Για τα νέα δεδομένα του Νεωρίου τοποθετείται ο πρόεδρος του Ομίλου Νικ. Ταβουλάρης

Οι «αστέρες» της οικονομίας και οι «ακραίοι» συνδικαλιστές

Για την παρούσα κατάσταση και τις προοπτικές των ναυπηγείων Ελευσίνας και Σύρου (Νεώριο) κατατίθενται οι απόψεις του προέδρου του Ομίλου, Νίκου Ταβουλάρη.

Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στο Νεώριο κρίθηκε χρήσιμο να παρουσιαστούν ορισμένες απόψεις, από το ισχυρό πρόσωπο του ναυπηγικού κλάδου της χώρας, καθώς τα νέα δεδομένα απαιτούν μία αιτιολόγηση.

Ο Ν. Ταβουλάρης, μιλώντας στην «Κοινή Γνώμη» έδωσε απαντήσεις σχετικά με την επίδραση του οικονομικού περιβάλλοντος στον τομέα της ναυπηγικής, αλλά και την ακολουθούμενη εγχώρια πολιτική, η οποία αρκετές φορές συνέδραμε μέσω ανάθεσης έργων στην οικονομική υποστήριξη των ναυπηγείων.

Σημαντικό στοιχείο των τοποθετήσεων του αποτελεί η θεώρηση του σχετικά με το μέγεθος των ευθυνών που βαρύνουν τις διοικήσεις των ναυπηγείων για την αρνητική εξέλιξη τους, με τον κ. Ταβουλάρη να τους αναγνωρίζει αδυναμία προσαρμογής στις εξελίξεις, αλλά και απουσία ναυπηγικής πολιτικής.

Παράλληλα όμως έθεσε και το θέμα της μείωσης της ανταγωνιστικότητας των ναυπηγείων εξαιτίας της έλλειψης νομισματικής προστασίας των οικονομιών, όπως και της απαξίωσης των ναυπηγείων, με το βάρος των σκανδάλων να δυσφημεί το σύνολο των ναυπηγείων της χώρας.

Επικεντρώνοντας στο Νεώριο και στην κατάσταση που οδήγησε πάλαι ποτέ ισχυρό ναυπηγείο στην οικονομική δυσπραγία, ο κ. Ταβουλάρης αναφέρθηκε στο σκεπτικό της δημόσιας διοίκησης, προς την οποία έριξε μομφή περί στόχευσης κλεισίματος της επιχείρησης, καθώς δεν υπάρχουν οι αυτονόητες παροχές ασφάλειας, ώστε με την κατάρρευση της να ανοίξει ο δρόμος στους επενδυτές.

Σταθμίζοντας τα κυριότερα αίτια που οδήγησαν το Νεώριο στην έσχατη λύση για τη διάσωση του, με την υπαγωγή του στον Πτωχευτικό Κώδικα, έθεσε πρώτιστα το πλήγμα που επέφερε στο ναυπηγείο η απόφαση για κατάσχεση των εις χείρας ναυτιλιακών εταιρειών οφειλών προς το ναυπηγείο.

Ως καίριο πλήγμα έκρινε και την τρίμηνη απεργία που σημειώθηκε στο ναυπηγείο, μιλώντας για ακραίους συνδικαλιστές που παρέσυραν σε απεργία το σύνολο των εργαζομένων, θεώρηση την οποία επισημαίνει επαναλαμβανόμενα στις τοποθετήσεις του, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό ότι στοχοποιεί όσους παρακινούν σε ασύδοτες συνδικαλιστικές πρακτικές.

Δεν παρέλειψε δε να αναφερθεί και στην οικονομική στενότητα που προέκυψε από τις δεσμεύσεις από την εφορία των τραπεζικών λογαριασμών και της προσωπικής περιουσίας των διοικητικών στελεχών του ναυπηγείου.

