Ένα λησμονημένο κείμενο για τις Σφαγές της Χίου του 1822

“ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ”: του Ιωάννου Γ. Φραγκιά.

Το σημερινό άρθρο είναι το τρίτο μέρος από το γραπτό κείμενο του Ιωάννη Φραγκιά που αναφέρεται στην Χιώτισσα μητέρα του, την Δέσποινα που επέζησε από τις σφαγές του 1822.

Μέρος Τρίτο: Η ταλαίπωρη μητέρα τρομαγμένη έσπρωξε τα παιδιά της προς το βάθος του σχοίνου μαζί με το μπλε παλτό που τα είχε σκεπάσει τη νύχτα, και τα φίλησε πάλι, σαν να επρόκειτο να τα αποχωριστεί για πάντα. Προσπάθησε να κρυφτεί κι εκείνη κάτω από τα κλαδιά του θάμνου, αλλά ήταν αδύνατον να χωρέσουν και οι τρεις. Ο θάμνος ήταν μικρός για να κρύψει και εκείνη.

- Σώσε τα Παναγιά μου, αυτά τουλάχιστον, είπε, και εγώ ας γίνω ότι θέλει ο Θεός.

Τα δύο παιδιά υποπτεύθηκαν ότι πλησίαζε ο κίνδυνος και έχοντας τα χέρια στο πρόσωπο, κάτω από τα κλαδιά του σχοίνου άρχισαν να κλαίνε.

- Γιατί μητέρα κάνεις έτσι; Τούρκοι έρχονται; Γιατί μας αφήνεις μοναχά;

- Σιωπή, για όνομα του Θεού! Είπε η δύστυχη. Αν δεν θέλετε να με σκοτώσουν σιωπή! Αν αγαπάτε τη μητέρα σας, μην κινηθείτε. Μόλις ν' αναπνέετε.

Το τέλος πλησιάζει.

Τα παιδιά “ετήρησαν απόλυτον σιγήν” και έμειναν ακίνητα στο βάθος του σχοίνου. Ο κίνδυνος πλησίαζε. Η ομάδα των Τούρκων κατέβηκε από τον λόφο και κατευθύνθηκε προς τη μέση της μικρής κοιλάδας. Ένας πελώριος και κατάμαυρος σκύλος προηγείτο τρέχοντας από θάμνο σε θάμνο ψάχνοντας να βρεθούν κρυμμένοι άνθρωποι. Ένας ήλιος τότε ανέτειλε και πλημμύριζε με πολύ φως την κοιλάδα. Ο φόβος ήταν μήπως φανεί το κρησφύγετο των τριών εκείνων πλασμάτων. Η μητέρα, χωρίς να φιλήσει τα παιδιά της, για να μην τα προδώσει, άρπαξε την άκρη ενός κλαδιού του σχοίνου και με δάκρυα τον “ασπάστηκε” και τον πέταξε κοντά στα παιδιά της τα αγαπημένα. Αστραπιαία σκέφθηκε να φύγει μακριά τους γιατί αν οι Τούρκοι την έβρισκαν κοντά στον σχοίνο θα ανακάλυπταν και τα παιδιά. Έπρεπε, λοιπόν να φύγει όσο ποιο μακριά από εκείνο τον “ιερόν θάμνον”. Γονατιστή, άρχισε να προχωρεί με τα χέρια και τα γόνατα πάνω στο πετρώδες έδαφος προς το αντίθετο μέρος που ήταν οι Τούρκοι. Τα παιδιά τους έβλεπαν μέσα από τα φύλλα του σχοίνου, να περπατούν ψάχνοντας, έβλεπαν και την μητέρα τους να σέρνεται και να απομακρύνεται απ΄ αυτούς. Η γυναίκα έφθασε σε μια στενή κοιλότητα ανάμεσα σε δύο σχοίνους και έμεινε ακίνητη. Οι Τούρκοι πλησίαζαν κτυπώντας τους θάμνους με τα γιαταγάνια τους. Ενώ ο πελώριος σκύλος προπορευόταν και ιχνηλατούσε ανάμεσα στους θάμνους. Φοβερή ήταν η εικόνα των ράβδων τους με τις ανθρώπινες κεφαλές που τις κρατούσαν καμαρώνοντας. Πέντε μόλις βήματα απόσταση ήταν οι Τούρκοι από τον σχοίνο που έκρυβε τα παιδιά, όταν συνέβη ένα μικρό θαύμα.

