Περί Παθών» με τον Δώρο Δημοσθένους στο επιβλητικό θέατρο Απόλλων

Ένα ξεχωριστό μουσικό «δώρο»

Συνέντευξη του αγαπημένου ερμηνευτή στην «Κοινή Γνώμη»

Σε μία ατμοσφαιρική διαδρομή από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Σταύρο Ξαρχάκο, μέχρι τον Δημήτρη Λάγιο και τον Leonard Cohen, θα παρασύρει το κοινό της Σύρου ο Δώρος Δημοσθένους, χαρίζοντας στους θαυμαστές του ένα ξεχωριστό μουσικό «δώρο» για τις ημέρες του Πάσχα.

Με αφορμή την εβδομάδα των Παθών, ο αγαπημένος ερμηνευτής παρουσιάζει τη Μεγάλη Δευτέρα 25 Απριλίου στο επιβλητικό Θέατρο Απόλλων, μία διαφορετική μουσική βραδιά, εμπνευσμένη από τραγούδια μεγάλων συνθετών για τα Πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας. Συνοδοιπόρος του σε αυτό το ταξίδι, ο Νεοκλής Νεοφυτίδης στο πιάνο.

Στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κοινή Γνώμη», ο Δώρος Δημοσθένους μιλάει για τον καταλυτικό ρόλο της μουσικής στην «εξημέρωση» της ψυχής μας, τους «καρπούς» των συνεργασιών του με σπουδαίους συνθέτες και καλλιτέχνες, καθώς και για τη σχέση του με την Ορχήστρα των Κυκλάδων, το «διαμάντι της Σύρου», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.

Αρκετούς μήνες μετά τη συμμετοχή σας στην επιτυχημένη συναυλία της Ορχήστρας των Κυκλάδων στην Έπαυλη Τσιροπινά, επιστρέφετε στη Σύρο με ένα πιο προσωπικό μουσικό «δώρο». Τι τραγούδια θα ακούσουμε τη Μεγάλη Δευτέρα και πόσο αντικατοπτρίζεται σε αυτά ο ίδιος ο Δώρος Δημοσθένους;

«Καταρχήν, χαίρομαι πάρα πολύ που θα τραγουδήσω σ’ αυτό το πανέμορφο θέατρο με τη δυνατή ενέργεια, σ’ ένα νησί που αγαπώ ιδιαίτερα. Η συγκεκριμένη παράσταση είναι ξεχωριστή για μένα, γιατί παρότι ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2013, τη σκεφτούν αρκετό καιρό πριν. Η αφορμή ήταν η κατάνυξη της άνοιξης και μαζί η τελετουργία των Παθών της Μεγάλης Εβδομάδας, από τα οποία έχουν εμπνευστεί πολλοί μεγάλοι συνθέτες. Συνδυάζεται δηλαδή η μαγεία της εποχής με τα Πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας, του Θεανθρώπου και των ανθρώπων. Δεν είναι φυσικά μια θρησκευτική παράσταση, ούτε περιλαμβάνει ύμνους. Είναι όμως μυσταγωγική και νομίζω ότι θα μας οδηγήσει όλους σε μία κάθαρση, όπως η πορεία προς την Ανάσταση».

Η συναυλία σας φέρει τον τίτλο «Περί παθών». Η μουσική και το τραγούδι είναι ένα μέσο εξαγνισμού της ψυχής που πολλές φορές χάνεται στα σταυροδρόμια της κρίσης, αναζητώντας τη λύτρωση; Και τι ρόλο έχει παίξει στη δική σας ζωή μέχρι σήμερα;

«Η αλήθεια είναι πως όταν δεν ασχολούμαι με τη μουσική, η διάθεσή μου πέφτει πάρα πολύ. Είμαι εξαρτημένος από αυτή και θεωρώ ότι πραγματικά αποτελεί το κορυφαίο μέσο εξαγνισμού της ψυχής. Όταν το αισθάνομαι, λειτουργεί γλυκά και για μένα και για εκείνους που ακούν. Η κρίση έχει φέρει δυσκολίες και στη δική μου ζωή. Ωστόσο, δεν έχει χρειαστεί να θυσιάσω κάτι στη δουλειά μου. Το τραγούδι για μένα συμβολίζει το όνειρο και την αλήθεια και χωρίς αυτό, δεν μπορώ να είμαι σε καλή διάθεση».

Τα πάθη συχνά μας οδηγούν και σε λάθη. Υπάρχει κάτι στη μουσική διαδρομή σας που θα το αλλάζατε ή θα το ενισχύατε με τονωτικές ενέσεις για να γίνει ακόμα καλύτερο;

«Αυτό που θα ήθελα είναι περισσότερος δημιουργικός χρόνος στην προσωπική μου ζωή και μεγαλύτερη αποφασιστικότητα σε κάποιες εμπνεύσεις μου. Να τολμούσα περισσότερο και να ολοκλήρωνα τα πράγματα που σχεδιάζω. Το ιδανικότερο θα ήταν τα πάθη να οδηγούσαν σε εμπνεύσεις και όχι σε λάθη, αλλά μην ξεχνάμε ότι και μέσα από τα λάθη μας, μαθαίνουμε».

