«Η σονάτα του Σεληνόφωτος» με μουσικές του κόσμου ανασύρει βιώματα, αγωνίες και συγκινήσεις στο νησί της Μυκόνου

«Ας βοηθήσουμε το κοινό να επιστρέψει στην ποίηση»

Συνέντευξη του σκηνοθέτη της μουσικοποιητικής παράστασης, Λευτέρη Γιοβανίδη

Η φωνή της Νένας Μεντή και η κιθάρα του Δημήτρη Παπαγγελίδη «ντύνουν» ένα από τα ομορφότερα και πιο αγαπημένα έργα της ελληνικής ποίησης με την υπογραφή του Γιάννη Ρίτσου.

Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» πλαισιωμένη με μουσικές από όλο τον κόσμο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 28 Νοεμβρίου και ώρα 20:00 στην Κεντρική Αίθουσα της ΚΔΕΠΠΑΜ, στη Μύκονο.

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη», ο σκηνοθέτης της μουσικοποιητικής παράστασης Λευτέρης Γιοβανίδης αναφέρεται στη διαχρονική δύναμη του μοναδικού αυτού μονολόγου που ανασύρει βιώματα, αγωνίες και συγκινήσεις, καθώς και στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού του ποιητικού είδους στη συνείδηση του κοινού.

Η «Σονάτα» είναι ένα έργο, ιδιαίτερα αγαπητό στον καλλιτεχνικό κόσμο με πολλές και διαφορετικές παρουσιάσεις. Ποιον τρόπο επιλέξατε εσείς για να προσεγγίσετε το έργο του Γιάννη Ρίτσου;

«Δώσαμε στην παράσταση την ονομασία “μουσική και ποίηση”, γιατί στόχος μας ήταν να αναδείξουμε, χωρίς στοιχεία δραματοποίησης, την ουσία αυτού του συγκινητικού μονολόγου της γυναίκας με τα μαύρα, που απευθυνόμενη σε ένα νεαρό άνδρα, αφηγείται τι έχει συμβεί στη ζωή της. Αυτό που είχε πει ο ίδιος ο Ρίτσος, γράφοντας το συγκεκριμένο κείμενο, είναι ότι ήθελε ο κόσμος να αγαπήσει και να καταλάβει την ποίηση. Να μπορεί να καταλάβει πως πρόκειται για κάτι που τον αφορά και του μιλά για τη ζωή του. Και ουσιαστικά σε αυτό το μονόλογο, βλέπουμε μια γυναίκα που έχουν περάσει τα χρόνια και κάνει μια αναδρομή σε όλη της τη ζωή. Είναι ένας πολύ ανθρώπινος μονόλογος και όλα αυτά μέσα από μια ποίηση. Οι εικόνες που περιγράφει και όλες οι σκηνές στις οποίες αναφέρεται, είναι μέσα από τον μαγικό λόγο του Ρίτσου».

Με μια πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το κείμενο απλοϊκό και χωρίς βαθύτερα νοήματα. Αυτό αποτελεί πρόκληση για έναν καλλιτέχνη που αποφασίζει να το αναδείξει;

«Μερικές φορές και ειδικά στις μέρες που ζούμε, η απλότητα κρύβει και τη μεγαλύτερη ουσία. Οπότε το να είναι κάτι απλό, δεν συνεπάγεται ότι είναι κακό. Η ομορφιά αυτής της παράστασης πέρα από τη Νένα Μεντή που είναι μια έμπειρη και αγαπητή ηθοποιός. είναι ότι πλαισιώνεται από έναν πολύ σπουδαίο, βιρτουόζο κιθαρίστα που έχουμε στην Ελλάδα, τον Δημήτρη Παπαγγελίδη, που δίνει ένα ρεσιτάλ κιθάρας καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, φωτίζοντας εμβόλιμα όλη τη σκηνική δράση με πολύ γνωστές μουσικές και κομμάτια που όλοι ξέρουν και έχουν αγαπήσει από το παγκόσμιο ρεπερτόριο. Δεν περιορίζεται, δηλαδή, μόνο σε ελληνικές μουσικές».