Δύο μικρά πουλιά ήλθαν και κάθισαν πάνω στα κλαδιά του σχοίνου τινάζοντας τα φτερά τους. Και έμειναν εκεί χωρίς να φοβηθούν ούτε το τύμπανο που χτυπούσαν, ούτε τις φωνές τους. Κανείς δεν πλησίασε τον θάμνο, ούτε ο μαύρος σκύλος. Τα δύο παιδιά έσφιγγαν την μικρή εικόνα της Παναγίας πάνω στο στήθος τους και προσεύχονταν σιωπηλά. Οι Τούρκοι δεν πλησίασαν και άρχισαν να απομακρύνονται από εκείνο τον χώρο. Λίγο ακόμη και η κρυμμένη μητέρα θα είχε σωθεί. Τα παιδιά την έβλεπαν μέσα από τα κλαδιά και περίμεναν ότι σε λίγο θα ήταν πάλι κοντά τους και θα τα έπαιρνε στην αγκαλιά της.

Ξαφνικά “μια υλακή” = ένα γάβγισμα του μαύρου σκύλου αντήχησε άγρια και το ζώον, πηδώντας σαν τίγρης, έπεσε με δύναμη πάνω στη γονατιστή γυναίκα και την άρπαξε με τα δόντια του από τον τράχηλο. Την έριξε κάτω και κάθισε πάνω της. Οι Τούρκοι όρμησαν προς τον σκύλο και περικύκλωσαν την ταλαίπωρη γυναίκα κι έτσι χάθηκε από τα μάτια των παιδιών της.

Εδώ πλέον δεν μπορεί κανείς να περιγράψει μια εικόνα σαν αυτήν. Ο Θεός επιτρέπει καμιά φορά να υποστεί ο άνθρωπος μια συμφορά χωρίς όμως να πεθάνει. Δεν είναι δυνατόν να δημιουργούνται και περιγράφονται τέτοιες φρικτές εικόνες. Καμία γλώσσα δεν έχει λέξεις για να γραφτούν οι φοβερές εικόνες φρίκης...

Σ' εκείνη την ανάμειξη βρωμιάς και μουντούρας των ποδιών, αλλά και των μορφών αυτής της ομάδας, ένας γιγαντόσωμος Τούρκος με πρόσωπο που έμοιαζε με ύαινα, ανασήκωσε τη γυναίκα, η οποία κάθισε χάμω στο χώμα. Ανάμεσα σε τόσες κραυγές, βλαστήμιες και γαβγίσματα όλων εκείνων των άγριων ανθρώπων, ακούστηκε μια φωνή ελληνική που μίλησε:

- Πες μας που τα έχεις κρυμμένα, αν θέλεις τη ζωή σου σκύλα!

Ζητούσαν άραγε τα κοσμήματά της ή τα παιδιά της;

Αυτό έμεινε άγνωστο.

Η γυναίκα δεν απάντησε.

Τότε... ένα χέρι υψώθηκε γυμνό και μια λεπίδα μεγάλη άστραψε. Το χέρι κατέβηκε βαρύ προς τα κάτω, δυνατή κραυγή αντήχησε και για λίγο συνεχίστηκε ένα παραλήρημα από πονεμένες κραυγές. Και τότε ένα λευκό σώμα ραντισμένο από αίμα, έπεσε και κυλίστηκε χάμω σφαδάζοντας. Οι πόνοι ήταν δυνατοί.

Τα παιδιά λιποθύμησαν. Ο κόσμος χάθηκε τελείως από τα μάτια τους, αλλά η εικόνα της μητέρας που μαρτύρησε και την έσφαξαν, η οποία πέθανε για να τα σώσει, δεν έπαψε ποτέ να διαγράφεται στην ψυχή τους. Και ζούσε πάντα μέσα στην ψυχή τους όλη αυτή η σκληρή εικόνα της φρίκης και του θανάτου της μητέρας τους σε ολόκληρη την μετέπειτα ζωή τους.

Και τα δύο εκείνα τα παιδιά σώθηκαν, από τον Θεό. Το μικρό κορίτσι, μετά από χρόνια εγκαταστάθηκε και έζησε στο ελεύθερο έδαφος της Ερμούπολης. Πολλές φορές περιέγραφε όλη αυτή την σπαρακτική και θλιβερή ιστορία στα παιδιά της, “εν των οποίων είναι και ο γράφων τας παρούσας γραμμάς”

31 Μαρτίου 1902 Ιωάννης Γ. Φραγκιάς

Υ.Γ. Αυτά τα τρία άρθρα ανήκουν στο κείμενο του Ι. Φραγκιά “ΕΙΣ ΜΗΜΟΣΥΝΟΝ”

Είναι αφιέρωμα στη μνήμη του Αντώνη Μαρκουλή, που ο παππούς τους ήταν ανιψιός του Ι. Φραγκιά.

Ετικέτες: