Απάντηση του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Σύρου-Ερμούπολης στην «Κοινή Γνώμη»

Ταχύρρυθμα μαθήματα άνευ διδασκάλου

Συνεπής στην αερολογία, την περιορισμένη οπτική, τα στερεότυπα και τα στεγανά σκεπτικού επί θεμάτων τα οποία επί της ουσίας αγνοεί και τον κομπλεξισμό (λόγω της θέσης στην οποία συγκυριακά και όχι αξιωματικά βρέθηκε), εμφανίζεται ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Σύρου-Ερμούπολης.

Η εμμονική του αντιπαλότητα με την «Κοινή Γνώμη», δεν φαίνεται να κόπασε στα περίπου τρία χρόνια της θητείας του, καθώς η απαξίωση που εισέπραξε από την εφημερίδα, εξαιτίας του περιορισμού της παρουσίας του στα κοινά μέχρι σημείο «ανυπαρξίας», τον ώθησε με κάθε τρόπο να διεκδικήσει ένα, έστω ελάχιστο, μερίδιο δημοσιότητας.

Ένας κυκεώνας νομικών συμπερασμάτων

Με ένα κείμενο, το οποίο συνέταξε κατόπιν νομικών συμβουλών, κατευθύνσεων και επισημάνσεων, δηλαδή άνευ δικής του κύριας και ουσιαστικής επί του θέματος γνώσης, άρα με περισσή προκλητικότητα, θέλησε να «παραδώσει» μαθήματα προς την εφημερίδα, περί νομικών γνώσεων.

Συγκεκριμένα στην απαντητική του επιστολή αναφέρει:

«Προς «ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ»: Αναφορά στον σχολιασμό του πρωτοσέλιδου ως και του περιεχομένου των σελίδων 8 και 9 του φύλλου σας της 04.09.2018, περί της απολύτου ευτελείας της πολιτικής ζωής από τις μεθοδεύσεις του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Σύρου-Ερμούπολης, και περί επιχειρήσεως φιμώσεως του τύπου με απειλές υπό του ιδίου, με ακραίο σκεπτικό φασίζοντος προσανατολισμού, και αναφορά ειδικώς περί οφειλομένων γνώσεων.

1. Σύμφωνα με το άρθρο 33 του Νόμου 3584/2007, («Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών Υπαλλήλων»), όπως ισχύει σήμερα:  «Εχεμύθεια. 1. Ο υπάλληλος οφείλει να τηρεί εχεμύθεια για θέματα που χαρακτηρίζονται ως απόρρητα από τις κείμενες διατάξεις. Οφείλει επίσης να τηρεί εχεμύθεια σε κάθε περίπτωση που αυτό επιβάλλεται από την κοινή πείρα και λογική, για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών. 2.  Η υποχρέωση εχεμύθειας δεν αντιτάσσεται στις περιπτώσεις που προβλέπεται δικαίωμα των πολιτών να λαμβάνουν γνώση των διοικητικών εγγράφων».

Διοικητικά έγγραφα είναι εκείνα που συντάσσονται από διοικητικά όργανα και εξυπηρετούν την επικοινωνία μεταξύ Δημοσίων Υπηρεσιών και Πολιτών, καθώς και Δημοσίων Υπηρεσιών μεταξύ τους, (όπως: εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις).

