Συνέντευξη της συγγραφέως Λένας Μαντά στην “Κοινή Γνώμη”

"Η επιτυχία ενοχλεί πολλούς"

Χαρά και προσωπικές αφιερώσεις μοίρασε στις φανατικές αναγνώστριές της στη Σύρο η Λένα Μαντά, μία από τις εμπορικότερες συγγραφείς των τελευταίων ετών, η οποία σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο “Ροδιά” βρέθηκε την περασμένη Παρασκευή στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων για να παρουσιάσει το νέο βιβλίο της με τίτλο “Τα πέντε κλειδιά”.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο web tv της “Κοινής Γνώμης”, η κ. Μαντά αναφέρθηκε στα μυστικά της επιτυχίας της, αλλά και στα “κύματα” αγάπης του αναγνωστικού κοινού της, που την οδηγούν κάθε χρόνο στις κορυφές των πωλήσεων. Επιπλέον, απάντησε στα κακόβουλα σχόλια εκείνων που θέλουν την ίδια και τους ομότεχνούς της να υπηρετούν το είδος του “άρλεκιν”, υπογραμμίζοντας ότι η “επιτυχία ενοχλεί”.

Δίνετε την εικόνα μιας συγγραφέως συνειδητοποιημένης και απενεχοποιημένης, η οποία δεν ενοχλείται από τους επικριτές της και όσους κατατάσσουν τα βιβλία της στο είδος του άρλεκιν.

“Στην Ελλάδα η επιτυχία ενοχλεί πάρα πολλούς. Εγώ δεν κρίνω κανενός τα βιβλία, αφήνω να κρίνουν οι άλλοι τα δικά μου. Δεν απαντώ στα δικά τους σχόλια για έναν πολύ απλό λόγο. Την απάντηση τη δίνουν για μένα οι αναγνώστες. Οπότε θα ήταν κουτό από μέρους μου να δηλητηριάσω την ψυχή μου με όλα αυτά που ακούγονται, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι και από ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει ποτέ δουλειά μου. Αν θεωρούν άρλεκιν το “Τελευταίο τσιγάρο”, το οποίο έθιγε πάρα πολλά προβλήματα της σημερινής εποχής και κυρίως τη νευρική ανορεξία, που μαστίζει τους νέους, τότε ναι...θα συνταχθώ με τη γνώμη τους. Θεωρώ ότι στη λογοτεχνία τα πράγματα θα πρέπει να είναι πιο ανοιχτά, πιο ανοιχτόμυαλα. Υπάρχει χώρος για όλους και βιβλία για όλες τις ώρες. Δεν είναι πρόβλημα τι βιβλίο θα επιλέξεις. Κάθε βιβλίο έχει την ώρα του, κάθε μουσική έχει την ώρα της, άρα λοιπόν με αυτή τη λογική, εγώ αφήνω τις απαντήσεις εκεί από όπου πρέπει να δίνονται, στους αναγνώστες”.

Πολλοί άνθρωποι της τέχνης και του πολιτισμού έχουν παραδεχτεί ότι στο παρελθόν αναγκάστηκαν να παρουσιάσουν δουλειά που δεν τους αντιπροσώπευε 100%, προκειμένου να ικανοποιήσουν το κοινό τους. Εσείς έχετε προσπαθήσει κάτι ανάλογο;

“Αν ποτέ έρθω σε αυτή τη θέση θα κλείσω και τον υπολογιστή. Γράφω ό,τι μου αρέσει εμένα να διαβάζω, δεν υπολογίζω ποτέ τι αρέσει στους αναγνώστες. Τους το λέω και στις παρουσιάσεις και γελάνε χαρούμενα, γιατί ξέρουν ότι αυτό είναι το σωστό. Όταν μπει μια ιστορία στο μυαλό μου, θα τη γράψω και δεν θα σκεφτώ εκείνη την ώρα, ούτε τον εκδότη μου τον κ. Ψυχογιό ούτε το αναγνωστικό κοινό τι θέλει και τι ζητάει, γιατί θεωρώ ότι εκείνη την ώρα θα κάνω το πρώτο βήμα για να το κοροϊδέψω”.

Ζούμε σε μία χώρα, η οποία λατρεύει να βάζει ταμπέλες. Εσείς τι “ταμπέλα” θα βάζατε στο δικό σας είδος γραφής;

“Δεν μπαίνω στη διαδικασία να βάλω ταμπέλα για κανέναν λόγο, γιατί απλούστατα τις απεχθάνομαι. Θεωρώ ότι αυτός ο οποίος εκτίθεται με τη δουλειά του, πρέπει να περάσει αρκετός καιρός για να κριθεί ουσιαστικά από τα χρόνια που βρίσκεται σε έναν χώρο. Είμαι 12 χρόνια στα εκδοτικά δρώμενα, θεωρώ ότι θα περάσουν πολλά ακόμα μέχρι να χαρακτηριστεί. Αυτό που θα πρέπει να ελεγχθεί ίσως αργότερα είναι ποιο νέο είδος λογοτεχνίας αναδείχθηκε στην παρούσα φάση. Διότι η τέχνη απορρέει από την ίδια τη ζωή και την κοινωνία. Αλλάζοντας η κοινωνία, η τέχνη ακολούθησε. Και η λογοτεχνία είναι μια μορφή τέχνης. Άρα λοιπόν, θα περάσουν τα χρόνια για να δούμε τελικά ποια ήταν αυτή η μορφή που αναδείχθηκε”.