Ο ναυπηγικός κλάδος στην Ελλάδα φαίνεται να εμφανίζει σημαντική κάμψη. Κατά πόσον επηρέασαν τα οικονομικά δεδομένα, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί σε διεθνές επίπεδο;

Ν. Τ.: «Η σημερινή κακή κατάσταση του ναυπηγικού κλάδου της χώρας οφείλεται στην συσσώρευση πολλών δυσμενών εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων και στην αδυναμία της κοινωνίας να προσαρμοσθεί έγκαιρα στις μεγάλης κλίμακας και ταχύτατες μεταβολές στον δημογραφικό- τεχνολογικό- γεωπολιτικό και κοινωνικοοικονομικό τομέα.

Οι εξωτερικοί λόγοι που συνέτειναν σε αυτό είναι πρώτον η συνεχιζόμενη ύφεση στη διεθνή οικονομία και οι επιπτώσεις στις θαλάσσιες μεταφορές, ιδίως στα πλοία ξηρού φορτίου, όταν οι ναύλοι του ξηρού φορτιού έχουν κατακρημνιστεί στα χαμηλότερα επίπεδα δεκαετιών. Να σημειωθεί ότι ο σχετικός δείκτης Baltic Dry Index «έπεσε» από τις 11793 μονάδες του 2008 κάτω από τις 300 μονάδες.

Δεύτερον, η γενική συρρίκνωση του ναυπηγικού τομέα με συγχωνεύσεις και χιλιάδες απολύσεων στα μεγάλα ναυπηγεία Ευρώπης, Κορέας, Κίνας κλπ. και ταυτόχρονα η υπερπληθώρα ναυπήγησης νέων πλοίων που υπερκαλύπτει την μειωμένη ζήτηση για μεταφορές.

Τρίτον, οι γεωπολιτικές μεταβολές στην Μ. Θάλασσα και οι αναταραχές και αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή και Α. Μεσόγειο και στο Αιγαίο με την μεταναστευτική κρίση.

Όμως κάνατε ειδική αναφορά και στις αιτίες που συνέτειναν σε αυτή την επιδείνωση και αφορούν στο εσωτερικό της χώρας. Ποιές είναι αυτές;

Ν. Τ.: «Πρωτίστως η εγχώρια οικονομική κρίση και η αδυναμία των διαδοχικών κυβερνήσεων να αντιληφθούν έγκαιρα τη δυναμική, τον όγκο και την επένδυση σε τεχνολογία και τεχνογνωσία, όπως και την σοβαρότητα των υπαρχουσών υποδομών σε ναυπηγικό εξοπλισμό της χώρας.

Επίσης η ουσιαστική κατάρρευση του τραπεζικού τομέα, πράγμα που δημιούργησε ανυπέρβλητα εμπόδια σε όλες τις βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας».

Μα εκ μέρους των κυβερνήσεων επιχειρήθηκε αρκετές φορές, μέσω αναθέσεων κρατικών έργων, η διάσωση των ναυπηγείων, καθώς κύριο ζητούμενο είναι η διάσωση των θέσεων εργασίας.

Ν. Τ.: «Από το 1983 κυρίαρχο θέμα στις πολιτικές των διαδοχικών κυβερνήσεων ήταν η διατήρηση των θέσεων εργασίας, πράγμα που καταδίκαζε εξορισμού την επιβίωση όλων των βιομηχανικών επιχειρήσεων εντάσεως εργασίας. Τελικά ούτε οι θέσεις εργασίας διασώθηκαν και η επιβίωση των ναυπηγείων έγινε προβληματική.

Και όσες φορές οι ανάγκες του δημοσίου ή οι προσπάθειες για διάσωση των ναυπηγείων κατέληγαν σε αναθέσεις έργων σε ναυπηγεία της χώρας, οι αναθέσεις αυτές δεν είχαν ποτέ ενταχθεί σε ένα γενικότερο πλαίσιο ή κυβερνητική πολιτική για τον κλάδο.

Με ανεξήγητη επιμονή οι κατά καιρούς αρμόδιοι απέφυγαν να υιοθετήσουν μια κυβερνητική πολιτική για τη ναυπηγική βιομηχανία, όπως έπραξαν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες και διέσωσαν τα περισσότερα από τα ναυπηγεία τους».

