Του Γιώργου Ξανθάκη

Έφυγε ο “τελευταίος αυτοκράτορας” του ιταλικού σινεμά

  • Τρίτη, 4 Δεκεμβρίου, 2018 - 06:13

Ο Bernardo Bertolucci, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 77 ετών, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους διεθνείς σκηνοθέτες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Ο γιος του ποιητή, κριτικού κινηματογράφου και ο ανθολόγου Attilio Bertolucci, γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1940 στην Πάρμα. Μεγαλώνοντας σε μια ατμόσφαιρα άνεσης και πνευματικότητας, ο Bertolucci άρχισε να κάνει ταινίες 16 χιλιοστών ως έφηβος. Εκτός από την παραγωγή δύο μικρών ταινιών για  παιδιά, κέρδισε επίσης ένα ορισμένο σεβασμό ως συγγραφέας, κερδίζοντας το Premio Viareggio (ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά βραβεία της Ιταλίας) για το πρώτο του βιβλίο, «In Search of Mystery». Συνεχίζοντας να σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, ο Bertolucci ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα ως βοηθός σκηνοθέτη του Pier Paolo Pasolini. Αφού εργάστηκε στο «Accatone», έφυγε από το Πανεπιστήμιο το 1961 και ξεκίνησε τη δική του ανεξάρτητη κινηματογραφική καριέρα.

Ένα χρόνο αργότερα σκηνοθέτησε το πρώτο του φιλμ, «Βίαιος θάνατος/La Commare Secca (1962)», βασισμένο σε σενάριο  του Pasolini. Αναφερόταν σε μια έρευνα σχετικά με τη δολοφονία μιας πόρνης στη Ρώμη, παρουσιάζοντας τις απόψεις διαφορετικών ανθρώπων για τα γεγονότα της τελευταίας της ημέρας. Κάθε επεισόδιο,  γυρίστηκε με διαφορετικό ύφος και φανέρωνε ένα σκηνοθέτη  που δεν είχε γυρίσει άλλη ταινία, αλλά είχε δει πολλές ταινίες.

Η επόμενη προσπάθειά του «Πριν από την Επανάσταση/Prima della Rivoluzione (1964)» ήταν επίσης εμπορική απογοήτευση, αλλά κέρδισε την αναγνώρισή  στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1964. Αυτή η αναγνώριση ακολουθήθηκε από μια σχεδόν πενταετή περίοδο κατά την οποία ο σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για  άλλη ταινία μεγάλου μήκους αλλά περιορίστηκε σε διάφορα ντοκιμαντέρ.

Το 1967, πειραματίζεται γυρνώντας με τους ηθοποιούς του «Living Theatre» ένα επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας «Amore e rabbia/Έρωτας και λύσσα». Ένας γέρος διώκεται από τα φαντάσματά του, που στήνουν μια δίκη της συνείδησής του. Όταν αυτά φεύγουν, αντιλαμβανόμαστε ότι ο γέρος ήταν ο Πάπας, τον οποίο παρομοίασαν στη δίκη με την «άκαρπη συκιά» του Ευαγγελίου. Είναι μια αυθεντικότατη φιλμική έκπληξη, που διατηρεί και σήμερα την επικαιρότητά της, αλλά δεν έχει γίνει γνωστή, εξαιτίας του τολμηρού της θέματος.

Αυτή η εντύπωση έγινε ισχυρότερη στο φιλμ «Partner» (1968), που αποτελεί αδιαφιλονίκητο φόρο τιμής στον Jean-Luc Godard, παρουσιάζοντας τη σχιζοφρένεια ενός αστού διανοούμενου. Προερχόμενο από το σύντομο μυθιστόρημα του Dostoevsky «The Double» και προσαρμοσμένο στη Ρώμη του 1968, έχει στον κεντρικό χαρακτήρα τον Pierre Clémenti, μιλώντας στα γαλλικά ενώ οι υπόλοιποι μιλούν ιταλικά. Την ίδια χρονιά, ο Bertolucci πιστώνεται το σενάριο του αριστουργηματικού western του “Once Upon a Time in the West” του Sergio Leone.

