Αυτούσια η τοποθέτηση του επικεφαλής, Ν. Καΐλη

Κριτική της Λαϊκής Συσπείρωσης Σύρου για τον απολογισμό της Δημοτικής Αρχής

  • Τετάρτη, 23 Μαΐου, 2018 - 23:50

Η σημερινή απολογιστική συνέλευση γίνεται από τη μια εν μέσω πανηγυρισμών για την «ανάπτυξη» και τις επενδύσεις που είναι προ των θυρών, όπως διατείνεται η κυβέρνηση μέσω και των περιοδευόντων αναπτυξιακών συνεδρίων που θα φιλοξενήσουμε και εδώ σύντομα, και από την άλλη με τον κόσμο να αγωνιά καθώς όλα τα μέτρα του προηγούμενου διαστήματος όχι απλά παραμένουν και επιδεινώνονται αλλά αποτελούν την προϋπόθεση της «ανάπτυξης» αυτής.

Ταυτόχρονα, προχωρά και η διαβούλευση για τον «Κλεισθένη 1», το νέο νομοσχέδιο για την τοπική διοίκηση το οποίο ενσωματώνει όλες τις αντιδραστικές αλλαγές των προηγούμενων νομοσχεδίων και προωθεί τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την προσαρμογή της Τοπικής Διοίκησης και των δυο βαθμών, στον ευρύτερο αποπροσανατολισμό και την καθυπόταξη του λαού ώστε να υιοθετήσει ως δική του ανάγκη τα διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα για τους μεγαλοεπιχειρηματίες και την ανάγκη τους για μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους.
Όλο αυτό το διάστημα γινόμαστε μάρτυρες της ολοένα και μεγαλύτερης αποδυνάμωσης και αποσύνδεσης της χρηματοδότησης του Δήμου από την κεντρική διοίκηση,  με αποτέλεσμα να χάνεται ο κοινωνικός χαρακτήρας που θα έπρεπε να διέπει τη λειτουργία του. Αυτό εννοούμε όταν μιλάμε για την επιχειρηματική λειτουργία του Δήμου, ότι οι ανάγκες των δημοτών θυσιάζονται στη λογική του «κόστους – ωφέλειας», ότι προωθείται η επιβολή τοπικών φόρων και η γενίκευση της ανταπόδοσης και ότι τελικά αντί ο Δήμος να υπηρετεί τους δημότες εξυπηρετεί την επιχειρηματικότητα, δηλαδή τις ανάγκες των διαφόρων επιχειρηματικών ομίλων. Στη λογική λοιπόν της προώθησης της κεντρικής πολιτικής η Δημοτική Αρχή δεν τα πάει και άσχημα, στη βάση αυτή αιτιολογείται και η αύξηση των ιδίων εσόδων του δήμου κατά 5% στον τρέχοντα προϋπολογισμό σε σχέση με το 2017. Έτσι ενώ εμείς καλούμαστε να ξαναβάλουμε το χέρι στην τσέπη για υπηρεσίες που τις έχουμε ξαναπληρώσει μέσω της κεντρικής φορολογίας, η κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιήσει τους πόρους που εξοικονομεί από τη χρηματοδότηση των δήμων για να δώσει τις απαιτούμενες διευκολύνσεις και ελαφρύνσεις στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, ώστε να προχωρήσουν στις διάφορες επενδύσεις. Η αποδοχή αυτής της πολιτικής από τη Δημοτική Αρχή είναι αυτή που την κάνει να ψάχνει έναν «κοινωνικά δίκαιο τρόπο αύξησης των εσόδων» όπως είχε ειπωθεί εισηγητικά κατά την παρουσίαση του τρέχοντος προϋπολογισμού, πράγμα όμως που πρακτικά είναι αδύνατο καθώς πάντα η μεγάλη μάζα του λαού είναι αυτή που πληρώνει το μάρμαρο. 
Ασχέτως με το τι ευαγγελίζεται η κυβέρνηση περί «εξόδου στο ξέφωτο», η οικονομική κρίση και οι συνέπειες της παραμένουν. Η ανέχεια, τόσο η σχετική όσο και η απόλυτη διευρύνονται ενώ κυριαρχεί η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια. Αυτές οι συνθήκες βάζουν, αξιωματικά, μπροστά το ζήτημα της εφαρμογής και διεύρυνσης αποδοτικών δράσεων κοινωνικής πολιτικής και από την πλευρά του δήμου. Τα διάφορα κυβερνητικά προγράμματα στήριξης της ακραίας φτώχειας όχι απλά είναι μπαλώματα που δεν ακουμπούν καν τη λύση του προβλήματος αλλά αντιθέτως οδηγούν στη συμφιλίωση με την εικόνα πως μια μερίδα των συνανθρώπων μας θα ζει στην ανέχεια και την εξαθλίωση. Θεωρούμε επιτακτική τη διεκδίκηση πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό για τη στήριξη της λαϊκής οικογένειας με διευρυμένες και επαρκώς στελεχωμένες κοινωνικές δομές, δωρεάν δομές άθλησης και πολιτισμού, ελεύθερους χώρους αναψυχής-πρασίνου κ.λπ.