Για ποιο λόγο αποφασίσατε να καταπιαστείτε με το συγκεκριμένο έργο;

«Η δική μας η παράσταση δεν είναι ένας δραματοποιημένος μονόλογος. Είναι μια βραδιά ποίησης και μουσικής. Συνειδητά και αποφασισμένα γίνεται αυτό. Πρέπει να δίνουμε στον κόσμο τη δυνατότητα να επιστρέψει στην ποίηση, που λόγω της τεχνολογίας και έτσι όπως έχει εξελιχθεί η διασκέδαση, η ενημέρωση και η εκπαίδευση σήμερα, κάτι τέτοιο φαντάζει αδύνατο. Τυχαίνει να έχω έναν δεκάχρονο γιο και βλέπω πόσο πολύ απέχουν τα παιδιά από αυτό που λέγεται ποίηση. Παρόλα που, ο φίλος μου και ποιητής Μάνος Ελευθερίου, μου είπε κάποια στιγμή “μην κοιτάς που δεν εκδίδονται καθόλου πια ποιητικές συλλογές παρά ελάχιστα σε σχέση με άλλες δεκαετίες του παρελθόντος. Υπάρχουν ποιητές, υπάρχουν παιδιά που γράφουν ποίηση, αλλά γενικά αυτή η σχέση που είχε το αναγνωστικό παρελθόν πριν κάποιες δεκαετίες με την ποίηση, δεν υπάρχει πια”. Επομένως, πρέπει να βοηθήσουμε ώστε ο κόσμος να ξανακούσει ποίηση και να εκτιμήσει ξανά το είδος αυτό».

Τι πορεία έχει διαγράψει μέχρι σήμερα η παράστασή σας και ποιοι οι επόμενοι στόχοι σας;

«Η “Σονάτα” Ξεκίνησε από το Λαύριο, πήγε στο φεστιβάλ της Μαρώνειας και τώρα έρχεται στη Μύκονο. Μας ενδιαφέρει να έχει μια συνέχεια. Το feedback που πήραμε από τον κόσμο ήταν πολύ ζεστό. Τους άρεσε πολύ. Είναι ένας καταπληκτικός μονόλογος, όχι απλά ένα διαχρονικό κείμενο. Ακούγοντάς τον και με όλες αυτές τις μουσικές, ταξιδεύεις και ευχαριστιέσαι πολύ. Μία μεγάλη μας επιθυμία είναι να παρουσιαστεί το έργο και στη Σύρο, με την οποία η Νένα Μεντή έχει μια ιδιαίτερη σχέση. Θα ήταν αμαρτία από τον Θεό να μην το παρουσιάσουμε σε αυτό υπέροχο θέατρο της Ερμούπολης».

Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται δουλειά σας στη Μύκονο. Ποια η σχέση σας με το νησί;

«Η Μύκονος είναι ένα νησί που αγαπώ πολύ. Έχω κάνει προσπάθειες από τη δική μου πλευρά να ενισχύσω την πολιτιστική ανάπτυξη της Μυκόνου. Παρουσίασα το καλοκαίρι την Αντιγόνη του Σοφοκλή στα αγγλικά, μια μεγάλη και ακριβή παραγωγή, με στόχο να καθιερωθεί μια μόνιμη καλοκαιρινή σκηνή. Πιστεύω πως νησιά όπως, η Σύρος και η Μύκονος πρέπει να οργανώσουν πάρα πολύ το κομμάτι της διασκέδασης των τουριστών, όχι μόνο σε ένα επίπεδο να φάνε και να περάσουν καλά, αλλά και γενικότερα, γιατί υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό».

Πέρα από τη Σύρο, η οποία διαθέτει μία παράδοση στο κομμάτι του πολιτισμού, τα τελευταία χρόνια στη Μύκονο, γίνονται κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

«Θέλει δουλειά ακόμα. Δεν έχουμε καταλάβει την αξία ότι είμαστε μια χώρα που η βαριά μας βιομηχανία είναι ο τουρισμός. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Υπάρχει αυτή η ενοχή μέσα στο μυαλό μας, που υπήρχε τη δεκαετία του 80, ότι εμείς δε θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Πρέπει να φύγουμε από αυτό. Να δούμε ότι δεν είμαστε γκαρσόνια, είναι η βιομηχανία μας. Δεν έχουμε ένα εργοστάσιο που βγάζει αυτοκίνητα. Το δικό μας εργοστάσιο είναι ο τουρισμός. Κι αυτό δεν πρέπει να το κάνουμε σε επίπεδο «room to let» και «σαλάτα», αλλά να το προωθήσουμε σωστά. Δεν πρέπει δηλαδή να χάνουμε την πολιτιστική μας ταυτότητα στην προσπάθεια να προσαρμοστούμε σε μια παγκόσμια αγορά».