Στη «Στρατηγική της αράχνης» (1969), διασκευή από διήγημα του Μπόρχες, παρουσιάζει την ανάγκη του καθενός μας να ξεπεράσει την πατρική κουλτούρα και να αναζητήσει τη δική του ταυτότητα. Πρόκειται για μια αλληγορία της ψυχαναλυτικής διαδικασίας με καθαρά αριστοτελική αφηγηματική δομή, αμφισβητώντας και τη δική του ταυτότητα, του διανοούμενου μαρξιστή, μέσα από την ταινία. Η ταινία θεωρήθηκε ως αισθητή βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του Μπερτολούτσι, αλλά είναι με την κυκλοφορία του «Κομφορμίστα» (1970), που θα κερδίσει τη διεθνή καταξίωση. Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου του 1970, όπου συνάντησε μια εκστατική υποδοχή. Βασίζεται σε μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια και αποτελεί μια μη γραμμική εξερεύνηση της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι και μια μελέτη του χαρακτήρα ενός ατόμου που συμμορφώνεται προς τις ιδεολογικές συμβάσεις της εποχής του .Συγκεντρώνει επιτυχώς τις φροϋδικές και πολιτικές ανησυχίες του Bertolucci σε μια ειρωνική μελέτη της προπολεμικής Ιταλίας (που αιχμαλωτίζεται πολύ καλά από την κάμερα του Storaro) και μια προσπάθεια διείσδυσης στον πυρήνα του καθημερινού φασισμού. Το τραύμα της παιδικής ηλικίας όπου πυροβόλησε έναν σοφέρ που προσπάθησε να τον αποπλανήσει, μαζί με την καταπιεζόμενη ομοφυλοφιλία του, είναι ένας ισχυρός παράγοντας για να καταναγκάσει τον Marcello (Jean-Louis Trintignant)  σε έναν αστικό γάμο και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο φασιστικό κόμμα, από το οποίο καλείται να δολοφονήσει τον πρώην καθηγητή του. Σκηνοθετημένη με αριστοτεχνικό τρόπο αναδεικνύει την πλήρη άνθηση του στυλ του με περίτεχνα πλάνα, μπαρόκ γωνίες λήψεις, άφθονα χρωματικά εφέ, διακοσμημένα κάδρα και  περίπλοκο παιχνίδι του φωτός και της σκιάς που δίνουν στο έργο του μια τόσο ξεχωριστή και απαστράπτουσα επιφάνεια.

Τώρα που κέρδισε σημαντική αξιοπιστία ως σκηνοθέτης στα 1972 αναλαμβάνει να εξερευνήσει τον σεξουαλικό σαδομαζοχισμό και την κοινωνική υποκρισία με το διαβόητο «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» . Με πρωταγωνιστές τους Marlon Brando ως Αμερικανό χήρο που ξεκινά  μια καυτή σαδομαζοχιστική σχέση με μια νεαρή Παριζιάνα (Maria Schneider), η ταινία προκάλεσε διαμάχη ανάμεσα στους κριτικούς όταν κυκλοφόρησε. Αναγνωρίστηκε τελικά ως εξαιρετική δουλειά που μελετά το ξεκλείδωμα του υποσυνείδητου μέσα από το σεξ, κερδίζοντας μια υποψηφιότητα καλύτερου σκηνοθέτη Oscar για τον Bertolucci και μια υποψηφιότητα Όσκαρ καλύτερου ηθοποιού για τον έξοχα αυτοσχεδιαστικό Brando.

Μετά την κυκλοφορία του φιλμ στην Ευρώπη, ο Bertolucci κατηγορήθηκε από δικαστήριο της Μπολόνια για την παραγωγή πορνογραφικού κινηματογράφου. Αν και αθωώθηκε, έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ψήφου) για πέντε χρόνια και τα ιταλικά δικαστήρια διέταξαν την καταστροφή όλων των αντιγράφων της ταινίας.

Η παγκόσμια αναγνώριση και το box office για το φιλμ βοήθησε τον Bertolucci να αποκτήσει τους τεράστιους οικονομικούς πόρους που απαιτούνταν για να ξεκινήσει το μακρόπνοο σχέδιο «1900».

 Με αυτό  το διάρκειας πέντε ωρών επικό έργο, που κυκλοφόρησε το 1977, ο Bertolucci απομακρύνθηκε από την ενδοσκόπηση των προηγούμενων ταινιών του και προσπάθησε να κάνει μια δημοφιλή ωδή της ταξικής πάλης χρησιμοποιώντας το στυλ των αμερικανικών επών και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού του ρωσικού κινηματογράφου της δεκαετίας του '30. Η αναζήτηση της αλήθειας για την Ιστορία της Ιταλίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα έχει ως πρόσχημα τις διαφορετικές ζωές του Olmo (Gérard Depardieu), του γιου μιας αγρότισσας, και του Alfredo (Robert De Niro), του γιου του άρχοντα της περιοχής(Burt Lancaster), που γεννήθηκαν την ίδια ημέρα, 27 Ιανουαρίου 1901, μέχρι την Ημέρα της Απελευθέρωσης της Ιταλίας, 25 Απριλίου 1945. Συχνά υπερβολική και διδακτική, εισέρχεται στο μεγαλείο στα τελευταία 30 λεπτά και στεφανώνεται από την υπέροχη μουσική του Ένιο Μορικόνε, γνωρίζοντας παγκόσμια επιτυχία.