 Έχετε συνεργαστεί με κορυφαίους δημιουργούς και καλλιτέχνες όπως ο Νίκος Κυπουργός, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, η Λένα Πλάτωνος και η Μαρία Φαραντούρη. Τι ρόλο έπαιξαν οι συνεργασίες αυτές στη σχέση σας με την τέχνη αλλά και στη διαμόρφωση της προσωπικής καλλιτεχνικής οντότητάς της μέσα στο χώρο;

«Σίγουρα έχω κερδίσει πολλά πράγματα από αυτές τις συνεργασίες, οι οποίες έχουν διαμορφώσει περισσότερο την αισθητική μου. Ήταν ίσως ευχής έργο το γεγονός ότι γνώρισα από κοντά αυτούς τους ανθρώπους, που ανήκουν σε διαφορετικά είδη, αλλά με κοινό γνώμονα αισθητικής. Για παράδειγμα, δίπλα στον Κηλαηδόνη μυήθηκα στην αμερικάνικη μουσική, στην πιο ευχάριστη πλευρά της μουσικής, καθώς είναι δύσκολο να γραφτεί ένα τραγούδι ματζόρε και να σε αγγίξει βαθιά. Με την Φαραντούρη εισχώρησα στα μονοπάτια του έντεχνου τραγουδιού, ενώ ο Νίκος Κυπουργός είναι ο πρώτος συνθέτης με τον οποίο συνεργάστηκα. Επομένως, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής μου. Κι όταν συνεργάζομαι με τον Νίκο, νιώθω ότι η μουσική βγαίνει αισθητικά αρτιότατη και το απολαμβάνω πλήρως».

Αυτό έγινε αντιληπτό και στη συναυλία του περασμένου καλοκαιριού, όπου κυριαρχούσε μία οικογενειακή ατμόσφαιρα.

«Τόσο με τον Νίκο Κυπουργό, όσο και με τη Σαββίνα Γιαννάτου γνωριζόμαστε περίπου 20 χρόνια, οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι είμαστε σαν οικογένεια, που την κρατάει δεμένη η μουσική».

Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ όλων των συνεργασιών σας; Ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που σας ελκύει σε μία δουλειά και δεν μπορείτε να του αντισταθείτε;

«Πρώτα από όλα οι μελωδίες των συνθετών. Έπειτα, η αισθητική τους προσέγγιση πάνω στα τραγούδια. Ο Κηλαηδόνης είναι πιο βιωματικός, ο Νίκος οπτικοποιεί το στίχο μέσω της μουσικής του, αλλά για μένα ως τραγουδιστής με εκφράζει περισσότερο το γεγονός ότι υπάρχουν τόσο θεατρικές, όσο και φωνητικές απαιτήσεις. Όλα αυτά τα στοιχεία κάνουν πιο ενδιαφέρον το τραγούδι και σου δίνουν τη δυνατότητα να το απογειώσεις».

Παρακολουθώντας κανείς τη δουλειά σας αλλά και την αγάπη σας στα μουσικά «δώρα» του παρελθόντος, πιθανόν να σας χαρακτηρίσει «νοσταλγό» και ταξιδευτή άλλων εποχών που παραμένουν στις καρδιές μας. Το γεγονός αυτό συμβαίνει γιατί είστε λάτρης των ταξιδιών ή των αποδράσεων από μια πραγματικότητα που μερικές φορές φαντάζει «ξένη» στα μάτια μας;

«Ότι είμαι των αποδράσεων είναι αλήθεια. Μου αρέσει να δραπετεύω από την πραγματικότητα και πολλές φορές θα ήθελα να κάνω την πραγματικότητα πιο ονειρική. Στα τραγούδια παλαιοτέρων δεκαετιών βρίσκω πολλά στοιχεία που με εκφράζουν, γιατί είναι και από μόνα τους τραγούδια που στέκουν διαχρονικά. Είναι πολύ καλύτερα από πολλά τραγούδια που ακούμε σήμερα στο ραδιόφωνο, χωρίς να αποκλείω το γεγονός ότι υπάρχουν συνθέτες σήμερα οι οποίοι γράφουν, απλά δεν έχουν την ίδια τύχη προβολής που είχαν οι παλαιότεροι. Και το σημαντικότερο είναι ότι τα τραγούδια αυτά αντέχουν στο χρόνο και αποτελούν πηγή έμπνευσης και για τους νεότερους, που στην προσπάθειά τους να γράψουν κάτι καινούριο, ανατρέχουν σε παλαιές φόρμες».

Τι κρατάτε από τη συνεργασία σας με την Ορχήστρα των Κυκλάδων υπό τη διεύθυνση του Νίκου Κυπουργού και ποια η γνώμη σας για το καλλιτεχνικό δυναμικό της Σύρου που την πλαισιώνει;

«Αισθάνομαι πολύ χαρούμενος που συνεργάζομαι τόσο με τον Νίκο όσο και με αυτή την ορχήστρα. Πρόκειται για ένα σχήμα ερασιτεχνών, που αγαπούν πάρα πολύ αυτό που κάνουν και βγάζουν έναν ήχο, ο οποίος ταιριάζει πάρα πολύ και στις μουσικές του Κυπουργού, πράγμα δύσκολο. Το ότι νέα παιδιά προσεγγίζουν αυτό τον ωραίο ήχο είναι εκπληκτικό. Τη θεωρώ μία από τις καλύτερες ορχήστρες. Ο Νίκος είναι ένας υπέροχος συνθέτης. Τα αποτελέσματα του εγχειρήματός του στη Σύρο είναι εντυπωσιακά και χάρη στον ίδιο η Σύρος απέκτησε ένα ακόμη υπέροχο «στολίδι».