Άμεση δρομολόγηση πολιτικών εξελίξεων στον ΣΥΡΙΖΑ

Με ακόμα βαθύτερη την εσωκομματική ρήξη στο κυβερνών κόμμα έληξε η ψήφιση του τρίτου μνημονίου, λόγω της αύξησης του αριθμού των κυβερνητικών βουλευτών που δεν έδωσαν θετική ψήφο, μη αφήνοντας άλλα περιθώρια στο πρωθυπουργό παρά να προχωρήσει στο αίτημα για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.

Η συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια, αποτελεί και την κύρια αφορμή των συζητήσεων και ανάπτυξης κάθε είδους πολιτικού σεναρίου, αναλόγως του πολιτικού χώρου που αυτό εξυπηρετεί, με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει δεδομένα να διευθετήσει πρωτίστως την εσωτερική του διάσπαση και τον πρωθυπουργό να οδηγείται προς τις εκλογές με νέα κομματικά δεδομένα.

Στις 222 θετικές ψήφοι υπέρ του μνημονίου, αντιστοιχούσαν μόνο 118 ψήφοι της συγκυβέρνησης, γεγονός που υποδηλώνει πως η κατάσταση επιδεινώνεται για την κυβερνητική πλειοψηφία, που τώρα θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις παράδοξες δηλώσεις των διαφωνούντων μελών της ότι δεν ψηφίζουν τα μέτρα αλλά στηρίζουν τον πρωθυπουργό.

Αυτό πλέον μένει να αποδειχθεί στην πράξη κατά πόσο είναι εφαρμόσιμο και πραγματικό, από την στάση που θα κρατήσουν οι ψηφίσαντες αρνητικά, για το εάν θα δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση ή όχι.

Πάντως στοιχείο ιδιαίτερης βαρύτητας αποτελεί η εξέλιξη που θα σημάνει την πτώση της πρώτης αριστερής κυβέρνησης, από τα ίδια της τα στελέχη, με την διάσπαση να θεωρείται δεδομένη, μένοντας να φανεί εάν οι βουλευτές που διαφοροποίησαν την στάση τους κατά τις ψηφοφορίες στη Βουλή θα αναλάβουν και την ευθύνη της κυβερνητικής πτώσης.

Οι φωνές διαφωνίας

Από την πρώτη στιγμή της επίτευξης της συμφωνίας με τους δανειστές, οι εκφραστές της αριστερής πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασαν την διαφωνία τους και διατύπωσαν την θέση τους υπέρ της επιλογής της ρήξης, με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη να διαχωρίζεται πλήρως, στοχοποιώντας άμεσα τον Αλέξη Τσίπρα.

Αν και υπήρξε ενιαία άποψη και κοινή αποδοχή περί της σκληρότητας του τρίτου μνημονίου, η επιλογή της ευθείας ρήξης και επιστροφής της χώρας στο εθνικό της νόμισμα, οι διατυπώσεις της αριστερής πλατφόρμας δεν φαίνεται, μέχρι τώρα τουλάχιστον, να έχουν καταφέρει να έχουν το «ρεύμα» που ανέμεναν.

Οι τελικές αποφάσεις για την δημιουργία ή όχι νέου κομματικού σχήματος από πλευράς του θα ξεκαθαρίσουν μετά την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της Αριστερής Πλατφόρμας, με τα στοιχεία να δείχνουν πως τα μέλη της δεν προτίθεται να συμμετάσχουν στο τακτικό συνέδριο του κόμματος, καθώς δεν έχει εδραιώσει τις απαραίτητες συμμαχίες που θα την ισχυροποιήσουν εντός του κομματικού οργάνου.

Άλλωστε σαφής ένδειξη προς αυτό αποτέλεσε και το κείμενο που γνωστοποιήθηκε από τα δύο ηγετικά της στελέχη, Π. Λαφαζάνη και Αντ. Νταβανέλο, που συνυπέγραφαν εκπρόσωποι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, μέσω του οποίου τονιζόταν η αναγκαιότητα «άμεσης λαϊκής οργάνωσης σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους κοινωνικούς χώρους», ενώ γινόταν λόγος για «πολιτική και κοινωνική συγκρότηση ενός πλατιού πανελλαδικού κινήματος, με δημιουργία επιτροπών αγώνα ενάντια στο νέο Μνημόνιο, τη λιτότητα και την επιτροπεία της χώρας».

Ένα από τα πρώτα άτομα που βρέθηκαν στο στόχαστρο των σχολιασμών και της έντονης κριτικής είναι ο π. υπουργός Οικονομικών, Γ. Βαρουφάκης, με την υπερέκθεση του και το πλήθος των ακόμα και αυταναιρούμενων δηλώσεων του να αποτελούν γι’ αυτόν και το στοιχείο της προσωπικής του πτώσης.