Οι διοικήσεις των ναυπηγείων δηλαδή είναι άμοιρες ευθυνών;

Γιατί δεν χάραξαν μία πολιτική τέτοια που να τα καταστήσει ικανά να ανταπεξέλθουν στα νέα δεδομένα;

Ν. Τ.: «Στους εσωτερικούς λόγους που συνέτειναν σε αυτή την κατάσταση, συμπεριλαμβάνεται και η αδυναμία των διοικήσεων των ναυπηγείων να προσαρμόσουν τη λειτουργία των ναυπηγικών μονάδων στις ταχύτατα μεταβαλλόμενες συνθήκες στην διεθνή αγορά.

Επίσης οι ναυπηγήσεις και οι επισκευές εμπορικών πλοίων «ξέφυγαν» από τις δασμολογικές και νομισματικές προστασίες των εθνικών οικονομιών, πράγμα που έγινε εντονότερο, κλονίζοντας την ανταγωνιστικότητά τους, για τις χώρες της ευρωζώνης, ιδιαίτερα δε τις οικονομικά ασθενέστερες.

Πέραν αυτών είναι και οι συνεχείς αλλαγές των κυβερνητικών σχημάτων, ιδίως κατά την τελευταία τριετία, που δεν επέτρεψαν να υιοθετηθεί έστω και μια μεσοπρόθεσμη πολιτική.

Η δε μείωση της βιομηχανικής παραγωγής υποχρέωσε τα ναυπηγεία να εξαρτώνται όλο και περισσότερο στην αγορά υλικών υπηρεσιών και εξοπλισμού από το εξωτερικό, με συνέπεια να μειώνονται οι τζίροι και άλλων κλάδων της εγχώριας βιομηχανίας.

Άλλος ένας λόγος είναι η απαξίωση της εγχώριας ναυπηγικής βιομηχανίας, στην οποία συμμετείχαν κατά καιρούς και κυβερνητικοί αξιωματούχοι και στελέχη του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η οποία προκάλεσε την δυσφήμισή της από ανταγωνιστές της, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν και το γεγονός ότι τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά ενεπλάκησαν σε σκάνδαλα κα αλλοπρόσαλλες διαδικασίες. Η δυσφήμηση έβλαψε και τα άλλα ναυπηγεία της χώρας.

Τέλος να μην παραβλέπουμε και τις ακραίες και εκτός τόπου και χρόνου πρακτικές ορισμένης μερίδας συνδικαλιστών που έδιωξαν από τα ναυπηγεία έναν σημαντικό αριθμό πλοίων. Για πολλούς το δράμα των ναυπηγείων κατέληξε σε μια ανόητη και εξωπραγματική επίθεση κατά των διοικήσεων, στελεχών και μετόχων των ναυπηγείων στους οποίους καταλογίζουν(!) την ευθύνη για την παγκόσμια κρίση και την δυσπραγία της οικονομίας της χώρας».

Να επικεντρώσουμε όμως ειδικά στην περίπτωση του Νεωρίου, που δείχνει να συνθλίβεται από το βάρος των οφειλών του προς το δημόσιο.

Ν. Τ.: «Το Νεώριο εξακολούθησε να λειτουργεί μέσα στο παραπάνω γενικότερο διεθνές, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Στη προσπάθειά του να επιζήσει βρίσκεται αντιμέτωπο με τις περισσότερες υπηρεσίες και οργανισμούς του δημοσίου που προσπαθούν να επιλύσουν το ταμειακό τους πρόβλημα κλείνοντας μια επιχείρηση και αδιαφορώντας αν με το κλείσιμο μειώνουν τα δημόσια έσοδα αυξάνουν τις δημόσιες δαπάνες και προσθέτουν εκατοντάδες μέχρι και χιλιάδες ανέργους.

Η τακτική αυτή οφείλεται στην αντίληψη μερικών «αστέρων» της οικονομίας ότι όποια εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει καλύπτοντας όλες τις δαπάνες της, έγκαιρα και κατά το 100%, πρέπει να κλείνει».