 Κατά ειρωνικό τρόπο κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστερά», επέλεξε την 1η Μάη για να ξεκινήσουν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις για χρέη από 500 ευρώ σε δημόσιο και δήμους. Ειδικότερα, οι οφειλές σε δήμους αφορούν συνήθως σε ανταποδοτικά τέλη, τέλη νεκροταφείου, ύδρευση, τροφεία παιδικών σταθμών, τέλη κατάληψης πεζοδρομίων, ΤΑΠ κ.λπ. Είναι αυτές οι οφειλές που αποτυπώνονται στους προϋπολογισμούς των δήμων ως ανείσπρακτα έσοδα παρελθόντων ετών (ΠΟΕ) και για τα οποία τόσος λόγος έχει γίνει κατά διαστήματα στα Δημοτικά Συμβούλια στη βάση της βελτίωσης της εισπραξιμότητας. Ως Λαϊκή Συσπείρωση θεωρούμε υποχρέωση όχι μόνο της εδώ, αλλά και κάθε Δημοτικής Αρχής να συμβάλει ώστε να μην λεηλατηθεί η περιουσία και οι κόποι μιας ζωής για μικροοφειλές. Να γίνει κοινό αίτημα των δήμων της χώρας και να απαιτηθεί από την κυβέρνηση άμεση νομοθετική ρύθμιση, που να προστατεύει τη λαϊκή οικογένεια από πλειστηριασμούς και κατασχέσεις με γνώμονα την οικονομική της κατάσταση και να δίνει το δικαίωμα στα Δημοτικά Συμβούλια να αποφασίζουν για διαγραφές οφειλών σε αυτούς που αποδεδειγμένα ούτε μπορούν, ούτε έχουν να πληρώσουν.
Η προσχολική αγωγή, εδώ και 17 χρόνια έχει περάσει στην ευθύνη της Τοπικής Διοίκησης, χωρίς ποτέ να εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι. Έτσι, κάθε χρόνο «τρέχουμε» να μπαλώσουμε τις ανάγκες παιδιών και γονέων με προσλήψεις ορισμένου χρόνου. Ταυτόχρονα, στη βάση του συμβιβασμού με τη χρόνια υποχρηματοδότηση των δομών και την κατ’ επέκταση αδυναμία της Δημοτικής Αρχής να καλύψει το σύνολο των αναγκών των σταθμών, αφήνεται σημαντικό μέρος των δαπανών λειτουργίας τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανανέωση του εξοπλισμού) να καλυφθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία στο πλαίσιο της λεγόμενης κοινωνικής ευθύνης, είναι αυτό που έλεγε ένα μαθητικό σύνθημα «.. σε λίγο τα σχολειά μας θα γράφουν Coca Cola..». Η παιδεία γενικότερα, αλλά και η προσχολική αγωγή ειδικότερα, δεν γίνεται να αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα και να δίνεται στους γονείς των παιδιών με κουπόνια και Voucher (ΕΣΠΑ), είναι δικαίωμα για κάθε παιδί. Πρέπει επιτέλους να γίνει πραγματικότητα η ολοκληρωμένη φροντίδα και αγωγή όλων των παιδιών. Αυτό είναι ευθύνη της κυβέρνησης. Καθήκον της Δημοτικής Αρχής, μαζί με τους γονείς, να τη διεκδικήσουν, να διεκδικήσουμε χρηματοδότηση για τους Παιδικούς Σταθμούς που ήδη λειτουργούν στην ευθύνη του Δήμου. Για τα κτιριακά τους προβλήματα, τον εξοπλισμό και τη στελέχωσή τους.
 Η εφαρμοζόμενη πολιτική στο χώρο των μεταφορών η οποία καθορίζεται ουσιαστικά από τα συμφέροντα των ομίλων που δραστηριοποιούνται σε αυτές, προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις στα νησιά αλλά και την αναπτυξιακή προοπτική τους. Το μοντέλο ακτινωτής διασύνδεσης των νησιών που ήδη εφαρμόζεται έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση τόσο του χρόνου όσο και του κόστους μετακίνησης των νησιωτών αλλά και των επισκεπτών. Οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, ιδιαίτερα, για τους νησιώτες είναι βασικότατο κοινωνικό δικαίωμα και συνοψίζεται στην απρόσκοπτη, φθηνή και ασφαλή δυνατότητα μετακίνησης μας από και προς την ηπειρωτική χώρα αλλά και με τα γύρω νησιά. Δεν θέλουμε πλοία μόνο για τις περιόδους των διακοπών αλλά όλο το χρόνο και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την πίεση των τοπικών κοινωνιών των νησιών αλλά και των αντίστοιχων δημοτικών αρχών προς αυτήν την κατεύθυνση.
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, η λέξη που κυριαρχεί αυτή την περίοδο σε πολιτικό επίπεδο είναι η ανάπτυξη μέσω κυρίως της προσέλκυσης επενδύσεων. Έτσι και εμείς εδώ στο νησί έχουμε γίνει μάρτυρες, το τελευταίο διάστημα, του επενδυτικού ενδιαφέροντος για τη Σύρο το οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα σας είναι το μόνο που μπορεί να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης για το νησί. Παρότι σύμφωνα με τις κατά καιρούς, τοποθετήσεις συμβούλων της πλειοψηφίας στο Δημοτικό Συμβούλιο, πως όποιος διαφωνεί ή έστω εκφράζει κάποιες ενστάσεις επ’ αυτών είναι από οπισθοδρομικός έως εχθρός του νησιού ή εγκεφαλικά δυσλειτουργικός, θα μας επιτρέψετε να διαφωνούμε με την προοπτική που μπαίνει για το νησί. Πρώτον θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως το μοντέλο που προωθείται εδώ, παρόλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, δεν αποτελεί πανελλαδική πρωτοπορία ή κατόρθωμα της μιας ή της άλλης διοίκησης, είναι ενταγμένο στο αφήγημα “του εθνικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης” που προωθείται κεντρικά.