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, οι εισηγήσεις και λοιπές αναφορές δημοτικών υπαλλήλων προς την Υπηρεσία των ή προς αρμόδια Δημοτικά ατομικά ή συλλογικά Όργανα, δεν είναι τελειωμένα διοικητικά έγγραφα, αλλά εμπιστευτικού χαρακτήρα ατελή τοιαύτα, εμπεριέχοντα τοποθετήσεις ή εκφορές απόψεων, και τότε μόνον καθίστανται «διοικητικά έγγραφα», όταν στη βάση αυτών παραχθούν έτερα, από αρμόδια Όργανα Διοίκησης, που παράγουν δημιουργώντας έννομες συνέπειες για τον Πολίτη, στα οποία αυτά τελευταία έγγραφα αποτελούν «συνημμένα» ή «συνοδευτικά έγγραφα». Όταν στη βάση αυτών, ή και ενάντια στο περιεχόμενό των, βασισθούν και εκδοθούν διοικητικά έγγραφα, (όπως είναι οι αποφάσεις των ατομικών ή συλλογικών δημοτικών Οργάνων), τότε ο έχων έννομο συμφέρον δύναται να ζητήσει με έγγραφη αίτησή του να λάβει αντίγραφά των, σύμφωνα με τα συναφώς προδιαγραφόμενα από τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. (Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος περιελεύσεως τέτοιων εγγράφων προς τρίτους, συνιστά μη νομίμως επιτρεπτή «διαρροή»).

Καθίσταται σαφές από τα παραπάνω, ότι ο δημοτικός υπάλληλος, ως έχων καθήκον εχεμύθειας έναντι του Δήμου και των συμφερόντων του, δεν δύναται να διαρρέει τέτοια έγγραφα προς τρίτους, (δηλαδή έγγραφα που συνέταξε ο ίδιος ή που περιήλθαν σε γνώση του λόγω της υπαλληλικής του θέσεως), χωρίς αίτησή τους, και χωρίς θετική ή αρνητική απόφαση του αρμόδιου για τη χορήγηση των εξαιτουμένων εγγράφων αρμόδιου διοικητικού Οργάνου. Εάν το αρμόδιο Δημοτικό Όργανο αρνείται, (δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα), την χορήγηση εγγράφων, ο έχων έννομο συμφέρον για την εκζήτησή τους μπορεί να προσφύγει στον Εισαγγελέα, ο οποίος, αφού διαπιστώσει το σύννομο ή μη του αιτήματος, θα το δεχθεί ή θα το απορρίψει, της όποιας αποφάσεώς του δεσμευούσης την δημοτική Διοίκηση. (Γίνεται μνεία εν προκειμένω, ότι και ο Δήμαρχος και οι Δημοτικοί Σύμβουλοι, οσάκις ενεργούν υπό την δημοτική των ιδιότητα και για δημοτικούς σκοπούς, θεωρούνται εν τη εννοία του νόμου ως «υπάλληλοι» και συνεπώς ισχύουν και γι΄ αυτούς τα προλεχθέντα).

2. Τα έγγραφα του Δικηγόρου, (γνωμοδοτήσεις, δικόγραφα, κ.λ.π.), δεν είναι διοικητικά έγγραφα, ούτε μπορούν να καταστούν, αφού υπό την οποιαδήποτε ιδιότητά του, ακόμη και αυτής της επί παγία αντιμισθία ασκουμένης δικηγορίας, ο Δικηγόρος δεν παύει να είναι ελεύθερος επαγγελματίας, και σε ουδεμία περίπτωση καθίσταται ή δύναται να καταστεί υπάλληλος, ή τελών σε σχέση εξαρτημένης εργασίας. Εν τη εννοία του νόμου θεωρείται ως «συλλειτουργός» στην απονομή της δικαιοσύνης. Όταν τα έγγραφα, (ή και προφορικά ακόμη), έργα και απόψεις του Δικηγόρου, αποτελέσουν τυχόν μέρος και τμήμα εγγράφου της Διοίκησης, τότε και μόνον δύναται ο οποιοσδήποτε τρίτος να λάβει γνώση των σχετικών δικηγορικών απόψεων, εκζητώντας το ενιαίο πλέον διοικητικό και δημόσιο έγγραφο, (και όχι αυτούσια την δικηγορική Γνωμοδότηση), με τον αναφερθέντα τρόπο που προδιαγράφει ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας.