Το «Φεγγάρι» (1979) ήταν η ιστορία μιας παθιασμένης σχέσης μητέρας / γιου, στην οποία μια διεθνώς αναγνωρισμένη τραγουδίστρια της όπερας (Jill Clayburgh) έχει μια σχεδόν αιμομικτική σχέση με τον ταραγμένο έφηβο γιο της που ψάχνει για έναν πατέρα. Η δεξιοτεχνία του Bertolucci είναι αναμφισβήτητη στην ταινία, η οποία συναθροίζει μια σειρά από θαυμάσιες σκηνές (ή άριες και ντουέτα) στην διάταξη μιας αδιαφανούς και ισχνής πλοκής.

Η «τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου» (1981) ήταν η πρώτη ταινία του Bertolucci που ασχολείται με τη σύγχρονη Ιταλία από το 1964. Το ελλειπτικό, οιονεί θρίλερ μιλά για έναν αυτοδημιούργητο ιδιοκτήτη του εργοστασίου (Ugo Tognazzi), βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα να πουλήσει το εργοστάσιό του για να εξαγοράσει τη ζωή του νεαρού γιου του που τον έχουν απαγάγει τρομοκράτες. Η αστυνομία υποπτεύεται ότι το θύμα  συναίνεσε στην απαγωγή του εξαιτίας των πολύ αριστερών πεποιθήσεων του. Η αντίθετη πλευρά της «Στρατηγικής της αράχνης» , στην οποία ένας γιος ερευνούσε τη ζωή του πατέρα του, αυτή η διφορούμενη οπτική της τρομοκρατίας απέτυχε να ευχαριστήσει το κοινό και τους κριτικούς κυρίως επειδή το έγκλημα δεν επιλύθηκε.

Μετά από τις δύο αποτυχημένες ταινίες του, επέστρεψε το 1986, με την υπερπαραγωγή του «Τελευταίου αυτοκράτορα» (1987), της πρώτης κινεζοευρωπαϊκής παραγωγής, όπου ξεδιπλώνεται το ταλέντο και η δεξιοτεχνική συνδυαστική ικανότητα των εκφραστικών του μέσων. Η ιστορία του Που Γι, του τελευταίου κινέζου αυτοκράτορα που  «αναμορφώνεται» από το μαοϊκό καθεστώς και πεθαίνει κηπουρός σε βαθιά γεράματα, είναι ένα συναρπαστικό, πλούσιο έπος που καλύπτει σχεδόν 60 χρόνια κατακλυσμικής ιστορίας της Κίνας. Τα στοιχεία της φιλοσοφίας του Κομφούκιου ,η αλληγορική χρήση των  χώρων και της ίδιας της Ιστορίας δημιούργησαν μια αξιομνημόνευτη ταινία. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η φωτεινή φωτογραφία του Storaro, που ανέδειξε τη χρυσή μεγαλοπρέπεια στο αυθεντικό μεγαλύτερο ανάκτορο του κόσμου στην Απαγορευμένη Πόλη.

Στο «Τσάι στη Σαχάρα» (1990),βασισμένος στο μυστικιστικό, μεταφυσικό ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Paul Bowles, ακολούθησε ένα εγωκεντρικό αμερικανικό ζευγάρι που ταξίδευε για να βρει το νόημα της σχέσης τους. Ο Bertolucci θεωρούσε ότι το «The Sheltering Sky» είχε πολλά κοινά με το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι». «Δεν είναι το άδειο διαμέρισμα του τελευταίου τανγκό ένα είδος ερήμου και δεν είναι η έρημος ένα κενό σπίτι;» ρώτησε. Αλλά παρά τις έξοχες ερμηνείες των Ντέμπορα Γουίνγκερ και Τζον Μάλκοβιτς την αισθαντική μουσική του Ρουίσι Σακαμότο και τα όμορφα καταγεγραμμένα τοπία στην Αλγερία, το Μαρόκο και τον Νίγηρα, η ίδια η ταινία ήταν δραματικά άγονη.

