Του Γ. Ξανθάκη

Σινεπιλογές

  • Δευτέρα, 5 Φεβρουαρίου, 2018 - 06:11

«1968»του Τάσου Μπουλμέτη

Το ανθρώπινο δράμα, ο όρκος και ο θρίαμβος

1966-Μιλάνο.Η μπασκετική ΑΕΚ, στην πρώτη ελληνική συμμετοχή σε φάιναλ-φορ, αγωνίζεται στον ημιτελικό με τη ασυναγώνιστη Σλάβια Πράγας, του θρυλικού Γίρι Ζίντεκ αλλά ο αέρινος πλέι-μέικερ της Γιώργος Μόσχος έχει ανεξήγητα κακή απόδοση. Όταν στο ημίχρονο δέχεται έντονες παρατηρήσεις από τον μεγάλο αστέρι της εποχής, τον επονομαζόμενο «Παγκόσμιο», Γιώργο Αμερικάνο κάνει το αδιανόητο. Βγάζει την κιτρινόμαυρη φανέλα και αποκαλύπτει το αποστεωμένο και σημαδεμένο από ενέσεις κορμί του. Ο εμβρόντητος Αμερικάνος αγκάλιασε τον φίλο του, του ζήτησε συγγνώμη και έκλαψε στην αγκαλιά του με λυγμούς.

Η ομάδα κατέρρευσε, έχασε και τους δυο αγώνες, ο Μόσχος δεν ξανάπαιξε μπάσκετ, επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα και μετά από λίγο καιρό νικήθηκε οριστικά από την ασθένεια του. Ωστόσο οι συμπαίκτες του έδωσαν όρκο νίκης: «Δεν θα χρονίσει η μνήμη σου κι εμείς θα έχουμε πετύχει το ακατόρθωτο!»

1968-Καλλιμάρμαρο. Το βράδυ της 4ης  Απριλίου  ένα λεπτό πριν τελειώσει ο αγώνας μπάσκετ ΑΕΚ – Σλάβια Πράγας, 80.000 θεατές σηκώθηκαν από τις θέσεις τους με τα κεριά αναμμένα, με την σκέψη  στον μεγάλο «απόντα» Γιώργο Μόσχο,  πανηγυρίζοντας καθώς όλα έδειχναν πως η ΑΕΚ θα γινόταν κυπελλούχος Ευρώπης. Και πραγματικά. Όταν το ταμπλό έγραψε 89- 82, το στάδιο σείστηκε από τις ιαχές και ο αρχηγός της ελληνικής ομάδας Γιώργος Αμερικάνος με το κύπελλο στα χέρια, κλαίγοντας, έκανε το γύρο του θριάμβου. Δεκατέσσερις μήνες μετά τον θάνατό του Μόσχου, οι τέως συνοδοιπόροι του (Αμερικάνος, Τρόντζος, Ζούπας, Λαρεντζάκης, Τσάβας, Χρηστέας κ.α.), αφού πρώτα πέτυχαν ένα αθλητικό θαύμα αποκλείοντας την πανίσχυρη Ίνις Βαρέζε, οδήγησαν την ΑΕΚ στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων απέναντι και πάλι στην Σλάβια, την οποία ο ηρωικός Μόσχος αντιμετώπισε στον τελευταίο αγώνα της καριέρας του. Ο όρκος των παικτών εκπληρώθηκε και δάκρυα χαράς  κύλησαν ανάμικτα με δάκρυα συγκίνησης και νοσταλγίας για τον χαμένο φίλο. Άλλωστε για εκείνους δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί μέλος της ομάδας.

Ο σκηνοθέτης

O Τάσος Μπουλμέτης ανήκει στην νεότατη γενιά δημιουργών του ελληνικού σινεμά που μέσα σε ένα διαιωνιζόμενο δυσμενές πλαίσιο παράγει αξιόλογο έργο παλεύοντας να ξανακερδίσει την απήχηση στο ευρύ κοινό. Το 1990 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με την επιστημονική φαντασία «Βιοτεχνία Ονείρων», μια ιστορία αγάπης σ’ ένα ζοφερό απολυταρχικό περιβάλλον που μεταφέρει τον θεατή σε μια ασπρόμαυρη πραγματικότητα, όπου οι άνθρωποι έχουν χάσει την ικανότητά τους να ονειρεύονται. Ωστόσο η αναγνώριση ήρθε με την «Πολίτικη Κουζίνα»(2003), μια νοσταλγική με χιούμορ κι ευαισθησία ταινία που γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση στο κοινό. Μια ταινία βιωματική, που μιλά για ανθρώπους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο που αγαπούσαν παρά τη θέλησή τους.

 O «Νοτιάς»(2016) είναι μiα γλυκόπικρη κωμωδία με φόντο την ταραχώδη Ελλάδα του ’60, ‘70 και του ’80 που αφηγείται μια συγκινητική ιστορία ενηλικίωσης μέσα από τη ματιά του ενός ρομαντικού νέου, που ωριμάζει με εφόδια την ιστορία, τους μύθους, τις προσδοκίες και τα όνειρα μιας ολόκληρης χώρας.

