Η νέα παράσταση της θεατρικής ομάδας «Μίμου Άπτου» στην Πινακοθήκη Κυκλάδων – Βασισμένη σε μια ιδέα από το βιβλίο «Το ημερολόγιο ενός χελιδονιού»

Ένας λευκός μουσαμάς που πρόβα με την πρόβα γέμισε

Συνέντευξη με τη σκηνοθέτη, Ζωή Παρασκευοπούλου
  • Τετάρτη, 20 Μαρτίου, 2019 - 06:18
  • /   Eνημέρωση: 20 Μαρ. 2019 - 22:01
Φωτογραφία: Στάθης Ζάννες

Η «Λούπα» ήταν για τη Θεατρική Ομάδα «Μίμου Άπτου» ένα παιχνίδι, που τα μέλη της έπαιζαν για πρώτη φόρα. Χωρίς ρόλους, χωρίς κείμενο, εμπνεόμενοι από μία ιδέα και με εφαλτήριο, αυτή τη φορά, όχι το λόγο, αλλά τη σωματικότητα.  Η μόνη ασφάλειά μας σ’ αυτή τη διαδρομή ήταν η κοινή γλώσσα, η εμπιστοσύνη και η χαρά με την οποία ο καθένας διέθεσε τον εαυτό του σ’ αυτό το εγχείρημα.

Η νέα θεατρική παράσταση των Μίμου Άπτου, που παρουσιάζεται από 22 έως 24 Μαρτίου 2019, στην Πινακοθήκη Κυκλάδων, βασίστηκε σε μια ιδέα από το βιβλίο της Amélie Nothomb «Το ημερολόγιο ενός χελιδονιού» και πραγματεύεται την καθημερινά επαναλαμβανόμενη μετάβαση από την προσωρινή αμνησία του ξυπνήματος στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας και της ύπαρξης. 

Η «Λούπα» ανήκει στο είδος του επινοητικού θεάτρου, όπου η παράσταση προκύπτει από συνεργασία και αυτοσχεδιασμούς της ομάδας. Ωστόσο, η τελική μορφή της παράστασης δεν είναι αυτοσχεδιαστική, αλλά έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και δομή.

Στο Θέατρο της Επινόησης οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης, ή η ομάδα, συνεργάζονται και δημιουργούν μια θεατρική παράσταση πάνω σε μια αρχική ιδέα. Το κείμενό της -που δεν αφορά απαραίτητα λόγο- δεν προϋπάρχει, αλλά προκύπτει μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς, τα παιχνίδια, τις συζητήσεις, το προσωπικό υλικό και τις δυναμικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της ομάδας. H διαδικασία ανακάλυψης του τελικού αποτελέσματος είναι εξίσου σημαντική με το ίδιο το τελικό αποτέλεσμα.

Για τη γλώσσα του σώματος που αποτελεί το κύριο εκφραστικό μέσο της παράστασης, αλλά και για τη «σπείρα» της Λούπας, μέσα στην οποία τα μέλη των Μίμου Άπτου ανταμώνουν, μοιράζονται και σκαρφίζονται παρέα αλλιώτικους κόσμους, μίλησε η σκηνοθέτης Ζωή Παρασκευοπούλου.

Από τα στενά της Άνω Σύρου στο θεατράκι της Πινακοθήκης Κυκλάδων… ένα χώρο που όχι μόνο αρέσει στην ομάδα των «Μίμου Άπτου», αλλά που φαίνεται ότι της ταιριάζει κιόλας. Το θέατρο εκτός από μέσο ψυχαγωγίας λειτουργεί και ως ξυπνητήρι του μυαλού. Τι «επινοήσατε» αυτή τη φορά για να το θέσετε σε εφαρμογή;

«Η ομάδα συνηθίζει, μετά από κάθε παράσταση, να διαθέτει μέρος των εσόδων σε σεμινάρια που την ενδιαφέρουν. Το υλικό που προκύπτει από αυτά, κάποιες φορές, την οδηγεί στην επόμενη δουλειά της. Έτσι, πέρυσι παρακολουθήσαμε ένα πολύ ενδιαφέρον σεμινάριο devised theatre με την Ερμίρα Γκόρο. Ενώ μετά το σεμινάριο διαβάσαμε διάφορα κείμενα, επικράτησε η επιλογή να πειραματιστούμε πάνω σε αυτό το είδος θεάτρου, βασιζόμενοι σε μια ιδέα που μας ενδιέφερε. Τελικά, πολύ πέρα από την ίδια την ιδέα, υπήρχε μια κοινή ανάγκη να δημιουργήσουμε μία παράσταση από το μηδέν, χωρίς το περιοριστικό πλαίσιο που δίνει ένα ήδη υπάρχον κείμενο και με το σώμα ως κύριο εκφραστικό μέσο. Το γεγονός ότι ήμασταν πολλοί και τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας, μεγάλωνε μεν το βαθμό δυσκολίας συντονισμού μεταξύ μας, πολλαπλασίαζε, ωστόσο, τις ήδη άπειρες δυνατότητες για εξερεύνηση. Είναι, αν μη τι άλλο, αφυπνιστικό να έχεις μπροστά σου έναν ολόλευκο μουσαμά και να καλείσαι να τον γεμίσεις βουτώντας ως κουκκίδα, η οποία μεγαλώνει όσο συναντιέται με τις υπόλοιπες. Χτίσαμε κομμάτι-κομμάτι την ιστορία μας, δημιουργώντας ένα σκελετό και αφήνοντας χώρο στη φαντασία του θεατή να σκαρώσει τη δικιά του εκδοχή.

Η Πινακοθήκη Κυκλάδων είναι για μας ένας χώρος ζεστός, ασφαλής και φιλόξενος, ιδανικός για να μοιραστούμε την αγάπη μας για το θέατρο με τον κόσμο».

 Όταν κάποιος επαναλαμβάνει τις ίδιες ενέργειες, λέμε ότι πέφτει στην ίδια λούπα. Ποια είναι τα στοιχεία που δεν απουσιάζουν από κάθε νέα πρόταση της ομάδας και ποιος ο ρόλος τους στη δημιουργία της παράστασης «Λούπα»;

«Κάθε νέα πρόταση της ομάδας βασίζεται στην ανάγκη για επικοινωνία και στην αναζήτηση νέων τρόπων έκφρασης. Η ομάδα έχει αναπτύξει με τα χρόνια μια κοινή γλώσσα και αισθητική, που αποτελούν γέφυρα τόσο μεταξύ των μελών της, όσο και με τον κόσμο που παρακολουθεί τις παραστάσεις της.

Οι συναντήσεις μας και οι πρόβες είναι για όλους μας βαθιές ανάσες από τη λούπα της καθημερινότητας. Είναι οι μικρές στιγμές, που βγαίνουμε απ' τον αυτόματο, παγώνουμε ό,τι μας απασχολεί και αφοσιωνόμαστε στο τώρα και στο μαζί.

Μας κινητοποιεί κάθε φορά κάτι καινούργιο και η χαρά, όσο απλοϊκό και αν ακούγεται, με την οποία ο καθένας διαθέτει τον εαυτό του στο εκάστοτε εγχείρημα, είναι το στοιχείο εκείνο που δεν απουσιάζει ποτέ από αυτή την ομάδα και δεν απουσίασε ούτε απ' τη Λούπα».

Το θέατρο της επινόησης αποτελεί έναν πιο ελεύθερο και δημιουργικό δρόμο εν αντιθέσει με τα συμβατικά μονοπάτια ενός συγκεκριμένου κειμένου; Πόσο ευεργετικό είναι το είδος αυτό για την επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας ομάδας; Σε ποια ιδέα στηρίχτηκε η παράστασή σας και με ποια εκφραστικά μέσα της δώσατε σάρκα και οστά;

«Στο επινοητικό θέατρο, η επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας ομάδας είναι στην πραγματικότητα προαπαιτούμενο, αλλιώς δεν μπορεί να λειτουργήσει. Η ήδη υπάρχουσα επικοινωνία οδηγείται, ωστόσο, σε ένα άλλο επίπεδο, πολύ πιο βαθύ και ουσιαστικό. Τα μέλη της ομάδας καλούνται να συνυπάρξουν με μόνο εφόδιο την ίδια τη συνύπαρξη. Δεν υπάρχει το κείμενο ως δεδομένο, δεν υπάρχει η ασφάλεια των ρόλων και το γνώριμο χτίσιμο αυτών, δεν υπάρχει το πλαίσιο μιας έτοιμης ιστορίας και η παράμετρος ενός συγκεκριμένου σκηνικού. Ανεβαίνεις στη σκηνή και το μόνο στήριγμα είναι τα άτομα με τα οποία μοιράζεσαι τη σκηνή αυτή και μια γενική ιδέα/οδηγία ως βατήρας αυτοσχεδιασμού. Σε αυτήν την -απογυμνωμένη από κάθε είδους γνώριμη ασφάλεια- μορφή θεάτρου, απλώς ανοίγεις τις αισθήσεις σου σε αυτό που συμβαίνει την κάθε στιγμή και αντιδράς χωρίς ιδιαίτερο φιλτράρισμα. Απαιτείται διαύγεια, ετοιμότητα, εμπιστοσύνη, χημεία μεταξύ των μελών και φυσικά πολλή διάθεση για παιχνίδι. Εδώ που τα λέμε, αυτά απαιτούνται σε όλα τα είδη θεάτρου, αν ο στόχος είναι η  αλήθεια μας.

