Ανάλυση της κρίσης του ναυπηγικού κλάδου και προτάσεις αντιμετώπισης από τον πρόεδρο του ομίλου του Νεωρίου, Ν. Ταβουλάρη

Αδιέξοδα και προτάσεις

Σε κρίσιμη καμπή βρίσκεται το μέλλον των ναυπηγείων, με το σύνολο των προσπαθειών κυβερνητικών στελεχών, φορέων και στελεχών των επιχειρήσεων να επικεντρώνεται στη διάσωση τους.

Τα εντεινόμενα προβλήματα του ναυπηγικού κλάδου, προκάλεσαν ισχυρούς τριγμούς στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων θέτοντας παράλληλα σε επισφάλεια τις εκατοντάδες θέσεις εργασίας.

Εξ αφορμής της πρόσφατης τροπολογίας που πέρασε από τη Βουλή σχετικά με την ολοκλήρωση των δύο ΤΠΚ του Πολεμικού Ναυτικού από το ναυπηγείο της Ελευσίνας, παρέμβαση ανάλογης προοπτικής και για το ναυπηγείο του Νεωρίου υπήρξε εκ μέρους του Επιμελητηρίου Κυκλάδων προς τους αρμόδιους υπουργούς, προκειμένου να αναθέσει το υπουργείο κρατικές εργασίες στο Νεώριο και με αυτό τον τρόπο να διευκολυνθεί η μείωση των οφειλών του ναυπηγείου.

Από την πλευρά της διοίκησης του Νεωρίου, κατόπιν της έντονης κριτικής που ασκείται ως προς την δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η επιχείρηση, αναλύονται εκ μέρους του προέδρου του ομίλου, Νικ. Ταβουλάρη, οι συνθήκες, οι συσχετισμοί και οι λόγοι που οδήγησαν στην απόλυτη οικονομική συρρίκνωση.

Οι εξωτερικοί παράγοντες των αδιεξόδων

Σε μία συνοπτική παρουσίαση των αιτιών που επηρέασαν υπέρ της αρνητικής εξέλιξης των ναυπηγείων αλλά και διατύπωση προτάσεων για την ανάκαμψη της κατάστασης, προέβη ο πρόεδρος του ομίλου των Ναυπηγείων Σύρου και Ελευσίνας, Ν. Ταβουλάρης, όπως άλλωστε την είχε διατυπώσει και στη Γενική Συνέλευση των μετόχων των ναυπηγείων Σύρου στο τέλος του 2015.

Ο κ. Ταβουλάρης αναφέρθηκε στον αμείλικτο ανταγωνισμό που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν τα Ναυπηγεία Ελευσίνας και Σύρου, ο οποίος προέρχεται από ναυπηγεία χαμηλού εργατικού κόστους και αδιακρίτως επιδοτούμενα, από ναυπηγεία της Ε.Ε που στηρίζονται και από το τραπεζικό σύστημα των χωρών τους και τις υποστηρικτικές πολιτικές των κυβερνήσεων τους και από ναυπηγεία που λειτουργούν στα πλαίσια εθνικών νομισμάτων που συνεχώς υποτιμούνται σε σχέση με το ισχυρό ευρώ.

Από την αρχική εμφάνιση της διεθνούς οικονομικής κρίσης το 2008 «τα Ναυπηγεία Ελευσίνας και Σύρου(Νεώριο) αναγκάστηκαν να προσαρμόζουν τις τιμές τους στο χαμηλότερο επίπεδο των τιμών των ανταγωνιστικών ναυπηγείων. Περιόρισαν σημαντικά τις λειτουργικές τους δαπάνες χωρίς να καταφύγουν σε απολύσεις, διαθεσιμότητες, εκ περιτροπής εργασία κ.λπ., όπως προχώρησαν άλλες εγχώριες επιχειρήσεις. Δεν πέτυχαν όμως να περιορίσουν ανάλογα (με τις συνεχώς εντεινόμενες δυσμενείς συνθήκες ανταγωνισμού) το κόστος λειτουργίας τους, αφού οι δαπάνες τους συνέχισαν να είναι σε ευρώ και οι ανελαστικές δομές και παρωχημένες πρακτικές της εθνικής μας οικονομίας δεν άφηναν πλέον περιθώρια για τις απαραίτητες προσαρμογές. Η μη αναμενόμενη από όλες τις πλευρές διάρκεια της κρίσης, πέραν της επταετίας, επιδείνωσε την κατάσταση των ναυπηγείων».

Πέραν αυτών αναφέρεται και σε μία άλλη σοβαρή συνέπεια της εγχώριας δημοσιονομικής/οικονομικής κρίσης, που σχετίζεται με την «ουσιαστική «αποχώρηση» ξένων συνεργατών και τραπεζών, ενώ οι διαδοχικοί περιορισμοί της ρευστότητας, που κατέληξαν στην ουσιαστική απουσία του τραπεζικού κλάδου από την παραγωγική διαδικασία, δημιούργησαν συνθήκες ασφυξίας στο σύνολο της βιομηχανίας. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω και από την απαίτηση των προμηθευτών (εσωτερικού και εξωτερικού) να προκαταβάλλεται το 100% της αξίας κάθε παραγγελίας με την κατάθεση της. Αιτία ο κλονισμός της αξιοπιστίας των εγχώριων τραπεζών όσο και της χώρας. Στους ανωτέρω δυσμενείς παράγοντες προστέθηκαν οι γεωπολιτικές αναταραχές στην Αν .Μεσόγειο, οι αιχμαλωσίες πλοίων στα νότια του Σουέζ και η συνεχιζόμενη σε διεθνή κλίμακα οικονομική ύφεση με τους ναύλους του ξηρού φορτίου να βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της 10ετίας».