Σύμφωνα με την νομοθεσία και νομολογία περί Δικηγόρων, η μεταξύ του εντολέως, (φυσικού ή νομικού προσώπου), και εντολοδόχου δικηγόρου σχέση, είναι άκρως εμπιστευτική, της εμπιστευτικότητας αυτής μάλιστα εξελισσομένης επί το αυστηρώτερον οσάκις υπόκειται σχέσις παροχής υπηρεσιών επί παγία μηνιαία αντιπαροχή, (βλέπετε σχετικώς και Α.Π. 1.606/1988, Ε.Ε.Ν. 56.758, ΕφΑθ 3.479/1983 ΑρχΝ 34.362, κ.ο.κ.). Ομοίως και κατ΄ άρθρο 38 Δικηγορικού Κώδικος, ο Δικηγόρος οφείλει να τηρεί αυστηρώς εχεμύθεια για όσα του εμπιστεύεται ο εντολέας του κατά την ανάθεση και εκτέλεση της εντολής, ή για όσα πληροφορείται κατά την διάρκεια του χειρισμού της.

Από τα παραπάνω καθίσταται πρόδηλο ότι οι Δικηγορικές Γνωμοδοτήσεις συνιστούν σε κάθε περίπτωση «ιδιωτικά έγγραφα ιδιαιτέρως αυξημένης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας», αφορούν μόνον αυτόν και τον εντολέα του, οποιαδήποτε δε περιαγωγή των σε τρίτο, χωρίς την άδεια του συντάξαντος του έγγραφο Δικηγόρου συνιστά επιλήψιμη «διαρροή» και έκνομη πράξη, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες του νόμου. Εάν δε η Γνωμοδότηση, με την ρητή προηγούμενη συγκατάνευση του Δικηγόρου, τυχόν καταστεί μέρος διοικητικού εγγράφου, ή δίδεται προς τον σκοπόν αυτόν, τότε αυτή λαμβάνεται, και ο τρίτος λαμβάνει γνώση αυτής, όχι ως μέρους «διοικητικού εγγράφου», αλλά ως «δημοσίου» τοιούτου, και πάντοτε με την τήρηση των προαναφερθέντων κανόνων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας».

Σημεία που διέφυγαν επισήμανσης

Πέραν του ανωτέρω μαθήματος που παρέδωσε, το σκονάκι των νομικών για να το συντάξει θα μπορούσε κάλλιστα να συμπληρωθεί και από άλλες νομικές αναφορές επί του θέματος, τα οποία παρατίθενται ως προσφορά της εφημερίδας, όπως: 

Σύμφωνα με γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. (189/2015) αναφέρεται ότι «…Στο ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 45) και ειδικότερα, στο άρθρο 5 αυτού, ορίζεται ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. Αυτό δεν ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου η αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.

Ερμηνεύοντας δε το Ν.Σ.Κ. τις σχετικές διατάξεις καταλήγει πως «1. Ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας στο άρθρο 5, με θεμελίωση στις διατάξεις του άρθρου 5Α, παρ. 1 και 10 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, καθιερώνει το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων, που συντάσσονται από δημόσιες υπηρεσίες ή και των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται σ' αυτές και λήφθηκαν υπόψη από τη Διοίκηση και αποτέλεσαν τη βάση και την αιτιολογία διοικητικών πράξεων. Το δικαίωμα αυτό δεν εξαρτάται από την επίκληση εννόμου συμφέροντος, αρκεί και εύλογο ενδιαφέρον (ΣτΕ Ο λ. 94/2013, 3130/2000, 841/1997). Ως διοικητικά έγγραφα, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 5 του ΚΔΔιαδ., θεωρούνται όσα συντάσσονται από δημόσιες υπηρεσίες, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ.…»