Δανειστήκαμε την αρχική ιδέα από τις δυο πρώτες σελίδες του βιβλίου της Amélie Nothomb “Το ημερολόγιο  του χελιδονιού”. Η ιδέα αυτή έχει να κάνει με την καθημερινά επαναλαμβανόμενη μετάβαση από την προσωρινή αμνησία του ξυπνήματος στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας και της ύπαρξης. Μας απασχόλησε πως μια “καθαρή” στιγμή, όπως αυτή του ξυπνήματος μπολιάζεται από τις αναμνήσεις μας και όλα εκείνα τα στοιχεία που -για πολλούς λόγους- θεωρούμε ως δεδομένο ότι μας χαρακτηρίζουν.

Επιλέξαμε ως κύριο εκφραστικό μέσο τη σωματικότητα και όχι το λόγο, γιατί μας εξίταρε η ιδέα να ξεδιπλώσουμε την ιστορία που αποφασίσαμε να διηγηθούμε, πρωτίστως μέσα από την κίνηση των σωμάτων μας. Το σώμα έχει τη δική του γλώσσα και η εξερεύνηση της γλώσσας αυτής έχει κάτι το συναρπαστικό και το διεθνές. Κάτι το συναρπαστικό έχει και το πως αντιλαμβάνεται ο καθένας τη γλώσσα αυτή και ανυπομονούμε να μοιραστούμε όλη αυτή τη διαδρομή με τον κόσμο, να συνομιλήσουμε στις παραστάσεις που θα γίνουν και να γίνουμε από πομποί, δέκτες. Δέκτες της ερμηνείας του θεατή».

Δεδομένου ότι το επινοητικό θέατρο βασίζεται στη διαδικασία ανακάλυψης του τελικού αποτελέσματος, πόσες από τις προσωπικές θεωρήσεις σας σχετικά με το θέμα καταρρίφθηκαν ή επιβεβαιώθηκαν από το παραχθέν προϊόν;

«Ευχαριστούμε, γιατί οι ερωτήσεις σας, μας έδωσαν ουσιαστικό βήμα να μιλήσουμε για τη δουλειά που κάνουμε τους τελευταίους τρεις μήνες. Η όλη διαδικασία από την πρώτη πρόβα ως την παρούσα στιγμή, ήταν ένα πρωτόγνωρο ταξίδι για όλους μας. Τον προορισμό ανυπομονούμε να δούμε, πια, μέσα από τα μάτια των θεατών. Δεν έχουμε καθαρή εικόνα για το παραχθέν προϊόν και μάλλον δεν θα αποκτήσουμε μέχρι να γίνει το μοίρασμα αυτό με τον κόσμο. Ίσως χρειαστεί να περάσει και κάποιος χρόνος και να ωριμάσει κάπως όλο αυτό μέσα μας.

Πήγαμε στα ψαχουλευτά, πολύ μακριά ο καθένας από τις ευκολίες του και ο πρώτος μήνας ήταν αρκετά αμήχανος. Κάποια στιγμή άρχισαν τα πράγματα να λειτουργούν και εκεί καταλάβαμε ότι μια καλή πρόβα δεν είναι μόνο αυτή που τα πράγματα κουμπώνουν αλλά και αυτή που, αν και μοιάζει να μην λειτουργεί τίποτα, δίνει υλικό για να δουλευτεί στις επόμενες πρόβες.

Και όντως, είναι τουλάχιστον μαγικό να παρακολουθείς το λευκό μουσαμά, που λέγαμε, πρόβα με την πρόβα να γεμίζει, να αποκτά μια καθαρή υπόσταση και κάποια στιγμή όλο αυτό που βλέπεις να σου αφήνει μια υπόνοια ότι ολοκληρώθηκε».