Το WWF καλεί τις κυβερνήσεις να θέσουν πιο φιλόδοξους στόχους προστασίας για τον παράκτιο και θαλάσσιο χώρο, εξασφαλίζοντας έτσι, ένα καλύτερο αύριο για όλους μας

Το παράδειγμα της Γυάρου μπορεί να προσφέρει λύσεις

  • Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου, 2019 - 06:18
Φωτογραφία: Γιώργος Ρηγούτσος

Μόνο το 1,27% της συνολικής έκτασης της Μεσογείου προστατεύεται αποτελεσματικά, σύμφωνα με νέα έρευνα της Θαλάσσιας Μεσογειακής Πρωτοβουλίας του WWF.

Όπως τονίζεται, παρά τη δέσμευση που είχαν κάνει το 2010 οι χώρες της Μεσογείου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ότι, θα προστατέψουν το 10%, θεσπίζοντας ένα αποτελεσματικό και λειτουργικό σύστημα Θαλάσσιων Προστατευόμενων Περιοχών, η μεγαλύτερη έκταση της Μεσογείου παραμένει εκτεθειμένη, χωρίς καμία θωράκιση ή πρόβλεψη για προστασία, απέναντι σε απειλές που εντείνονται όλο και περισσότερο. Μάλιστα, το κόστος της αποτυχίας των κρατών της Μεσογείου να προστατέψουν τη μοναδική θαλάσσια βιοποικιλότητα της περιοχής αποτιμάται σε 5,6 τρισ. δολάρια.

Στο πλαίσιο αυτό, το WWF απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις να θέσουν άμεσα πιο φιλόδοξους στόχους προστασίας του παράκτιου και θαλάσσιου χώρου, προωθώντας με αυτό τον τρόπο, τη θέσπιση ενός μεσογειακού και συνεκτικού δικτύου ΘΠΠ.

Η Μεσόγειος, αν και αποτελεί μόλις το 0,8% των παγκόσμιων θαλασσών σε όγκο, φιλοξενεί έναν εντυπωσιακό αριθμό ειδών και θεωρείται μία από τις 25 πιο σημαντικές περιοχές συγκέντρωσης βιοποικιλότητας παγκοσμίως. Ωστόσο, ο θαλάσσιος πλούτος της βρίσκεται κυριολεκτικά στα όρια της κατάρρευσης, εξαιτίας μιας σειράς ασφυκτικών και μακροχρόνιων ανθρωπογενών πιέσεων, όπως οι μη βιώσιμες αλιευτικές πρακτικές, η πλαστική και χημική ρύπανση και η κλιματική κρίση, που απειλούν το μέλλον του θαλάσσιου οικοσυστήματος της Μεσογείου με υποβάθμιση. Όλα τα παραπάνω κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου όχι μόνο για τον μοναδικό θαλάσσιο φυσικό πλούτο της Μεσογείου, αλλά και για τη ζωή και την ευημερία εκατομμυρίων ανθρώπων και τοπικών κοινωνιών της περιοχής.

Η προστασία των θαλασσών στην Ελλάδα

Η χώρα μας έχει εντάξει το 20,1% των θαλασσών της στο Δίκτυο Natura 2000, με σκοπό να προστατέψει μοναδικά είδη που απειλούνται με εξαφάνιση (π.χ. Μεσογειακή φώκια, φυσητήρας), αλλά και οικότοπους που συμβάλλουν στην οικολογική ισορροπία (π.χ. λιβάδια Ποσειδωνίας). Ωστόσο, στην πραγματικότητα, μόλις το 3% των ελληνικών ΘΠΠ διαθέτουν συγκεκριμένα και νομικά δεσμευτικά μέτρα που ρυθμίζουν ανθρώπινες δραστηριότητες που αναπτύσσονται στις θάλασσες, όπως η αλιεία, η θαλάσσια κυκλοφορία και ο τουρισμός.