«…Ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως εμπιστευτικού ή απορρήτου, κατά την αυτόβουλη εκτίμηση του συντάκτη του, δεν συνιστά απόρρητο προβλεπόμενο από ρητές ειδικές διατάξεις και κατά συνέπεια, δεν είναι λόγος απόρριψης του αιτήματος πρόσβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ΚΔΔιαδ., εκτός αν το έγγραφο αφορά θέμα, η γνωστοποίηση του οποίου μπορεί, ενδεχομένως, να προκαλέσει βλάβη του δημοσίου συμφέροντος (Γνωμ.ΝΣΚ 401/2010, σχετ. Ατομ.Γνωμ.ΝΣΚ 67/2006)…»

«…οι διατάξεις περί απορρήτου, ερμηνευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 5Α, 10 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν αποκλείουν την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης, εφόσον, πάντως, η Διοίκηση, κατ' ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, σταθμίσει το συμφέρον του εν λόγω προσώπου προς το δημόσιο συμφέρον διατήρησης του απορρήτου του επίμαχου εγγράφου και κρίνει ότι του τελευταίου υπερτερεί το πρώτο (ΣτΕ 1116/2009, 3130/2000, ΟλΣτΕ 2139/1993, ΓνωμΝΣΚ 566/2004)».

«2…το εκάστοτε θεσμικό όργανο, όταν αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο το οποίο του ζητήθηκε να δημοσιοποιήσει, οφείλει κατ' αρχήν να εξηγήσει με ποιον τρόπο η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύει η συγκεκριμένη εξαίρεση του άρθρου 4 την οποία επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο. Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός…

Επίσης, το θεσμικό όργανο οφείλει, όταν εφαρμόζει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του Κανονισμού 1049/2001, να σταθμίζει το ειδικό συμφέρον που πρέπει να προστατευθεί μέσω της μη γνωστοποίησης του περιεχομένου του οικείου εγγράφου με το γενικό συμφέρον να επιτραπεί η πρόσβαση στο συγκεκριμένο έγγραφο, ιδίως υπό το πρίσμα των πλεονεκτημάτων τα οποία απορρέουν, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική σκέψη 2 του Κανονισμού 1049/2001, από την αυξημένη διαφάνεια και συνίστανται στην καλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και στη μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι των πολιτών σε ένα δημοκρατικό σύστημα...»

Χαρακτηριστικά δε στο Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 28 «Κωδικοποίηση διατάξεων για την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα και στοιχεία» (ΦΕΚ Α' 34/23-03-2015), στο άρθρο 1 παρ. 1 αναφέρεται ότι «Ως διοικητικά

έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις»... όπως επίσης και στο άρθρο  8 παρ. 3, γίνεται αναφορά στο ν. 4305/2014, όπου ορίζεται ότι «3. «Έγγραφο», κάθε έγγραφο, τμήμα εγγράφου, πληροφορία ή δεδομένο που εκδίδεται ή έχει ανατεθεί προς διαχείριση στους φορείς του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, και ιδίως μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιοι οδηγίες, απαντήσεις των διοικητικών αρχών, γνωμοδοτήσεις, αποφάσεις, αναφορές, ανεξάρτητα από το μέσο αποτύπωσης που χρησιμοποιείται (π.χ. αποτύπωση σε χαρτί, αποθήκευση σε ηλεκτρονική μορφή ή ηχητική, οπτική, οπτικοακουστική εγγραφή). Ως «έγγραφα», για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου λογίζονται και τα ιδιωτικά έγγραφα που βρίσκονται σε αρχεία (φακέλους) φορέων του δημόσιου τομέα και χρησιμοποιήθηκαν ή λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής τους δράσης».

