Η αναγγελία του Ιησού στους μαθητές του για το επικείμενο πάθος και τον θάνατό του

Το ευαγγελικό επεισόδιο της 2ης Κυριακής της Τεσσαρακοστής αναφέρεται στη μεταμόρφωση του Κυρίου αμέσως μετά την πρώτη αναγγελία εκ μέρους του Ιησού για το επικείμενο πάθος του και το θάνατό του, η οποία -όπως ήταν φυσικό- προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και σύγχυση μεταξύ των μαθητών του.

“Η αφήγηση του ευαγγελιστή αρχίζει με μια χρονική υπόδειξη/ Ύστερα από έξι ημέρες, χωρίς να διευκρινίζεται το γεγονός”, σημειώνει ο π. Γιάννης Μαραγκός μέσα από τη διαδικτυακή παρουσία του. Ωστόσο, πιθανολογείται ότι ο Ευαγγελιστής εννοούσε τη γιορτή της Σκηνοπηγίας, κατά την οποία ο ευσεβής Ιουδαίος καλείτο να κατοικήσει στην ύπαιθρο και κάτω από μια σκηνή για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η γιορτή διαρκούσε έξι μέρες και οι Ιουδαίοι γιόρταζαν την παράδοση του δώρου του νόμου από τον Θεό στον Μωυσή καθώς επίσης και τα 40 χρόνια που περιπλανήθηκαν μέσα στην έρημο για να προετοιμαστούν και να γίνουν ο λαός που ο Θεός ήθελε με την επιρροή του νόμου που τους έδωσε πριν μπουν στη γη της επαγγελίας.

Η περιγραφή αυτού του επεισοδίου είναι γεμάτη αναφορές σε κείμενα και επεισόδια από το βιβλίο της εξόδου και συγκεκριμένα από το πώς ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά, παρέλαβε το νόμο και κατεβαίνοντας από τη διαμονή στο όρος είχε αλλάξει όψη. Αναφορές υπάρχουν ακόμα στις ωδές του προφήτη Ησαΐα, γνωστές ως οι ωδές του δούλου του Θεού. Η παρουσία του Μωυσή, ο οποίος είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του νόμου, ο ηγέτης και του Ηλία που είναι το ιδεώδες κάθε προφήτου, δηλώνουν ότι είμαστε μπροστά σε μια επιτομή της Παλιάς Διαθήκης και το κλειδί για να κατανοήσουμε την πορεία του Ιησού Χριστού έρχεται από την Παλαιά Διαθήκη.

Το απόσπασμα από το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο.

“Ύστερα από έξι μέρες, παίρνει ο Ιησούς μαζί του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδερφό του, και τους ανεβάζει σ’ ένα ψηλό βουνό. Εκεί μεταμορφώθηκε μπροστά τους· έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και τα ενδύματά του έγιναν άσπρα σαν το φως. Τότε εμφανίστηκε σ’ αυτούς ο Μωυσής και ο Ηλίας, και συνομιλούσαν με τον Ιησού. «Κύριε, είναι ωραία να μείνουμε εδώ!» είπε ο Πέτρος στον Ιησού. «Να κάνουμε, αν θέλεις, εδώ τρεις σκηνές: μια για σένα, μια για το Μωυσή και μια για τον Ηλία». Ενώ μιλούσε ακόμα, ένα φωτεινό σύννεφο τους σκέπασε, και μέσα από το σύννεφο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, ο εκλεκτός μου· αυτόν να ακούτε». Όταν το άκουσαν οι μαθητές, έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και φοβήθηκαν πολύ. Τους πλησίασε τότε ο Ιησούς, τους άγγιξε και τους είπε: «Σηκωθείτε και μη φοβόσαστε». Σήκωσαν τότε τα μάτια τους και δεν είδαν κανέναν άλλο, παρά τον ίδιο τον Ιησού μόνο του. Ενώ κατέβαιναν από το βουνό, τούς πρόσταξε: «Μην πείτε σε κανέναν αυτό που είδατε, ώσπου ν’ αναστηθεί ο Υιός του Ανθρώπου από τους νεκρούς»”.