Συνέντευξη του βαρύτονου Νικόλαου Καραγκιαούρη στην “Κοινή Γνώμη”

"Κάθε άνθρωπος θέλει πάντα το καλύτερο"

Η συχνή παρουσία του στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων και η καθιερωμένη συμμετοχή του στα πολιτιστικά δρώμενα του καλοκαιριού οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για έναν απλό επισκέπτη, αλλά για έναν φίλο της Σύρου, ο οποίος σε διάστημα δύο μόλις ετών κατόρθωσε, όχι μόνο να καλλιεργήσει ισχυρούς δεσμούς μαζί της, αλλά και να τους διατηρήσει.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο web tv της “Κοινής Γνώμης”, ο βαρύτονος Νικόλαος Καραγκιαούρης, ο οποίος ξεχωρίζει τόσο για τη βαθιά φωνή του -“θείο δώρο”, όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος- όσο και γα το ύψος του (2,05), μιλάει για τη συμμετοχή του στο Διεθνές Φεστιβάλ Αιγαίου, αλλά και για τους δρόμους που του άνοιξε για την μετέπειτα καριέρα του.

Ωστόσο, δεν παραλείπει να αναφερθεί σε κάποιες μικρές “παραφωνίες” του θεσμού, τις οποίες αποδίδει είτε σε πιθανά επικοινωνιακά λάθη, είτε σε οργανωτικά ατοπήματα, εκτιμώντας ότι τα “πηγαδάκια” και το αρνητικό κλίμα το οποίο έχει διαμορφωθεί τα τελευταία έτη, οφείλονται στο γεγονός “ότι κάθε άνθρωπος θέλει πάντα το καλύτερο”.

Τι έχει αλλάξει στη ζωή σας από την πρώτη φορά που συμμετείχατε στις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αιγαίου μέχρι και σήμερα;

“Όταν επισκέφτηκα πριν δύο χρόνια το θέατρο Απόλλων και τη Σύρο, είχα έρθει σαν “μαθητής” γιατί εμείς οι τραγουδιστές της όπερας, όσο και αν περνούν τα χρόνια, πάντα διδασκόμαστε. Εκείνη την περίοδο είχα βρει την ευκαιρία και είχα έρθει στο Greek Opera Studio και είχα μελετήσει. Με βοήθησε πάρα πολύ σαν εμπειρία και μέσω της πίεσης που δέχτηκα, γιατί όταν μέσα σε δέκα ημέρες καλείσαι να βγάλεις αρκετή ύλη και ρόλους, χρειάζεται πολύ διάβασμα και συγκέντρωση. Όλο αυτό κάνει καλό στην επαγγελματική σου πορεία”.

Πώς θα χαρακτηρίζατε σήμερα τη σχέση σας με το φεστιβάλ; Είναι μία σχέση αγάπης, πάθους ή μία πελατειακή σχέση;

“Είναι μία σχέση επαγγελματική. Σου δίνω, μου δίνεις. Το Φεστιβάλ θέλει να κάνει τη δουλειά του, όπως κι εγώ θέλω να κάνω τη δική μου. Δεν έχω να σκεφτώ ποιος είμαι, τι έχω κάνει και όλα αυτά. Το μόνο που έχω να σκεφτώ είναι η δουλειά μου, τίποτα άλλο. Το Φεστιβάλ με χρειαζόταν και φέτος για κάποιους ρόλους, μου πρότεινε να έρθω, το συζητήσαμε, το διαπραγματευτήκαμε και ήρθα”.

Πληροφορίες ήθελαν μετά τη λήξη του 9ου Φεστιβάλ Αιγαίου να “κουνάτε μαντήλι” στον θεσμό, ωστόσο μερικούς μήνες μετά επιβεβαιώθηκε η συμμετοχή σας και στις φετινές εκδηλώσεις. Τι μεσολάβησε ώστε να αλλάξετε την απόφασή σας;

“Είμαι επαγγελματίας. Αν μου προτείνουν μία καλή συμφωνία που να με συμφέρει καλλιτεχνικά και οικονομικά, γιατί αυτή είναι η δουλειά μου, από αυτό ζω, δεν μπορώ να πω ότι θα κουνήσω μαντήλι ή θα ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. Μπορεί κάποια πράγματα να με ξενίζουν ή να μου φαίνονται περίεργα και να μην θέλω να τα επαναλάβω. Αυτό θα το κάνω. Μπορεί δηλαδή να υπήρχε μια δυσαρέσκεια, αλλά όλα αυτά είναι ανθρώπινα και μπορούμε να τα λύσουμε”.

Στα δέκα αυτά χρόνια, το Φεστιβάλ Αιγαίου έχει αποκτήσει τόσο φανατικούς φίλους, όσο και ένθερμους πολέμιους.

“Σίγουρα κάθε προσπάθεια έχει και από τα δύο. Το Φεστιβάλ Αιγαίου έχει προσφέρει πάρα πολλά στη Σύρο και γενικά στον τόπο. Γιατί είναι κρίμα ένα θέατρο σαν το δικό σας, που θεωρείται κόσμημα για την Ελλάδα να μένει άπραγο και να μην παρουσιάζονται σε αυτό οι όπερες για τις οποίες φτιάχτηκε. Ήρθε το Φεστιβάλ Αιγαίου, οργάνωσε κάποια πράγματα, έφερε πολλούς καλλιτέχνες, αξιόλογους και μπράβο του. Πολλοί άνθρωποι το βλέπουν και ποθούν να έρθουν να τραγουδήσουν στο φεστιβάλ. Από την άλλη όμως είμαστε άνθρωποι, δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Κάποια πράγματα οργανωτικά μπορεί να μας ξεφεύγουν”.

Τα δυσμενή σχόλια που ακούγονται για το φεστιβάλ επηρεάζουν τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν σε αυτό;

“Προσωπικά, δεν με επηρεάζουν καθόλου. Ήρθα εδώ να κάνω τη δουλειά μου. Τραγουδάω τους ρόλους μου, ακούω τον σκηνοθέτη μου, μελετάω, ετοιμάζομαι, βγαίνω στη σκηνή, τα λέω, σηκώνομαι και φεύγω. Τα “πηγαδάκια” αυτά, οφείλονται στο ότι κάθε άνθρωπος θέλει πάντα το καλύτερο. Και όταν δεν το βρίσκει και έχει κάποιες ιδέες για να το πραγματοποιήσει, θα μιλήσει δεξιά και αριστερά. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι σωστό αυτό. Νομίζω ότι όλα πρέπει να λύνονται ξεκάθαρα και όχι να μιλάς πίσω από την πλάτη κάποιου άλλου”.

Κατά τη γνώμη σας, πού οφείλεται αυτό το αρνητικό κλίμα; Στο γεγονός ότι ο κόσμος ίσως να μην έχει εξοικειωθεί ακόμα με το είδος της όπερας ή σε επικοινωνιακά λάθη του φεστιβάλ;

“Μπορεί να υπάρχουν και τα επικοινωνιακά λάθη, γιατί βλέπω ότι ένα τόσο ωραίο φεστιβάλ, που έρχονται τόσο σπουδαίοι καλλιτέχνες, που παρουσιάζονται σπουδαία έργα του κλασικού ρεπερτορίου, όχι μόνο της όπερας, δεν διαφημίζεται όσο θα έπρεπε. Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν υπάρχει διαφήμιση. Μάλιστα σε μερικές συναυλίες, το θέατρο είναι μισογεμάτο. Βέβαια ο Ριγκολέτο πήγε πολύ καλά και κρέμονταν οι άνθρωποι από τα θεωρεία. Αλλά ήταν ο Ριγκολέτο. Από στόμα σε στόμα συμμετέχουν τόσοι άνθρωποι, συμμετέχουμε και κάποιοι Έλληνες που θα το πούμε παραέξω, θα έρθουν κάποιοι φίλοι μας, κάποιοι γνωστοί μας. Τα δύο τελευταία χρόνια γίνεται και μία παιδική παράσταση στο θέατρο της Ευανθίας Καίρη. Έμαθα ότι φέτος δεν ήρθε κόσμος. Και νομίζω ότι ο βασικός λόγος είναι ότι δεν διαφημίστηκε. Τώρα το να βγάλεις ένα απλό χαρτάκι ασπρόμαυρο που να γράφει στην αγγλική γλώσσα ότι σας περιμένουμε με τα παιδιά σας, μπορεί οι άνθρωποι να μην καταλάβουν καν τι είναι αυτό. Να το περάσουν για κηδειόχαρτο. Κρίμα δεν είναι; Γιατί παλεύουν πολλοί άνθρωποι και κάνουν πολύ ωραία δουλειά”.

