Της Μαρίας Ρώτα

Φοίνικας Το μεγάλο χωριό με τ’ αλμυρίκια

  • Πέμπτη, 23 Αυγούστου, 2018 - 06:22

Ξεκίνησε ψαροχώρι κι είναι κωμόπολη πια. Σίγουρο και προστατευμένο αραξοβόλι ο Όρμος του και καταφύγιο για τις ψαρόβαρκες και τους ταλαιπωρημένους απ’ το Αυγουστιάτικο μελτέμι ιστιοπλόους.

Ο Φοίνικας ήταν καταφυγή για τους αρχαίους Φοίνικες που διάλεξαν αυτόν τον όρμο να καταλαγιάσουν.

Σιγά - σιγά έγινε αποικία τους. Σταθμός και κόμβος το απάνεμο λιμάνι του Φοίνικα και για τους θαλασσοκράτορες της προϊστορικής εποχής.

Αρχαιολογικές μελέτες έχουν αποδείξει την ύπαρξη αρχαίου Δήμου στον Φοίνικα και όπως έχει γράψει στο βιβλίο του ο Τιμολέων Αμπελάς «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΣΥΡΟΥ» το 1874, τα ευρήματα στο λιμάνι του Φοίνικα κατά τον 19ο αιώνα είναι πολλά, όπως: Λείψανα προκυμαίας. Δωρικό κιονόκρανο από μάρμαρο της Πάρου, κτερίσματα* τάφων, πυξίδες αλαβάστρινες και ακόμη ενεπίγραφες στήλες που είχαν σπάσει και βρέθηκαν κομμάτια. Πολλές φορές οι αγρότες εκείνης της εποχής, σκάβοντας για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, έφερναν στο φως πολλά και διάφορα συντρίμμια κιόνων (κολόνες) αλλά και νομίσματα, οψιανούς*, όστρακα και άλλα διάφορα μισοκατεστραμένα αντικείμενα.

Τον Σεπτέμβριο του 1873, ο Γάλλος πρόξενος Glallet επιχείρησε μια ανασκαφή (από ειδικούς αρχαιολόγους) κοντά στην ακτή του Φοίνικα όπου ανακάλυψε ψηφιδωτό οκτώ μέτρων μήκους και έξι μέτρων πλάτους.

Άσπρες ψηφίδες το χώριζαν σε τρια τετράγωνα και ανάμεσα κύκλοι με φύλλα, κλώνους αστέρια και άλλα σχέδια διαφόρων αρωμάτων.

Στο βιβλίο του ο Τιμολέων Αμπελάς γράφει: «Ήθελε να προσφέρει μείζονα ευχάριστον θέαν….» και συνεχίζει γράφοντας για το αρχαίο λιμάνι του Φοίνικα: «Εντός του λιμένος και παρά την προκυμαίαν του Φοίνικας ανεκαλύφθησαν υπό Καλυμνίων δυτών δύο αρχαίοι πίθοι (πιθάρια) καλής τέχνης της αρχαίας εποχής, οι οποίοι ευρίσκονται σήμερον εις το αρχαιολογικόν μουσείων των Παρισίων» και συνεχίζει «Μαρτυρούσι δύται κατά διαφόρους εποχάς εξετάσαντες τον πυθμένα του λιμένος Φοίνικας ότι διέκριναν ίχνη αρχαίων ερειπίων παρά την προκυμαίαν…. εικάζεται ότι μέρος της αρχαίας προκυμαίας, πιθανώς δε και αρχαίων οικοδομών είναι βεβυθισμένα εις την θάλασσαν δι’ άγνωστον αιτίαν. Άξια σημειώσεως είναι η πληθύς των αρχαίων λαγήνων….»*

Φαίνεται ότι ο θαλάσσιος χώρος του σημερινού λιμανιού χρησιμοποιήθηκε και στην αρχαιότητα ο μισός ως λιμάνι και ο άλλος μισός ήταν ίσως στεριά και πιθανόν να ήταν η συνέχεια της πόλης που πιθανόν καταστράφηκε και βυθίστηκε στη θάλασσα. Εντοπίστηκε, άλλωστε, από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων το 1998, όπως γράφει η Συριανή Αρχαιολόγος και διευθύντρια Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, Αγγελική Σίμωση, μαζί με τέσσερις συστάδες αγγείων και αρχαίο λιμενικό έργο (λιθορριπή) που αποτελείται από πολλές πέτρες κολλημένες μεταξύ του σε αρκετά μεγάλο μήκος. Εντοπίστηκε σε βάθος 5 έως 6 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Συμπερασματικά είναι βέβαιον ότι το λιμάνι του Φοίνικα χρησιμοποιήθηκε και στην αρχαιότητα. Πιθανόν μέρος του λιμανιού να ήταν στεριά αφού έχουν βρεθεί ίχνη κατοίκησης (πριν 5.000 χρόνια) ή και περισσότερα χρόνια. Κατοικούμε, λοιπόν, όλοι εμείς σ’ ένα χωριό, που ως φαίνεται από την έρευνα και τα ευρήματα αποτελούσε το επίνειο μιας αρχαίας πόλης. (Ποσείδια; Σημερινή Ποσειδωνία ή Φοινίκη από τους αρχαίους Φοίνικες που ήταν οι πρώτοι ναυσιπλόοι) και η κ. Σίμωση πιστεύει ότι: «ένας λαός με πνεύμονά του τη θάλασσα, ήταν φυσικό να ιδρύσει και να αναπτύξει πολλές παράλιες πόλεις, που καταποντίστηκαν από φυσικές καταστροφές, έκρηξη ηφαιστείου ή και ανύψωση της θάλασσας».

Ψαθονήσι Αεροδρόμιο

Έχει την μεγαλύτερη διαύγεια και φωτεινότητα τις περισσότερες ώρες του χρόνου

Ήταν… (δεν θυμάμαι πόσα χρόνια πριν) ένα καλοκαιρινό απόγευμα που είδα το μικρό καΐκι του Μανώλη του ψαρά να περνάει κοντά στο φάρο του Φοίνικα, αλλά είχε πολλούς ανθρώπους μέσα στο σκάφος. Σε λίγη ώρα επέστρεψε. Επομένως δεν πήγε για ψάρεμα. Το βράδυ τον ξαναείδα να γυρίζει πίσω με τους επιβάτες του. Σκέφθηκα ότι κάπου εκεί κοντά θα πήγαν για μια εκδρομούλα και το βράδυ γύριζαν πίσω. Όμως αυτό συνέβη και την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα. Και δεν ήταν μόνο οι αρκετοί επιβάτες μέσα στο σκάφος. Επειδή περνούσε κοντά στο σπίτι μας, έβλεπα και μερικά μεγάλα χαρτοκιβώτια που… «πήγαιναν» κι αυτά κάθε πρωί και «γύριζαν» το βραδάκι. Είχα την περιέργεια και ρώτησα τον Μανώλη που πήγαιναν κάθε πρωί. Κι εκείνος μου είπε «Δεν ξέρω κ. Μαίρη ούτε ποιοι είναι, ούτε τι κάνουν. Έρχονται στο καΐκι κάθε πρωί μαζί με κάτι μηχανήματα. Τους πηγαίνω στο Ψαθονήσι τους αφήνω και πάω πάλι τ’ απόγευμα να τους πάρω πίσω. Και δεν μιλάνε ελληνικά, είναι ξένοι»

Πράγματι. Όταν πήγα προς τα κόκκινα που φαίνεται το Ψαθονήσι, είδα μια δραστηριότητα πάνω στο μικρό έρημο νησάκι. Τι κάνουν εκεί; Είχα την απορία. Ένα απόγευμα λοιπόν πήγα στην προβλήτα την ώρα που επέστρεφαν, τους χαιρέτησα και τους ρώτησα τι κάνουν εκεί στο μικρό νησάκι. Μου είπαν ότι ήταν ειδικοί τεχνικοί για τους δορυφόρους και ότι εδώ και πέντε χρόνια ερευνούν στη Μεσόγειο προσπαθώντας να ανακαλύψουν ένα σημείο που να έχει τη μεγαλύτερη διαύγεια και φωτεινότητα τις περισσότερες ώρες τον χρόνο. Και; το βρήκαν.

Ήταν το Ψαθονήσι μας. Είχαν σκοπό λοιπόν, να εγκαταστήσουν εκεί πάνω στο νησάκι τα μηχανήματα τους, αλλά…. Μετά από έρευνες κατάλαβαν ότι αυτό δεν γίνεται γιατί στον πρώτο νοτιά το κύμα σκεπάζει όλο το νησάκι. Απορία δική μου: Γιατί δεν έβαζαν τα μηχανήματα πάνω στον κάβο στον ψηλό βράχο που είναι μόλις 700 μέτρα πιο πέρα και δεν κινδυνεύει απ’ τα κύματα. Και μου είπαν ότι εκεί δεν έχει την ίδια διαύγεια!!! Απίστευτο. Τους ευχαρίστησα για την πληροφορία και έφυγα. Και απλά σκέφθηκα. Είναι δυνατόν; Οι αρχαίοι Έλληνες, όπως λέει η Μυθολογία, θέλησαν να γεννηθεί ο Απόλλωνας ο θεός του φωτός στη Δήλο! Λίγα χιλιόμετρα πιο κει από το Ψαθονήσι. Ο Φοίβος Απόλλωνας ήταν ο θεός που σκόρπισε το φως και τον ήλιο στους ανθρώπους. Μα το πιο πολύ φως το χάρισε στους Κυκλαδίτες.

Υ.Γ. Οψιανός: Η μαύρη με υαλώδη μορφή πέτρα της Μήλου. Είναι το πρώτο ξυράφι του αρχαίου Κυκλαδίτη.

Κτερίσματα: Οι νεκρικές προσφορές που τοποθετούσαν στον τάφο του νεκρού. Τα αντικείμενα που αγαπούσε.

Λαγήνι: Μικρό πήλινο δοχείο με δυο χερούλια, που το χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά του νεκρού.

Μαρία Ρώτα

 

Ετικέτες: