Πρώτες παρατηρήσεις από τις εργασίες του ερευνητικού προγράμματος: «Βυζαντινή και Λατινοκρατούμενη Τήνος: Παλαιά και νέα αρχαιολογικά δεδομένα»

Υψηλό αρχαιολογικό ενδιαφέρον

Άγνωστές πτυχές του βίου της νησιωτικής κοινότητας της Τήνου, από την ύστερη αρχαιότητα ως τις παρυφές της νεωτερικότητας, έρχονται στο φως μέσα από την υλοποίηση του πενταετούς ερευνητικού προγράμματος «Βυζαντινή και Λατινοκρατούμενη Τήνος: Παλαιά και νέα αρχαιολογικά δεδομένα».

Οι πρώτες παρατηρήσεις από τις ερευνητικές και ανασκαφικές εργασίες που ξεκίνησαν το 2019, παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του Δ΄ Διεθνούς Κυκλαδολογικού Συνεδρίου, στην Τήνο με τίτλο «Κυκλάδες: Αειφορία Πολιτισμού» από τον προϊστάμενο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Δημήτρη Αθανασούλη, τη Γενική Διευθύντρια Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, Αναστασία Γιαγκάκη και τις αρχαιολόγους Χρυσάνθη Σακελλάκου και Μαρία Σιγάλα.

Το πρόγραμμα αποτελεί μια συνεργασία του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Πολύτιμη είναι η αρωγή της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής που χορηγεί μεγάλο μέρος των εξόδων, ενώ ο Δήμος Τήνου παρέχει υλικοτεχνική υποστήριξη.

Βασικοί άξονες

Στόχος της έρευνας είναι η καταγραφή και τεκμηρίωση επιλεγμένων μνημείων και κινητών ευρημάτων της Τήνου που χρονολογούνται στη Βυζαντινή εποχή και την περίοδο της Λατινικής κυριαρχίας. Το πρόγραμμα φιλοδοξεί να καλύψει κενά της πρωτογενούς αρχαιολογικής δραστηριότητας στο νησί, καθώς υπολείπεται σε σύγκριση με άλλα Κυκλαδονήσια με εξαίρεση μελέτες επικεντρωμένες κυρίως στην ιστορία και την τοπογραφία της Τήνου ή αρχαιολογικές έρευνες που αφορούν προγενέστερες εποχές. Ωστόσο, όπως υποδηλώνει το ήδη δημοσιευμένο αρχαιολογικό υλικό και τα υφιστάμενα μνημεία, η επικέντρωση του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος σε αυτές τις εποχές, φαίνεται ότι θα αναδείκνυε αρκετές άγνωστες πτυχές για το νησί.

Βασικοί άξονες του ερευνητικού προγράμματος είναι: α) ο εντοπισμός, η καταγραφή και η τεκμηρίωση δημοσιευμένων ή και αδημοσίευτων μνημείων και κινητών ευρημάτων και β) η διενέργεια συστηματικής ανασκαφικής έρευνας σε περιοχές ειδικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.

Η προσέγγιση βασίζεται σε συγκεκριμένες μελέτες περίπτωσης, εστιάζοντας σε διαφορετικές περιόδους και τοποθεσίες, παράκτιες ή μεσόγειες. Έμφαση δίνεται σε υλικά κατάλοιπα: α) της πρωτοβυζαντινής περιόδου με βάση τα ευρήματα κεραμικής από σωστικές ανασκαφές κοντά στην ακτή και από τη μελέτη ναού στην ενδοχώρα, β) της μεσοβυζαντινής περιόδου που βρίσκονται στην ενδοχώρα της Τήνου με τρεις ναούς να αντιπροσωπεύουν ιδιαίτερα παραδείγματα και γ) της περιόδου της λατινικής κυριαρχίας από έναν οχυρωμένο οικισμό που αποτελεί ιδιαίτερο τοπόσημο του νησιού μετά την εκκλησία της Παναγίας, το Ξώμπουργο.

Αν και οι ιδιαίτερες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την πανδημία, αναμφισβήτητα δυσχέραναν τη διεξαγωγή και επέφεραν τροποποιήσεις στο πρόγραμμα, παρόλα αυτά όλες οι επιμέρους μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη.

Μελέτη της κεραμικής από σωστικές ανασκαφές στη Χώρα Τήνου

Ως προς την πρωτοβυζαντινή περίοδο, η εν εξελίξει μελέτη σε όμορα οικόπεδα στη Χώρα Τήνου, υποδηλώνει ότι η περιοχή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επικοινωνίας και ανταλλαγών με θέσεις του μεσογειακού χώρου κατά τη διάρκεια του 4ου έως τον 7ο αιώνα μ.Χ.Μεταξύ των ευρημάτων, εντοπίζονται θραύσματα αγγείων ερυθροβαφούς κεραμικής από τη Βόρεια Αφρική και τη Μικρά Ασία, υστερορωμαϊκών αμφορέων και μαγειρικών σκευών από το Αιγαίο, ενώ υπάρχουν και ορισμένες ενδείξεις για αναγνώριση τοπικής παραγωγής. Τα πρώτα στοιχεία υποδεικνύουν αρκετές αναλογίες με το υλικό της πρωτοβυζαντινής κεραμικής που έχει δημοσιευτεί από το Κόρθι της γειτονικής Άνδρου. Παρέχουν επίσης πολύτιμη μαρτυρία για τη χρήση του χώρου και τον εντοπισμό ενός οικιστικού πυρήνα στη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου δυτικά του ναού της Ευαγγελίστριας στην ευρύτερη περιοχή όπου τοποθετούν οι έρευνες την πόλη από τον 4ο αιώνα π.Χ έως και τον 4ο. μ.Χ., προσφέροντας περισσότερα απτά τεκμήρια για την κατοίκηση στην περιοχή του Άστεως εκείνη την εποχή για την οποία μέχρι πρότινος οι σχετικές πληροφορίες ήταν ισχνές.

Μελέτη δύο ναών στη θέση «Βρυσιά»

Στην ενδοχώρα του νησιού ανάμεσα στους οικιστικούς πυρήνες της Κώμης και του Κάτω Κλείσματος διατηρούνται σε ικανό ύψος αρχιτεκτονικά κατάλοιπα παλαιοχριστιανικής βασιλικής στη θέση «Ρέντια». Στο πλαίσιο αυτό, ήρθαν στο φως σημαντικά στοιχεία από τις ανασκαφές στον ναό της Αγίας Αναστασίας (κιονόκρανα από το β. κλίτος, τμήμα διάτρητου αρχιτεκτονικού γλυπτού, απότμημα ορθομαρμάρωσης με κονίαμα, στρωτήρες και καλυπτήρες. Η κεραμική υποδηλώνει ότι η τελευταία πρωτοβυζαντινή φάση του ναού ανέρχεται στον προχωρημένο 7ο αιώνα, κρίνοντας από τους τύπους της ερυθροβαφούς κεραμικής από τη Βόρεια Αφρική και τη Μικρά Ασία που έχουν εντοπιστεί. Η συνέχιση της έρευνας έχει ενδιαφέρον να ανασυνθέσει μεταξύ άλλων το γλυπτό διάκοσμο του ναού καθώς εκτός από γλυπτά της βασιλικής που έχουν εντοιχιστεί στο ναό, άλλα εντοπίζονται στο ναό της Παναγίας στο Κάτω Κλείσμα για τα οποία έχει διατυπωθεί από μελετητές ότι έχουν μεταφερθεί εκεί από αυτή τη βασιλική.

Συστηματική ανασκαφική έρευνα στο κάστρο του Ξώμπουργου

Σημαντικές πληροφορίες τόσο για τη Βυζαντινή όσο και για τη Λατινική Τήνο αναμένεται να δώσει η έρευνα στο κάστρο του Ξώμπουργου. Η σημερινή του κατάσταση οφείλεται στην ολοσχερή καταστροφή του κατά την περίοδο κατάληψής του από τους Οθωμανούς το 1715. Λόγω της γεωγραφικής του θέσης και της σημασίας του στην ιστορία του νησιού διαχρονικά έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας πολλών μελετητών. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει ερευνηθεί ανασκαφικά ούτε έχουν γίνει λεπτομερείς αποτυπώσεις που να αποκρυπτογραφούν την αλληλουχία των εικονικών του φάσεων. Η έρευνα ξεκίνησε από το παλαιότερο και πιο ενδιαφέρον τμήμα του Κάστρου, την ακρόπολη. Πέρυσι, πραγματοποιήθηκε μικρής διάρκειας ανασκαφική έρευνα στον Πύργο του «Αγίου Γεωργίου» σε μία έκταση περίπου 30 τ.μ. Από τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα επιβεβαιώνεται ότι η ακρόπολη του Κάστρου ανήκε στους βυζαντινούς χρόνους, θέση η οποία επιβεβαιώνεται και από την επιμέρους έρευνα του Δημήτρη Αθανασούλη για την ανάπτυξη του οχυρωματικού συστήματος των Κυκλάδων κατά την 1η χιλιετία.

Περισσότερες πληροφορίες για το πρόγραμμα αναμένεται να αναρτηθούν στον υπό κατασκευή ιστοχώρο του, με τον οποίο θα συνδεθούν τόσο η διαδικτυακή βάση δεδομένων καταγραφής των αρχιτεκτονικών γλυπτών, όσο και ένα βασικό σύστημα διαχείρισης και καταγραφής της αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και των ευρημάτων της.