Στη βάση αυτή εντάσσονται τα επενδυτικά σουλάτσα των Αμερικάνων, οι μπίζνες με το στρατόπεδο και άλλες δημοτικές ή δημόσιες εκτάσεις, η αξιοποίηση του λιμανιού και των εγκαταστάσεων του για το ξεμούδιασμα του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ κοκ. Για οικονομία χρόνου, δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά σε κάθε ζήτημα, καθώς έχουμε ήδη διατυπώσει πολλάκις τις απόψεις μας επ’ αυτών. Η ύπαρξη ενός κεντρικού αναπτυξιακού σχεδίου δεν σημαίνει πως η Δημοτική Αρχή είναι άμοιρη ευθυνών και πως για όλα φταίει η «κακία» κυβέρνηση, απεναντίας η Δημοτική Αρχή έχει ευθύνες γιατί όλο αυτό το διάστημα προωθεί τα σχέδια αυτά και συμμετέχει ενεργητικά στον σχεδιασμό και προγραμματισμό τους. Γιατί όμως τελικά είναι κακή αυτή η ανάπτυξη; Μήπως τελικά έχουμε καμία πετριά και θέλουμε το νησί, η χώρα μας να μην πάνε «μπροστά»; Πρώτα απ’ όλα, ανάπτυξη ναι! Αλλά για ποιόν; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να βάζουμε κάθε φορά που ακούμε για το τάδε ή το δείνα αναπτυξιακό πλάνο. Σε ένα άδικο κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση των πολλών για την κερδοφορία των λίγων δεν μπορεί να υπάρξει δίκαιη ανάπτυξη, όπως δεν γίνεται οι πλάστιγγες μιας ζυγαριάς να είναι και οι δύο προς τα πάνω. Χρησιμοποιείται συνεχώς το επιχείρημα πως οι επενδύσεις θα φέρουν νέες θέσεις εργασίας και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει εκ μέρους της Δημοτικής Αρχής να γίνεται λόγος για χιλιάδες νέες θέσεις. Φυσικά και είναι καλό να ανοίγουν θέσεις εργασίας. Φτάνει αυτό πια όμως; Τη στιγμή που ακόμα και αυτοί που δουλεύουν, πολλές φορές βρίσκονται στα όρια της σχετικής ανέχειας. Το βασικό το λοιπόν δεν είναι να δουλεύεις, και οι σκλάβοι δούλευαν. Το βασικό είναι να έχεις δουλειά με δικαιώματα, με ανθρώπινα ωράρια και αξιοπρεπείς μισθούς για να ζήσεις εσένα και την οικογένεια σου. Αυτό θεωρούμε εμείς το θεμέλιο της ανάπτυξης που θα βάζει στο επίκεντρο της τις σύγχρονες ανάγκες του λαού και για μια τέτοια ανάπτυξη τον καλούμε να αγωνιστεί. Το προκείμενο, όπως το βλέπουμε εμείς, δεν είναι το πώς διαχειρίζεσαι αυτή την κατάσταση που θέλει τους πολλούς στην υπηρεσία των λίγων, αλλά το πώς θα οργανώσεις την πάλη για την ικανοποίηση των δικών μας σύγχρονων αναγκών, ενάντια στις κεντρικές πολιτικές εξαθλίωσης μας. Ένα βήμα, προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η διεκδίκηση για δραστική αύξηση των κρατικών δαπανών από τον Προϋπολογισμό για κοινωνική πολιτική, για ενίσχυση της λαϊκής οικογένειας, για την επαρκή λειτουργία των Δημοτικών Υπηρεσιών καθώς μόνο έτσι μπορεί εν τέλει να καταργηθεί και κάθε είδους τοπική φορολογία, κάθε έμμεση φορολογία.