούς: «Θα αναστηθεί ο αδελφός σου». Η Μάρθα του απαντάει: «Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση, την έσχατη ημέρα». Της λέει τότε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα κι αν πεθάνει θα ζήσει και όποιος ζει και πιστεύει σ’ εμένα δε θα πεθάνει στον αιώνα. Το πιστεύεις αυτό;» Του λέει: «Ναι, Κύριε. Εγώ έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος στον κόσμο».

Ο Ιησούς, τότε, όταν την είδε να κλαίει, ταράχτηκε και είπε: «Πού τον έχετε θάψει;» Του λένε: «Κύριε, έλα και δες». Δάκρυσε ο Ιησούς. Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι: «Δες πώς τον αγαπούσε». Μερικοί όμως από αυτούς είπαν: «Δεν μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει ώστε και αυτός να μην πεθάνει;» Ο Ιησούς, λοιπόν, πάλι αφού ταράχτηκε ξανά, πήγε στο μνήμα. Και εκείνο ήταν σπήλαιο, και ένας λίθος βρισκόταν πάνω του στην είσοδο. Ο Ιησούς τους λέει: «Σηκώστε το λίθο». Του λέει η αδελφή του πεθαμένου, η Μάρθα: «Κύριε, ήδη μυρίζει, γιατί είναι η τέταρτη ημέρα που πέθανε». Της λέει ο Ιησούς: «Δε σου είπα ότι, αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;» Σήκωσαν λοιπόν το λίθο. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τους οφθαλμούς του πάνω και είπε: «Πατέρα, σε ευχαριστώ γιατί με άκουσες. Εγώ βέβαια ήξερα ότι πάντα με ακούς, αλλά για το πλήθος που έχει σταθεί γύρω το είπα, για να πιστέψουν ότι εσύ με απέστειλες». Και αφού είπε αυτά, με μεγάλη φωνή κραύγασε: «Λάζαρε, βγες έξω». Εξήλθε τότε ο Λάζαρος, έχοντας δεμένα τα πόδια του και τα χέρια του με επιδέσμους, και το πρόσωπό του ήταν περιδεμένο με σουδάρι. Τους λέει ο Ιησούς: «Λύστε τον και αφήστε τον να φύγει». Πολλοί λοιπόν από τους Ιουδαίους που ήρθαν προς τη Μαρία και είδαν όσα έκανε πίστεψαν σ’ αυτόν.