Ποια τα ήταν τα συν και ποια τα πλην της φετινής μεγάλης παραγωγής του φεστιβάλ “Ριγκολέτο”;

“Ο Ριγκολέτο είναι ένα αριστούργημα του Βέρντι. Εγώ προσωπικά δεν την ήξερα αυτή την όπερα και έφτασε η ώρα να τη γνωρίσω φέτος. Έγινε μία πολύ ωραία μεταφορά στη Σύρο και στην Ερμούπολη με τους αυλικούς του δούκα να είναι απλοί άνθρωποι, ψαράδες και έμποροι. Αλλά έχει γίνει ένα σπουδαίο λάθος που συζητήθηκε πολύ από τους θεατές. Τα κοστούμια ήταν ανύπαρκτα. Σαν να πήρε ο καθένας και να έβαλε ό,τι ήθελε. Και αυτό είναι η αλήθεια. Πολλοί άνθρωποι παραπονέθηκαν γι' αυτό, γιατί ο κόσμος έχει αισθητήριο. Εγώ πάντα προσπαθώ και υποστηρίζω τις δουλειές μου και αυτή τη δουλειά την υποστηρίζω. Και τους είπα ότι πρόκειται για μία μοντέρνα παραγωγή, ότι είμαστε στο νησί τη δεκαετία του 1950-1960. Κάποιος θα βάλει ένα άσπρο μπλουζάκι, ένας άλλος ένα κοστούμι, ένας άλλος θα βάλει ένα χαβανέζικο πουκάμισο. Δεν μπορείς να έχεις μια ολοκληρωμένη ενδυματολογική άποψη. Ένα ενδυματολόγος όμως, τον οποίο δεν διαθέτει το φεστιβάλ, θα μπορούσε να έχει μία άποψη. Εμένα προσωπικά δεν μου βρίσκουν ρούχα και φοράω τα δικά μου, γιατί μάλλον δεν έχουν στα μέτρα μου. Κάθε χρόνο περιμένω να μου βρουν ρούχα, αλλά ποτέ δεν μου βρίσκουν. Πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στα άλλα θέατρα”.

Επομένως, τέτοιας φύσης προβλήματα στερούν από μία εκδήλωση μεγάλου βεληνεκούς τον χαρακτηρισμό “υπερπαραγωγή”;

Η όπερα και κάθε τέτοιο θέαμα είναι ένα σύνολο. Δεν είναι μόνο η μουσική, η ορχήστρα, οι τραγουδιστές, οι όμορφες φωνές, η σκηνοθεσία, ο φωτισμός, η σκηνογραφία, τα κοστούμια και όλα αυτά. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Αν κάτι λείπει, κουτσαίνει η “υπερπαραγωγή”. Είναι κάποιες παραφωνίες που χαλάνε το σύνολο. Ο κόσμος έχει αισθητήριο και δεν πρέπει να υποτιμούμε την νοημοσύνη του. Έχουν έρθει και ενδυματολόγοι να δουν την παράσταση και ντράπηκα λίγο, αλλά δεν πειράζει, γιατί δεν είναι η δουλειά μου”.

Ολόκληρη η συνέντευξη του Νικόλαου Καραγκιαούρη βρίσκεται διαθέσιμη στο web tv της “Κοινής Γνώμης”.