Πάντως στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, η στάση του δεν μπορεί να προκαθοριστεί, αφού ακόμα δεν έχει προχωρήσει στη δημοσιοποίηση των προθέσεων του.

Το πλέον πολυσυζητημένο πολιτικό πρόσωπο, είναι η πρόεδρος της Βουλής, Ζ. Κωνσταντοπούλου, που ενώ κανείς δεν μπορεί μετά βεβαιότητας να αναφερθεί στις επόμενες πολιτικές της κινήσεις, όμως είναι ίσως το μοναδικό πρόσωπο που άρθρωσε εμπεριστατωμένο και σαφή πολιτικό αντίλογο, χωρίς να αναστείλει στο ελάχιστο την επιθετικότητα της κατά του πρωθυπουργού και των κυβερνητικών χειρισμών.

Παράλληλα με ενδιαφέρον αναμένεται η στάση τόσο του Μανώλη Γλέζου, όσο και των ευρωβουλευτών του κόμματος.

Κυβερνητική αντιμετώπιση

Η πλευρά του Μαξίμου επιχειρεί με κάθε τρόπο να ξεκαθαρίσει το τοπίο, ώστε στην αναμενόμενη εκλογική διαδικασία να εμφανιστεί ο πρωθυπουργός επικεφαλής μιας ανανεωμένης κυβερνητικής πρότασης, με δεδομένο ότι η απώλεια σημαντικού αριθμού βουλευτών του θα του επιτρέψει την συμπλήρωση των εκλογικών λιστών του με νέα πρόσωπα.

Αξίζει να σημειωθεί βέβαια πως με κάθε τρόπο και σε όλους τους τόνους διαμηνύεται πως αποκλείεται η προοπτική της συγκυβέρνησης με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, σε ένα κυβερνητικό σχήμα ειδικού σκοπού.

Χαρακτηριστική είναι επ’ αυτού η δήλωση της, σε συνέντευξη που παραχώρησε, της κυβερνητικής εκπροσώπου, Όλγας Γεροβασίλη, η οποία αφού ξεκαθάρισε πως ενώ υπάρχει κυβερνητική επιθυμία για εκλογές, οι εσωτερικές ή εξωτερικές δυνάμεις που επιθυμούν κυβέρνηση ειδικού σκοπού «Σε αυτούς τους σχεδιασμούς δεν θα μας βρουν συμμάχους. Όσες πιέσεις και αν ασκήσουν, όσα πρωτοσέλιδα και αν στήσουν. Θα απογοητευθούν οικτρά όσοι εύχονται να ανοίξουμε την πόρτα για να εισβάλουν εκείνοι στους οποίους η ελληνική κοινωνία έχει γυρίσει την πλάτη. Η πορεία ανάκαμψης της χώρας περνάει μέσα από ισχυρές κυβερνήσεις που προκύπτουν από καθαρή λαϊκή εντολή».

Όσον αφορά στους αντιδρώντες βουλευτές, ο ίδιος ο πρωθυπουργός τους χαρακτήρισε ως «απρόσμενους συμμάχους» όλων αυτών που δεν επιθυμούν μία αριστερή κυβέρνηση και όσον αφορά στο δίλημμα το οποίο τίθεται, ανέφερε πως η πραγματική του διάσταση είναι μεταξύ μνημόνιου με ευρώ και μνημόνιου με δραχμή.

Άλλωστε επανειλημμένα έχει διατυπωθεί από την πλευρά του Μαξίμου πως το «Όχι» του δημοψηφίσματος σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε επιστροφή στη δραχμή, καθώς αυτό αποτελεί και το βασικό αίτημα του Β. Σόιμπλε, που επέμενε στη λύση του Grexit.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό για το οποίο πασχίζει η μεγαλύτερη μερίδα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι να υπάρξει σύνθεση των διαφορετικών απόψεων και ενότητα εν όψει των κομματικών του διαδικασιών.

Χαρακτηριστική δεν προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η κοινή δήλωση 17 βουλευτών του, οι οποίοι όπως σημειώνουν «είτε ψηφίσαμε «Ναι» είτε «Όχι» είτε «Παρών», αισθανόμαστε όλες και όλοι το βάρος της αποτυχίας. Και είμαστε αποφασισμένοι να συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις για να φτάσει ο ΣΥΡΙΖΑ ενωμένος στις συνεδριακές διαδικασίες που πρέπει να ξεκινήσουν αμέσως. Και είναι αυτονόητο, για μας, ότι το συνέδριο και οι διαδικασίες του πρέπει να διεξαχθούν πριν τις εκλογές».