Το 1994, ο Bertolucci επέστρεψε στην Ασία για να κάνει τον «Μικρό Βούδα» αφηγούμενος την αρχαία ιστορία του Siddartha (Keanu Reeves) παράλληλα με μια σύγχρονη ιστορία ενός αγοριού στο Σιάτλ που πιστεύεται από τον Λάμα Ντόρτζε ότι είναι η μετενσάρκωση του Βούδα. Γοητευμένος από το βουδισμό και την έννοια της μετενσάρκωσης, σκηνοθετεί με ακαδημαϊκό τρόπο δύο αρχαία και θεμελιώδη για την ανθρωπότητα φιλοσοφικά συστήματα. Η ταινία αντιπαραβάλλει τους δύο κόσμους υπογραμμίζοντας τον γαλάζιο τόνο του Σιάτλ και το κόκκινο και το χρυσό της ανατολικής ιστορία  αλλά ήταν μάλλον  απλοϊκή  παρά απλή και δεν ικανοποίησε ούτε παιδιά ούτε ενήλικες.

Μετά από τις δαπανηρές του, εξωτικές επιχειρήσεις του, ο Bertolucci επέστρεψε στην πατρίδα του, δουλεύοντας  σε μια μικρότερη και πιο οικεία κλίμακα με το «Stealing Beauty» (1996), ένα μικρό φιλμ για τη σεξουαλική αφύπνιση μιας έφηβης αμερικανίδας κοπέλας σε μια βίλα στην Τοσκάνη που κατοικήθηκε από καλλιτέχνες και μποέμ.

Στο «Besieged» (1998) επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ ενός εκκεντρικού Άγγλου πιανίστα και της νέας αφρικανικής οικονόμου του. Δημιουργημένο αρχικά για την ιταλική τηλεόραση, το «Besieged» έδωσε στον Bertolucci την ευκαιρία να ανακαλύψει ξανά ένα είδος αυθορμητισμού στην παραγωγή ταινιών που ένιωθε ότι είχε χάσει από τη δεκαετία του 1960.

Ο Bertolucci προσπάθησε στη συνέχεια να συλλάβει ξανά το πνεύμα της φοιτητικής εξέγερσης στο Παρίσι το 1968 στους «Ονειροπόλους» (2003), αλλά τα γεγονότα του δίνουν μόνο ένα υπόβαθρο σε ένα ménage-a-trois, του οποίου οι κύριες ανησυχίες είναι το σεξ και οι ταινίες. Εξερευνά και πάλι τη σεξουαλικότητα των νέων, την ασμίλευτη ακόμη ορμή τους και τις σύγχρονες αγωνίες τους. Αφιερώνοντας φόρο τιμής στο «Les Enfants Terribles» του Jean Cocteau, η ταινία είναι η αποθέωση της σινεφιλίας του Bertolucci, μόνιμο στοιχείο των ταινιών του.

Λόγω σοβαρών προβλημάτων στην πλάτη, χρησιμοποίησε αναπηρικό καροτσάκι και δεν έκανε άλλη μια ταινία για εννέα χρόνια. Το «Εγώ κι εσύ» (2012), η πρώτη του ιταλική ταινία από το 1981, είχε μια αναιμική υπόθεση με ένα μικρό cast και σε μεγάλο βαθμό μια τοποθεσία - ένα κελάρι στο οποίο ένα έφηβο αγόρι είναι κλεισμένο με την ετεροθαλή αδελφή του που προσπαθεί να απεξαρτηθεί από τα σκληρά ναρκωτικά. Το δίδαγμα του είναι ότι η σύγχρονη γενιά πρέπει να επιλέξει την ζωή και όχι την απομόνωση  που οδηγεί στην καταστροφή.

Το έργο του Bertolucci παρουσιάζει μεγάλη θεματική ποικιλία  και χαρακτηρίζεται από την έφεση του δημιουργού στον  πειραματισμό.

Ο συγγραφέας Αλμπέρτο Μοράβια αποκάλεσε τον Μπερτολούτσι «ρομαντικό και παρακμιακό δημιουργό». Το σύνολο του έργου του αποκαλύπτει έναν αυθεντικό δημιουργό, που αναζητά την κινηματογραφική άρθρωση των θεμάτων του και προσπαθεί να προσεγγίσει ουσιαστικά, όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, την ανθρώπινη ψυχή.

Ο Bernardo Bertolucci διέπρεψε σε ορισμένα στιλ που τα υπηρέτησε με μεγάλη γνώση και καλλιέργεια, πλήρη κυριαρχία στα εκφραστικά του μέσα και φορμαλιστική  κι εικονοπλαστική φαντασία. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο κινηματογράφος είναι 'μια πραγματικά ποιητική γλώσσα', ένας ισχυρισμός που δικαιολογούν πολλές από τις ταινίες του.

ΠΗΓΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

• ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ: Β. Κωνσταντοπούλου

• IMDB

Ετικέτες: 

Διαβάστε ακόμα