Το 2020 είναι μία χρονιά ορόσημο, καθώς όλες οι χώρες του κόσμου θα κληθούν να λάβουν σημαντικές αποφάσεις για τη διατήρηση και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και την ενίσχυση των οικοσυστημικών υπηρεσιών για έναν υγιή πλανήτη με οφέλη για όλους τους ανθρώπους. Το WWF Ελλάς επισημαίνει ότι αν η χώρα μας δεν θέλει να μείνει ουραγός στη διεθνή προσπάθεια που καταβάλλεται για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, θα πρέπει άμεσα να δημιουργήσει ένα συνεκτικό δίκτυο ΘΠΠ, να σχεδιάσει και να εφαρμόσει ολοκληρωμένα σχέδια διαχείρισης βασισμένα στην οικοσυστημική προσέγγιση και συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων.

Παραμένουν οι προκλήσεις για ουσιαστική προστασία

Η Ελλάδα, με το εκτεταμένο νησιωτικό αρχιπέλαγος που διαθέτει και το 30% περίπου της συνολικής ακτογραμμής της Μεσογείου, πρόσφατα έθεσε το 20,1% των θαλασσών της υπό νομική προστασία. Αυτή η απόφαση ήταν η απάντηση στην πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά παράλληλα δημιούργησε συγκρούσεις με άλλες αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες που ασχολούνται με θαλάσσιες και παράκτιες δραστηριότητες, όπως η αλιεία.

Ωστόσο, οι πραγματικές επιτόπιες συνθήκες δεν γεννούν τόση αισιοδοξία όσον αφορά την αποτελεσματική διαχείριση των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών της χώρας. Μόλις τρείς επίσημα θεσπισμένες θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές διαθέτουν συγκεκριμένο και νομικά δεσμευτικό σύστημα καθορισμού ζωνών, με κανονισμούς για τη διαχείριση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (π.χ. αλιεία, θαλάσσια κυκλοφορία και τουρισμός). Δέκα επιπλέον ελληνικά εθνικά πάρκα περιλαμβάνουν και θαλάσσιες περιοχές, αλλά τα εν λόγω πάρκα περιλαμβάνουν μόνο στενές ζώνες κατά μήκος της ακτής.

Καμία από τις θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές της Ελλάδας δεν διαθέτει ένα επίσημα εγκεκριμένο και μακροπρόθεσμο σχέδιο διαχείρισης και, συνεπώς, όλες λειτουργούν χωρίς σαφείς στόχους, σκοπούς διατήρησης ή στοχευμένα σχέδια δράσης, δυσχεραίνοντας την εκτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους. Το νομικό πλαίσιο της χώρας έχει ολοκληρωθεί αλλά μόλις πρόσφατα το Υπουργείο Περιβάλλοντος προχώρησε στην υλοποίηση ενός νέου και ιδιαίτερα απαιτητικού έργου που στόχος του είναι να σχεδιάσει και να καθορίσει, για όλες τις θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές (και χερσαίες προστατευόμενες περιοχές) της χώρας, συγκεκριμένα σχέδια καθορισμού ζωνών και μέτρων διατήρησης και, παράλληλα, θα προσπαθήσει να διαμορφώσει και να εγκρίνει επίσημα σχέδια διαχείρισης για όλες τις περιοχές. Πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα προόδου αλλά απομένει να δούμε αν τα σχέδια διαχείρισης θα είναι αρκετά ολοκληρωμένα, αν θα ακολουθήσουν την οικοσυστημική προσέγγιση, αν θα προβλέψουν τη ενεργή συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών, αν θα εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι για την εφαρμογή τους και, τέλος, πόσο καλά θα εφαρμοστούν!

Ένα άλλο εμπόδιο είναι ότι οι Φορείς Διαχείρισης (ΦΔ) των προστατευόμενων περιοχών, που συστάθηκαν σχεδόν πριν από 20 χρόνια, καταβάλλουν ακόμα μεγάλη προσπάθεια να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους.