Μα ποιο το δημόσιο όφελος από το κλείσιμο;

Ν. Τ.: «Οι «μάγοι» της οικονομίας πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο εξυγιαίνεται η παραγωγή αφού το κενό που εγκαταλείπουν οι υπάρχουσες και λειτουργούσες επιχειρήσεις θα καλυφθεί από νέους επενδυτές. Το ερώτημα είναι εάν θα βρεθούν «επενδυτές» με την σημερινή κατάσταση της οικονομίας. Και αν βρεθούν και απαιτήσουν τα αυτονόητα δηλαδή, σταθερό και ανταγωνιστικό φορολογικό περιβάλλον, ανοικτές τράπεζες, εκλογίκευση και απλοποίηση της νομοθεσίας για την λειτουργία των επιχειρήσεων και στοιχειώδη προστασία τους από τις ακρότητες και την ασυδοσία ορισμένων συνδικαλιστών, θα είναι έτοιμο το Δημόσιο να τους παραχωρήσει και να τους τα εξασφαλίσει; Και αν τα πράγματα εξελιχθούν προς αυτή την κατεύθυνση περιμένει το δημόσιο να «κλείσουν» οι σήμερα λειτουργούσες επιχειρήσεις – που δεν θα έκλειναν αν απολάμβαναν αυτά τα αυτονόητα;

Εκτός εάν «περάσουν» τα πάντα ακόμη και οι παραμεθόριες και ευαίσθητες επιχειρήσεις σε αλλοδαπούς μέσω των «κόκκινων»δανείων κ.λ.π. προς δόξας των εραστών της «λογιστικής» οικονομίας.

Είναι οι ίδιοι που αδιαφορούν ή παραγνωρίζουν ότι το πρώτο που δίδαξε την ασυνέπεια είναι το δημόσιο που καθυστερεί συστηματικά τις πληρωμές του ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζει, ή έστω ανέχεται, με αδυσώπητη σκληρότητα την αθόρυβη απαλλοτρίωση των αποταμιεύσεων πολλών γενεών».

Τώρα που το Νεώριο επιλέγει ως λύση σωτηρίας την ένταξη του στο άρθρο 106 του Πτωχευτικού Κώδικα, ποιος θεωρείται πως γι’ αυτή την εξέλιξη φέρει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης;

Ν. Τ.: «Δύο γεγονότα έδωσαν χαριστική βολή στο Νεώριο. Τον Μάρτιο του 2014 ο τότε Γ.Γ.Δ.Ε. κ. Θεοχάρης προχώρησε σε κατάσχεση των εις χείρας ναυτιλιακών εταιρειών, οφειλών προς το ναυπηγείο που είχαν την αφέλεια να στείλουν πλοία τους για επισκευή στο Νεώριο, καταφέροντας καίριο πλήγμα στην εμπορική αξιοπιστία του ναυπηγείου.

Το δεύτερο σημαντικό είναι πως ακραίοι συνδικαλιστές παρέσυραν σε απεργία και κατάληψη των εγκαταστάσεων του ναυπηγείου επί 105 ημέρες και μάλιστα και σε αιχμαλωσία επισκευαζόμενων πλοίων, με αποτέλεσμα να ακυρωθούν κλεισμένες παραγγελίες επισκευών για 10 και πλέον πλοία.

Τέλος, τρεις ημέρες μετά το πέρας της απεργίας και κατάληψης των εγκαταστάσεων του ναυπηγείου και πριν η εταιρεία συνέλθει από την παρατεταμένη απεργία, η εφορία Σύρου προχώρησε σε δέσμευση του 50% των λογαριασμών της εταιρείας και των προσωπικών λογαριασμών όλων των διευθυντικών και διοικητικών στελεχών της εταιρείας, περί των 10 ατόμων, ταυτόχρονα δε και του συνόλου της οικογενειακής τους περιουσίας.

Ελπίζω να γίνουν αντιληπτές επιτέλους ποιες είναι μερικές από τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν όσες βιομηχανικές επιχειρήσεις επιμένουν να λειτουργούν στην χώρα μας».