Κατέληξε δε σημειώνοντας πως «Οι προαναφερόμενοι δυσμενείς «εξωτερικοί» παράγοντες θα αρκούσαν, ο κάθε ένας χωριστά, να οδηγήσουν οποιαδήποτε επιχείρηση και σε οποιαδήποτε χώρα σε σοβαρή κρίση. Όλοι μαζί, σωρευτικά, οδηγούν σε αδιέξοδα και η έξοδος από αυτά απαιτούν ειδική και αποτελεσματική αντιμετώπιση».

Οι «εγχώριοι» παράγοντες

Ειδική αναφορά κάνει ο κ. Ταβουλάρης και στους παράγοντες που λειτούργησαν στο εσωτερικό της χώρας υπέρ της κρίσης που βιώνει ο ναυπηγικός κλάδος, σημειώνοντας την «διαχρονική απουσία οποιασδήποτε συνολικής πολιτικής για την ναυπηγική βιομηχανία».

Μίλησε για «αποσπασματική και αδιάφορη αντιμετώπιση του πλέον δυναμικού κλάδου της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, κατεξοχήν εντάσεως εργασίας, με ήδη υπάρχουσες (και αποσβεσμένες) σημαντικές υποδομές και τεχνογνωσία».

Αναφέρθηκε στη συναρμοδιότητα των κρατικών υπηρεσιών, όπου «στις περισσότερες περιπτώσεις η μία υπηρεσία ακύρωνε την άλλη, η δε συναρμοδιότητα αποτελούσε τελικά πρόσχημα για αποφυγή ευθυνών και κατέληγε συνήθως στη μεταφορά του προβλήματος στους επόμενους. Και τα τελευταία χρόνια είχαμε συνεχείς αλλαγές αρμοδίων σε όλα τα επίπεδα».

Κρίνει δε πως απαιτούνται «έγκαιρες προσαρμογές σε όλους τους τομείς της εθνικής και κρατικής μας οντότητας», σε σχέση με «τους νέους γεωπολιτικούς συσχετισμούς που προκαλούνται σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο από τις τεχνολογικές εξελίξεις στα οπλικά συστήματα».

Ξεχωριστή αναφορά γίνεται εκ μέρους του στο νομικό πλαίσιο που καθορίζει την λειτουργία των επιχειρήσεων, το οποίο όπως αναφέρει «δεν ανταποκρίνεται πλέον στις ανάγκες της παραγωγής. Επί μέρους ρυθμίσεις έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με σωρεία παλαιοτέρων και νέων, μαζί δε με τη πληθωρική πολυνομία, πνίγουν κυριολεκτικά τις επιχειρήσεις».

Τέλος δεν παραλείπει να καταθέσει την άποψη του σχετικά με την εφαρμογή συνδικαλιστικών πρακτικών, αναφέροντας ότι «ορισμένοι συνδικαλιστές επιμένουν σε πρακτικές περασμένων δεκαετιών και παρασύρουν μερικούς εργαζομένους ακόμη και σε αυθαίρετες και παράνομες πράξεις που υπονομεύουν αυτή καθ’ εαυτή την ύπαρξη του ναυπηγείου στο οποίο εργάζονται. Αιχμαλωσίες πλοίων, καταλήψεις, προπηλακισμοί αποτρέπουν κάθε λογικό πλοιοκτήτη να εμπιστευθεί τα ναυπηγεία της χώρας και μειώνουν αναπόφευκτα το εισόδημα των εργαζομένων».

Όσον αφορά δε στην καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων υποστηρίζει πως «Οι καθυστερήσεις στην καταβολή των αποδοχών δεν αποτελούν επιλογή (ή βίτσιο) των διοικήσεων αλλά είναι συνέπεια της συνολικής αδυναμίας της οικονομίας. Μερικοί πιστεύουν (ή παριστάνουν ότι πιστεύουν) ότι για την επί 7 χρόνια κρίση της χώρας φταίνε αποκλειστικά οι διοικήσεις των ναυπηγείων!!! Πράγμα αυτονόητα ανόητο και προκλητικά ανεύθυνο».

Προτάσεις διάσωσης

Στην πορεία εξόδου από την κρίση και προκειμένου να υπάρξει διάσωση και ανάπτυξη της ναυπηγικής βιομηχανίας της χώρας, ο κ. Ταβουλάρης σημείωσε ότι «είναι αναγκαία μια συντονισμένη προσπάθεια για την αποκατάσταση της εμπορικής αξιοπιστίας των ναυπηγείων και την προσαρμογή της λειτουργίας τους στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται σε ολόκληρο τον πλανήτη και στην χώρα μας».

Σε αυτή την προσπάθεια κρίνει πως πρέπει να συμβάλλουν το δημόσιο, οι εργαζόμενοι και οι διοικήσεις των ναυπηγείων, διευκρινίζοντας ότι «Το δημόσιο πρέπει να διαμορφώσει μια, τουλάχιστον, μεσοπρόθεσμη πολιτική για τον ναυπηγικό κλάδο και να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της συναρμοδιότητας. Οι εργαζόμενοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η εποχή των «σωτήρων» τελείωσε και ότι η απασχόληση τους εξασφαλίζεται μόνο από την επιβίωση και την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, στην οποία εργάζονται είτε είναι κρατική είτε ιδιωτική. Είναι δε απαραίτητη προϋπόθεση να τεθούν σε νέες βάσεις οι σχέσεις εργαζομένων και εργοδοσίας πέραν από ξεπερασμένες νοοτροπίες, αγκυλώσεις και ασύμμετρες πρακτικές. Η εργοδοσία πρέπει να συμβάλει στην γενικότερη προσπάθεια για τη διάσωση και περαιτέρω ανάπτυξη του ναυπηγικού κλάδου της χώρας».