Αναγνωρίζετε στους νέους συγγραφείς που προσπαθούν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο χώρο, το δικό σας πάθος;

“Γενικά, οι Έλληνες γράφουν πολύ περισσότερο από όσο διαβάζουν. Επίσημα στοιχεία δίνουν 8% αναγνωστικό κοινό εν αντιθέσει με τους εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι κατακλύζονται από χειρόγραφα. Τα νέα παιδιά έχουν ένα σοβαρό πρόβλημα. Βλέπουν το τέλος, τον φτασμένο συγγραφέα και δεν βλέπουν την αρχή. Η συγγραφή δεν είναι κάτι, που συνοδεύεται από τη λέξη “επάγγελμα”. Είναι μία τρέλα, γράφεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς και δεν σε νοιάζει αν αυτό που έγραψες εκδοθεί, αν αρέσει, αν θα βρεις εκδότη. Ειδικά στις μέρες μας είναι και πάρα πολύ δύσκολο. Νομίζουν ότι έχουν γράψει αριστουργήματα, δεν είναι έτσι. Κάποιοι, οι οποίοι όντως έχουν γράψει πολύ καλά, βρίσκονται και στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και είναι νέοι άνθρωποι. Χρειάζεται υπομονή, επιμονή, αγάπη, πάθος για τη “δουλειά” αυτή, τρέλα και να αφήνεσαι στα μονοπάτια που σε οδηγεί το μυαλό και η ψυχή σου χωρίς να περιμένεις ότι αυτό θα γίνει βιβλίο και θα πουλήσει 100.000 αντίτυπα”.

Αρκετοί, αν και δηλώνουν “εραστές” της συγγραφής, υποστηρίζουν ότι δεν έχουν αρκετό χρόνο για να ασχοληθούν μαζί της. Εάν δεν ήσασταν η Λένα Μαντά και ζούσατε από κάποια άλλη εργασία, θα γράφατε με το ίδιο πάθος;

“Ίσως και με περισσότερο. Την εποχή που βγήκε το πρώτο μου βιβλίο το 2001, που εγώ το έγραφα το 1999, δούλευα πάρα πολύ σκληρά και έγραφα τις νύχτες, κλέβοντας από τον ύπνο μου. Γιατί αγαπούσα πάρα πολύ αυτό που έκανα, μου έκανε καλό εμένα σαν άνθρωπο και στερούμουν από τον ύπνο μου. Στα χρόνια που ήρθαν, πάλι το ίδιο πράγμα έγινε. Όποιος έχει πάθος για κάτι, θα βρει και τον χρόνο να το κάνει. Δεν υπάρχει περίπτωση να είσαι αφοσιωμένος σε κάτι και να μην πετύχεις. Εάν βιάζεσαι να πετύχεις χθες, δύσκολα. Θέλει αγώνα”.

Είστε ένας άνθρωπος που δε δίστασε να μοιραστεί με τους αναγνώστες του, ακόμα και το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε πριν από λίγο καιρό. Θεωρείται ότι αυτός είναι ένας τρόπος για να έρθετε πιο κοντά με αυτούς;

“Έχω έρθει πολύ κοντά με τον κόσμο μέσα σε αυτά τα 12 χρόνια, που θα θεωρούσα ανέντιμο από μέρους μου να τους κρύψω κάτι και να προσποιηθώ ότι δεν τρέχει απολύτως τίποτα, όταν η ζωή μου ούτως ή άλλως είχε ανατραπεί. Άρα λοιπόν θα ήταν πολύ κουτό και ανόητο από μέρους μου να προχωρήσω και να τους κοροϊδέψω. Μοιράζομαι με τον κόσμο τα πάντα. Βοηθάει και σε αυτό το γεγονός ότι η ιδιωτική μου ζωή δεν έχει σκελετούς. Είμαι μια γυναίκα παντρεμένη με τον ίδιο άντρα 32 χρόνια, έχω δύο παιδιά, δεν έχω κάτι να κρύψω. Επιπλέον, μέσα από αυτό ο κόσμος πήρε και μηνύματα, τα οποία ήθελα εγώ να περάσω. Είναι πάρα πολύ ωραίο να εξωτερικεύεις το πρόβλημά σου και σε οποιαδήποτε αρρώστια, ό,τι όνομα και να έχει αυτή να μην υπάρχει ένας εγκλεισμός στο σπίτι γιατί τότε προσθέτεις στη σωματική σου επιβάρυνση και την ψυχολογική επιβάρυνση. Βγες και επικοινώνησέ το. Έτσι λειτούργησα και νομίζω ότι έγινε πολύ καλύτερο από το ή να κλεινόμουν σε ένα σπίτι ή να προσποιούμουν ότι δεν έτρεχε τίποτα.

Ολόκληρη η συνέντευξη της Λένας Μαντά είναι διαθέσιμη στο web tv της “Κοινής Γνώμης”.