Δημοσιογραφικές υποδείξεις

Όμως η έπαρση και η αυταρέσκεια του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου δεν περιορίζεται στην νομική υποβοήθηση για την διδακτική του πρόθεση προς την εφημερίδα, αλλά εκτείνεται και σε πεδία τελείως ξένα και άσχετα με το ενδιαφέρον αλλά και το γνωστικό του πεδίο, επιχειρώντας να παραδώσει και μαθήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Συγκεκριμένα στην απαντητική επιστολή αναφέρεται: «3. Σύμφωνα με τον Κώδικα και τις αρχές Δεοντολογίας Δημοσιογράφων και του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, (που εγκρίθηκε από την Γενική Συνέλευση της ΕΣΗΕΑ της 19 - 20 Μαΐου 1998, με ποσοστό 80,4%), θεωρείται προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον δημοσιογράφο η διαστρέβλωση, η απόκρυψη, η αλλοίωση ή η πλαστογράφηση πραγματικών περιστατικών, (άρθρο 1 παρ. β΄ Κώδικος). Ο Δημοσιογράφος οφείλει να επανορθώνει χωρίς χρονοτριβή, με ανάλογη παρουσίαση και ενδεδειγμένο τονισμό, (και ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του), ανακριβείς πληροφορίες και ψευδείς ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ανθρώπου και του πολίτη και να δημοσιεύει ή να μεταδίδει την αντίθετη άποψη, χωρίς, αναγκαστικά, ανταπάντηση, η οποία θα τον έθετε σε προνομιακή θέση έναντι του θιγομένου, (άρθρο 1 παρ. δ΄ και στ΄). Κατά πόσον μάλλον όταν και εάν πρόκειται για την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει, και που όφειλε να ερευνήσει προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, (άρθρο 1 παρ. ε΄).

Επίσης, ο Δημοσιογράφος καλείται να ελέγχει και να τεκμηριώνει τις πληροφορίες που η παραπλανητική πληροφόρηση και η εντυπωσιακή προβολή μπορούν να προκαλέσουν αδικαιολόγητη αναστάτωση στην κοινή γνώμη, και ακόμη, βάναυση προσβολή προσωπικότητας ανθρώπου, κατέχοντος δημόσιο αξίωμα.   

4. Κατόπιν αυτών και εάν και σεις πιστεύετε, όπως πιστεύω και εγώ, ότι το υπό ενδιαφέρον δημοσίευμά σας χρήζει αναθεώρησης, και μάλιστα ριζικής ανασκευής προς την κατεύθυνση αποκαταστάσεως της Αληθείας, κάντε το. Πάντως σας διαβεβαιώνω ότι επί του θέματος αυτού δεν προτίθεμαι απροκλήτως να επανέλθω. Η φιλοξενία των παρουσών θέσεών μου, εναπόκειται στην τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας του επαγγέλματός σας, που ουδόλως αμφιβάλλω ότι πιστώς επιθυμείτε να τηρείτε».

Όταν ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου εντοπίσει τα σημεία στο επίμαχο άρθρο της εφημερίδας, τα οποία συνιστούν «διαστρέβλωση, η απόκρυψη, η αλλοίωση ή η πλαστογράφηση πραγματικών περιστατικών» ή αναφορά σε «ανακριβείς πληροφορίες και ψευδείς ισχυρισμούς», ή ακόμα την «παραπλανητική πληροφόρηση», τα οποία επικαλείται τότε ο λόγος του θα έχει βαρύτητα και ουσία και δεν θα κάνει απλώς χρήση βαρύγδουπων εκφράσεων εν είδει πυροτεχνημάτων για τη δημιουργία εντυπώσεων.

Απαντήσεις επί της ουσίας και επί πραγματικού θα ήταν επιθυμητό να μπορούσε να δώσει ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και να μην αναλωθεί σε μακροσκελείς μεγαλόστομους ρητορισμούς.

Εκ μέρους της εφημερίδας του εκφράζονται πάντως οι μέγιστες ευχαριστίες, διότι τόσο με την στάση του εντός του Δημοτικού Συμβουλίου, όσο και με αυτή του την απάντηση, απέδειξε προς το κοινό τόσο το προσωπικό του σκεπτικό στην αντιμετώπιση των θεμάτων που καλείται να διαχειριστεί όσο και το πολιτικό του επίπεδο ως αιρετός.

 

 

 

                                                                                          

Ετικέτες: