Το «αντί» της αντιπολίτευσης

Μία στοιχειώδης και βασική λειτουργία της δημοκρατίας είναι η αντιπολίτευση, η οποία καλείται να ελέγχει και να κρίνει την εξουσία ώστε αυτή να μην λειτουργεί ανεξέλεγκτα, όπως επισημάνθηκε αιώνες πριν, από την εποχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.

Μπορεί οι ασκούντες διοίκηση να προέκυψαν σε αυτή τη θέση από τη βούληση του λαού (όπου τουλάχιστον παίζεται το παιχνίδι με κανόνες δημοκρατίας), όπως και η αντιπολίτευση άλλωστε, σύμφωνα με την λαϊκή ετυμηγορία, όμως αμφότεροι βρίσκονται υπό την συνεχή κρίση των πολιτών ή τουλάχιστον θα πρέπει να βρίσκονται, αν και όταν οι πολίτες λειτουργούν ως σκεπτόμενα όντα και όχι ως κοπάδι σανοφάγων.

Μία δεοντολογική προσέγγιση της πολιτικής, η οποία φαίνεται να απέχει μακράν της πραγματικότητας και να φαντάζει ουτοπική, κρίνοντας από τον τρόπο που οι ρόλοι έκαστης πλευράς ερμηνεύονται στην πράξη.

Τόσο ο πολιτικός λόγος όσο και ο αντιπολιτευτικός είναι απολύτως ελεύθερος, ακόμα και ακραίος έως και ψευδής, όπως έχει επικρατήσει ως η νέα πολιτική πραγματικότητα.

«Εδώ και χρόνια αισθάνομαι τρόμο, γιατί δεν ακούω τίποτα που να ηχεί ανθρώπινα. Πάντα οι ίδιες λέξεις που λένε τα ίδια ψέματα». (Albert Camus)

Η αντιπολίτευση, για να είναι ακριβής και αποτελεσματική στον ρόλο της, πρωτίστως οφείλει να είναι απολύτως καταρτισμένη, γνώστης σε βάθος των θεμάτων και κυρίως να υψώνει στοιχειοθετημένο αντίλογο στα κακώς κείμενα των ασκούντων διοίκηση και όχι να υψώνει βοή για δημιουργία εντυπώσεων.

Για μία ακόμα φορά γίναμε μάρτυρες μίας ελεγκτικής διαδικασίας στους ασκούντες διοίκηση, η οποία δεν είχε να επιδείξει τίποτε περισσότερο από την ανυπαρξία μεστού πολιτικού λόγου, αντιπολιτευτικών επιχειρημάτων και προτάσεων.

Αρκέστηκε στον ευκαιριακό εντυπωσιασμό και τον αναιτιολόγητο αντίλογο, με τάσεις υπονομευτικές και εμμονική προκλητικότητα.

Όταν η αντιπολίτευση είχε αναλάβει ρόλο διοίκησης και είχε υιοθετήσει πλήρως την Λουδοβίκεια ρήση «L’ etat c’est moi» (Το κράτος είμαι εγώ), πόσο αστείο είναι να εμφανίζεται εκ των υστέρων ως υπερασπιστής του διαλόγου και της συναίνεσης.

Όταν οι ρόλοι αντιστράφηκαν και κλήθηκε να υπερασπιστεί τον τίτλο της αντιπολίτευσης, έδειξε ότι από την λέξη ξέχασε τελείως το δεύτερο συνθετικό, της άσκησης πολιτικής, και κράτησε μόνο το πρώτο, το «αντί», μεταφράζοντας το ως για γενικευμένη αντί-δραση, έναν ανούσιο αντί-λογο, μία επιθετική αντι-παλότητα.

Μέσα από τον θόρυβο των κραυγών επιχειρήθηκε να κρυφτεί η απουσία ουσιαστικού λόγου, με όχημα την έντασης και την επιθετική ερμηνεία βροντόφωνων μονολόγων, χρησιμοποιώντας ως σκηνικό τον χώρο λειτουργίας θεσμικών διαδικασιών, για μία γκροτέσκο

παράσταση, χοντροκομμένης γελοιότητας, καταφέρνοντας τελικά να προκληθεί το γέλιο των θετών-πολιτών.

Τους έφταιξε «η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων», θέλοντας να απομακρύνουν την ευθύνη από τους ίδιους τους «πλάσαντες τα ερείπια», καθώς ο Παπαδιαμάντης καταλήγει ότι «τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται». Και αυτοί «κυβέρνησαν» προ των ερειπίων.

 

Διαβάστε ακόμα