Η ταινία «1968»

Το «1968» αποτελεί το άτυπο κλείσιμο της τριλογίας του Τάσου Μπουλμέτη για την προσφυγιά. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο άθλος της μπασκετικής ΑΕΚ και περιφερειακά εκτυλίσσεται μια σπονδυλωτή μυθοπλασία που ζωντανεύει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας δύσκολης εποχής, μετά από ένα χρόνο δικτατορίας. Το φιλμ είναι ένα υβρίδιο στο οποίο δένονται με αόρατες ραφές και με  αρμονικά ρυθμικό μοντάζ ντοκουμέντα ,μαρτυρίες και επινοημένες μικρές ιστορίες, με μια  καθηλωτική αφηγηματική ρευστότητα που συνεπαίρνει και συγκινεί.

Με οδηγό  την νοσταλγία και την έφεση του στην αναπαράσταση της περιόδου, ο σκηνοθέτης εστιάζει τον φακό του σε χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής. Ο σερβιτόρος του νυχτερινού λαϊκού κέντρου, που έταξε γάμο στο κορίτσι του, εάν η ΑΕΚ κερδίσει τον αγώνα, πιστεύοντας ότι αυτό είναι απίθανο να συμβεί. Το ηλικιωμένο ζευγάρι προσφύγων, που ακούει τον αγώνα από το ραδιόφωνο, αναπολώντας τις χαμένες πατρίδες και τους αγαπημένους τους. Ο άνδρας που ψάχνει τον χαμένο αδελφό του στα αστικά λεωφορεία. Ο προποτζής, που έχει μετατρέψει το πρακτορείο του σε χώρο ψυχαγωγίας αλλά και πολιτικών αντιπαραθέσεων για τους γείτονες. Ο πολιτικός κρατούμενος, που ζητά από τον δεσμοφύλακα να αφήσει την θυρίδα της πόρτας ανοικτή για να ακούει τον αγώνα. Ο ιδιοκτήτης του γραφείου τελετών, που ενημερώνει φίλους και πελάτες, ότι η ομάδα θα κερδίσει, γιατί έχει πληροφόρηση από «μέσα».

Παράλληλα πολλοί από τους παίκτες της τότε ομάδας της ΑΕΚ , μπασκετμπολίστες της Σλάβια, φίλαθλοι που βρέθηκαν τότε στο Καλλιμάρμαρο, εξιστορούν με γλαφυρότητα και νοσταλγική διάθεση τα βιώματα τους. Η μνημειώδης ραδιοφωνική μετάδοση του Βασίλη Γεωργίου λειτουργεί ως παιάνας νίκης απογειώνοντας τα τηλεοπτικά αποσπάσματα του αγώνα, με παροτρύνσεις γεμάτες συγκινητική αθωότητα («…οι δυο διαιτητές του αγώνα που ελπίζουμε να βοηθήσουν, αμερόληπτα βέβαια, την ομάδα μας…») και ποιητικές εξάρσεις («..αυτό το καλάθι δεν ήτανε καλάθι, ήτανε όνειρο…»).

Το ντοκιμαντέρ, οι αφηγήσεις, η μυθοπλασία διαχέονται αρμονικά το ένα μέσα στο άλλο με συνεκτικό ιστό ένα μείγμα νοσταλγίας και ανθρώπινης θέρμης.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, ο Μπουλμέτης υπερτονίζει την ανάδειξη της εθνικής ανάτασης με μια ατμόσφαιρα σύμπνοιας και αλληλεγγύης, σε μια μαγική νύχτα που έφερε κοντά φιλάθλους όλων των ομάδων ή και ανθρώπους που δεν ήταν φίλαθλοι. Το Καλλιμάρμαρο στάδιο μάζεψε στην αγκαλιά του ανθρώπους με προβλήματα, επιθυμίες, φόβους, αμφιβολίες μετουσιώνοντας τα σε ζητωκραυγές και παραλήρημα ενθουσιασμού.

Ο κόσμος, συμμετείχε ασυνείδητα  σε μια ελεύθερη μαζική εκδήλωση εν μέσω μιας τυραννικής δικτατορίας, αναδεικνύοντας ένα άλλο αθλητικό ύφος και ήθος, μια υποδειγματική ψυχική ενότητα που υπήρξε τότε και που εμφανώς απουσιάζει σήμερα.

Το «1968» είναι ένα νοσταλγικό, χιουμοριστικό και γλυκόπικρο φιλμ. Με περισσή ευαισθησία και τρυφερότητα μιλά για την πολυεδρική θεματολογία του: για το σύμβολο γενναιότητας- Γιώργο Μόσχο, για τον άθλο της ΑΕΚ, για την κοινωνική διάσταση του αθλητισμού, για την ανάγκη λαϊκής ενότητας σε καιρούς κρίσης αλλά και για τις μνήμες της προσφυγιάς, του κατατρεγμού και της απώλειας που εκτονώθηκαν θριαμβευτικά σε ένα ονειρεμένο ανοιξιάτικο βράδυ. Ένα βράδυ που ο απεσταλμένος της γαλλικής “Εquipe” περιέγραψε με ποιητικό οίστρο: « Ο έναστρος ουρανός αυλακωνόταν από χιλιάδες χρωματιστές φωτοβολίδες κάθε φορά που η ελληνική ομάδα σημείωνε ένα καλάθι και πάνω από δύο ώρες η ιαχή «ΑΕΚ-ΑΕΚ» κάλυπτε κάθε άλλο θόρυβο».

 

Ετικέτες: 

Διαβάστε ακόμα