Η Θαλάσσια Προστατευόμενη Περιοχή της Γυάρου

Δεδομένης αυτής της κατάστασης, το 2013 το WWF Ελλάς μαζί με μια σειρά εταίρων και συνεργατών ξεκίνησαν μια πρωτοβουλία για την ανάπτυξη μιας καινοτόμου προσέγγισης ως προς τον σχεδιασμό και τη διαχείριση των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών στη χώρα, στη Γυάρο, ένα ακατοίκητο νησί των Κυκλάδων, που ήταν γνωστό ότι φιλοξενεί τη μεγαλύτερη αποικία της απειλούμενης μεσογειακής φώκιας (Monachus monachus) στην Ελλάδα.

Ένα βασικό στοιχείο της πρωτοβουλίας στη Γυάρο ήταν η ενεργή και πλήρης εμπλοκή και συμμετοχή όλων των κύριων εθνικών και τοπικών ενδιαφερόμενων μερών στη διαδικασία σχεδιασμού της θαλάσσιας προστατευόμενης περιοχής. Με αυτό το στόχο, συστάθηκε η Επιτροπή Συν-διαχείρισης της Γυάρου, ως φόρουμ συμμετοχής και συζήτησης μεταξύ όλων των βασικών ενδιαφερόμενων μερών, όπως φορείς χάραξης πολιτικής, αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, επιστήμονες, οικολόγοι και τοπικοί χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των ψαράδων. Η Επιτροπή αρχικά ανέπτυξε ένα κοινό όραμα για τη νέα θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή και μετά από ανοιχτές και διαφανείς διαβουλεύσεις, με ομόφωνη λήψη όλων των αποφάσεων, κατάφερε να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης βασισμένο στην οικοσυστημική προσέγγιση καθώς και μια πλήρη πρόταση για τον καθορισμό ζωνών και μέτρων διατήρησης για τη περιοχή. Τον Ιούνιο του 2019, το ελληνικό Υπουργείο Περιβάλλοντος υιοθέτησε την πρόταση της Επιτροπής Συν-διαχείρισης για τον καθορισμό ζωνών και τα μέτρα προστασίας της περιοχής και χαρακτήρισε επίσημα τη θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή της Γυάρου. Η πρόκληση είναι να πειστεί η κυβέρνηση να εφαρμόσει αυτές τις συμμετοχικές προσεγγίσεις σε εθνικό επίπεδο και να ενσωματώσει αυτήν την προσέγγιση συν-διαχείρισης στη διαχείριση όλων των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών.

Μια άλλη καινοτόμος πτυχή της πρωτοβουλίας για τη θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή της Γυάρου ήταν ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη ενός εξ αποστάσεως συστήματος επιτήρησης και φύλαξης. Το σύστημα φύλαξης χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες όπως ένα θαλάσσιο ραντάρ μεγάλης εμβέλειας, μια κάμερα υπέρυθρων ακτίνων υψηλής ανάλυσης (IR) και ένα drone, δίνοντας τη δυνατότητα στην επιτόπια ομάδα του WWF Ελλάς και στο τοπικό λιμεναρχείο  να παρακολουθούν τη θαλάσσια κυκλοφορία και τις ανθρώπινες δραστηριότητες και να ανταποκρίνονται, έγκαιρα και αποτελεσματικά, σε περιπτώσεις παράνομης αλιείας και θήρας εντός της θαλάσσιας προστατευόμενης περιοχής. Το σύστημα λειτουργεί στο πλαίσιο ενός μνημονίου συνεργασίας ανάμεσα στα αρμόδια υπουργεία και το WWF Ελλάς και με την υποστήριξη των ιδρυμάτων Segré και του Πρίγκιπα Αλβέρτου ΙΙ του Μονακό, έχοντας ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της παράνομης αλιείας. Ελαχιστοποιώντας τα λειτουργικά έξοδα των αναγκών για περιπολίες, αυτό το σύστημα εξασφαλίζει επίσης τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της προστασίας και διαχείρισης της περιοχής.