Του Δημήτρη Α. Σιδερή

Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Νόηση

  • Τρίτη, 17 Ιανουαρίου, 2017 - 06:21

Η συμπεριφορά των ζώων είναι αποτέλεσμα είτε μιας αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα (φυσικό αντανακλαστικά) ή μιας αυτόματης εκδήλωσης από περιοδικές σωματικές λειτουργίες σαν ταλάντωση. Τα ομοιόθερμα κυρίως ζώα μπορούν να σχηματίζουν αντανακλαστικά (εξαρτημένα αντανακλαστικά) όταν ένα τυχαίο ερέθισμα επιδρά επανειλημμένα ταυτόχρονα ή αμέσως πριν από το ερέθισμα που ξεκινά ένα φυσικό αντανακλαστικό. Αυτή είναι στοιχειώδης μάθηση και μνήμη. Επιπλέον ο άνθρωπος μπορεί να σχηματίζει αντανακλαστικά και όταν ένα τυχαίο ερέθισμα επιδρά επανειλημμένα ταυτόχρονα ή αμέσως πριν από το ερέθισμα που ξεκινά ένα προσχηματισμένο εξαρτημένο αντανακλαστικό (δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά). Τα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά είναι ευλογία και κατάρα.

Η επεξεργασία των προσλαμβανόμενων ερεθισμάτων οδηγεί στην οικοδόμηση γνώσης. Η οργάνωση της συμπεριφοράς αποτελεί τη βούληση. Προκύπτει είτε από τη γνώση είτε αυτόματα σαν ταλάντωση. Η ισορροπία ανάμεσα στη γνώση και τη βούληση, αποτελεί το συναίσθημα (ή στάση) που τυπικά στρέφει την προσοχή προς το ερέθισμα (ευχάριστο) είτε την αποστρέφει από αυτό (δυσάρεστο). Αυτά ισχύουν στα θερμόαιμα κυρίως ζώα, που, έτσι, διαθέτουν στοιχειώδη γνώση, συναίσθημα και βούληση. Καθώς ο άνθρωπος σχηματίζει δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, δημιουργεί και δευτεροβάθμια γνώση, συναίσθημα, βούληση. Κι αυτό σημαίνει πως γνωρίζει τι ξέρει, τι νοιώθει, τι θέλει· χαίρεται ή θλίβεται από ό,τι γνωρίζει, συναισθάνεται και θέλει· και θέλει να μάθει, να χαίρεται ή να θλίβεται και να θέλει ή να μη θέλει. Η δευτεροβάθμια γνώση αντιστοιχεί στη συνείδηση της ψυχολογίας, η δευτεροβάθμια στάση και βούληση στο υποσυνείδητο της ψυχανάλυσης.

Χάρη στα εξαρτημένα αντανακλαστικά, μαθαίνομε να ανταποκρινόμαστε σε ερεθίσματα που κανονικά δεν θα μας προξενούσαν καμιάν αντίδραση. Χάρη στα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά οι δυνατότητές μας επεκτείνονται σχεδόν απεριόριστα. Μια μπουκιά από παϊδάκι στο στόμα μου προξενεί σιελόρροια: φυσικό αντανακλαστικό. Η θέα από το παϊδάκι συνηθίζομε να μας προξενεί σιελόρροια: εξαρτημένο αντανακλαστικό. Το άκουσμα της λέξης παϊδάκι τελικά μας προξενεί σιελόρροια: δευτεροβάθμιο εξαρτημένο αντανακλαστικό. Χάρη στη δευτεροβάθμια γνώση μας μαθαίνομε να μιλάμε και να συνεννοούμαστε ακούγοντας τη μιλιά των άλλων, να γράφουμε και να διαβάζουμε. Ανταλλάσσοντας λέξεις με τους συνανθρώπους μας μαθαίνομε να σχηματίζουμε έννοιες με το ίδιο περίπου βάθος και πλάτος σε όλους, μολονότι δεν υπάρχει άμεση επαφή της νόησης μεταξύ μας.

Η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια νόηση μπορεί να μη συμπίπτουν. Μπορώ να ξέρω ότι δεν γνωρίζω κάτι ή να μην ξέρω ότι το γνωρίζω. Ο Σωκράτης εκμαίευε από τους μαθητές του τις γνώσεις που είχαν μέσα τους χωρίς να το γνωρίζουν. Πολύ σημαντική είναι η αντίθεση μεταξύ πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας στάσης και βούλησης. Μπορεί να θέλω κάτι που δεν θέλω και αντιστρόφως. Μπορεί να χαίρομαι με κάτι που με θλίβει και αντιστρόφως. Προβλέπει η Κασσάνδρα την καταστροφή που έρχεται, αλλά δεν πείθει. Η καταστροφή έρχεται. Κι εκείνη χαίρεται που βγήκε αληθινή, αλλά θλίβεται για την καταστροφή. Θέλω να μην καπνίζω, αλλά αυτή τη στιγμή θέλω και καπνίζω. Κάπου εδώ αρχίζει η τραγωδία. Πρωτοβάθμια βούληση και συναίσθημα στηρίζουν τον ήρωα (έλεος), ενώ τα δευτεροβάθμια αντίστοιχα τον ελέγχουν (φόβος). Η κοινωνία υποφέρει βαρύτατα και δεν ανακουφίζεται αν δεν υπάρξει κάθαρση, μια ισορροπία ανάμεσα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια νόηση. Αυτή η ισορροπία δεν είναι μαθηματική, ένας μέσος όρος ή ισότητα. Είναι συνήθως μια αμοιβαία ελάχιστη ικανοποίηση ανάμεσα στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια νόηση.

Οι κοινωνικοί κανόνες προσφέρουν ως ένα βαθμό τις βάσεις για τέτοια ισορροπία. Θέλω να αγοράσω πράγματα, να δανεισθώ χρήματα, αλλά δεν θέλω να πληρώσω ούτε να επιστρέψω τα δανεικά. Με τους νόμους της η κοινωνία διευθετεί ως ένα βαθμό τέτοια θέματα, με αποδοκιμασίες (ποινή) ή επιδοκιμασίες (έπαινο). Άλλα θέματα είναι δυσκολότερο να διευθετηθούν. Έγινε μια βίαιη αναμέτρηση. Βία εγκληματική εφαρμόσθηκε και από τις δύο μεριές. Ο νικητής επέβαλε τους όρους του, την τιμωρία του ηττημένου. Τα εγκλήματα του νικητή όμως έμειναν ατιμώρητα. Και τότε προκύπτει η ύβρις, ο ανίερος θρίαμβος του νικητή. Όμως, σε κοινωνικό επίπεδο, η απουσία κάθαρσης μεταβιβάζεται στις γενιές, σαν βεντέτα.

Ο Τάνταλος, με τόσο κύρος που συνέτρωγε με τους θεούς, μαγείρεψε το γιο του Πέλοπα και τους τον σέρβιρε για να δοκιμάσει την παντογνωσία τους. Αυτοί κατάλαβαν την απάτη, αποκατέστησαν τον Πέλοπα και τιμώρησαν τον Τάνταλο εσαεί στα Τάρταρα. Ο Πέλοπας πήγε στην Πελοπόννησο, νίκησε με απάτη τον αντίπαλό του και γέλασε το συνεργό του. Η κατάρα μεταφέρθηκε στο γιο του τον Ατρέα. Ο Ατρέας, βασιλιάς των Μυκηνών πια, όταν έμαθε πως η γυναίκα του είχε σχέσεις με τον αδελφό του το Θυέστη, σκότωσε τα παιδιά του, τα μαγείρεψε και του τα πρόσφερε γεύμα. Ο Θυέστης, για να εκδικηθεί τον αδελφό του έκανε με την ίδια του την κόρη ένα παιδί, τον Αίγισθο, που ο χρησμός έλεγε πως θα σκότωνε τον Ατρέα. Τάφερε η μοίρα και τον Αίγισθο τον ανάθρεψε ο ίδιος ο Ατρέας από άγνοια. Όταν ο Αίγισθος μεγάλωσε και έμαθε την αλήθεια, σκότωσε τον Ατρέα. Ο Ατρέας όμως είχε αποκτήσει γιους, τον Αγαμέμνονα και το Μενέλαο, που έκαναν τον Τρωικό πόλεμο. Για να νικήσει ο Αγαμέμνονας, θυσίασε την κόρη του, την Ιφιγένεια. Για το έγκλημά του, τον σκότωσαν η γυναίκα του η Κλυταιμνήστρα με τον εραστή της τον Αίγισθο. Εκδίκηση παίρνει ο γιος τους ο Ορέστης και η τραγωδία κορυφώνεται. Ο Ορέστης διαπράττει το πιο ανόσιο έγκλημα, σκοτώνει τη μάνα του, υπήκοντας στην πιο ιερή υποχρέωση, την απονομή δικαιοσύνης για το φόνο του πατέρα του. Μαζί θύτης και θύμα, κατήγορος και κατηγορούμενος. Η κάθαρση έρχεται με την κοινωνική δικαιοσύνη του Αρείου Πάγου που είναι πάνω από κάθε άνθρωπο. Το κληρωτό δικαστήριο ισοψηφεί, αλλά με τη μεροληπτική συνέργεια της Αθηνάς, ο Ορέστης αθωώνεται και, για πρώτη φορά, επέρχεται κάθαρση στην οικογενειακή κατάρα και σταματά η βεντέτα της ύβρεως με τους θεούς. Προφανώς, το ότι τα ανοσιουργήματα έγιναν με θεϊκούς χρησμούς, δεν απαλλάσσει τους ήρωες. Όπως στο πείραμα Milgram.

 Η ανθρωπότητα έχει διαπράξει τρομακτικά εγκλήματα, χειρότερα από των μυθολογικών ηρώων. Η σύγχρονη ελληνική ιστορία έχει βιώσει πολλά από αυτά. Συνήθως δικαιώνονται οι νικητές, αλλά τα δικά τους εγκλήματα μένουν ατιμώρητα, μεταβιβάζοντας την ύβρη στους απογόνους τους. Οι απόγονοι των νικητών συνεχίζουν να ασκούν βία κατά των ηττημένων από φόβο μήπως οι τελευταίοι επιδιώξουν να εκδικηθούν. Και η ύβρις κατά των θεών συνεχίζεται. Ώσπου να επικρατήσει, αν μπορέσει, η Κάθαρση, με συνεργό την αγάπη του Θεού.

Διαβάστε ακόμα