Κρίνεται από την Ολομέλεια του ΣτΕ η νομιμότητα της συμφωνίας συμβιβασμού του ελληνικού δημοσίου με τη Siemens

Στον «αέρα» ο συμβιβασμός

Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας οδηγείται η εξέταση νομιμότητας του εξωδικαστικού συμβιβασμού του ελληνικού δημοσίου με τη Siemens, ενός από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της πολιτικής ζωής της χώρας.

Κατά της συμφωνίας συμβιβασμού, που υπέγραψε η κυβέρνηση Παπαδήμου το 2012, προσέφυγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο το μη κερδοσκοπικό Σωματείο «Έλληνες Φορολογούμενοι», αμφισβητώντας την συνταγματικότητα της πράξης.

Το θέμα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΣτΕ από το Δ' τμήμα του, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, όπως έκρινε, εντοπίζοντας στοιχεία επιβαρυντικά προς το εθνικό συμφέρον.

Η συμφωνία συμβιβασμού είχε προκαλέσει έντονες πολιτικές αντιδράσεις κατά την υπογραφή της, λόγω της δέσμευσης που αναλάμβανε η χώρα για την μη συνέχιση της διερεύνησης των οικονομικών σκανδάλων περί χρηματισμών πολιτικών προσώπων από τα «μαύρα ταμεία» της Siemens.

Η παύση των ερευνών οδήγησε στην μη απαίτηση ευθυνών από την γερμανική εταιρεία, αλλά και την προστασία εμπλεκόμενων Ελλήνων πολιτικών, από τα στοιχεία που θα προέκυπταν από την ομολογία συλληφθέντων στελεχών, με την άρνηση έκδοσης τους στην Ελλάδα.

Η συμφωνία συμβιβασμού

Εξωδικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της γερμανικής εταιρείας Siemens, που βασίστηκε στο άρθρο 324 του νόμου 4072/11.4.2012, με την σχετική απόφαση του τότε υπουργού Οικονομικών Γ. Στουρνάρα, η οποία αφορούσε στο περιεχόμενο της σύμβασης, στις 27 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς οπότε και υπογράφηκε.

Μέσω της συμφωνίας και όπως σε αυτήν ορίζεται επιλύονται στο σύνολο τους οι διαφορές και οι εκκρεμότητες από κάθε είδους αξιώσεις, που συνδέονται με την δραστηριότητα διαφθοράς, πληρωμές ή υποσχέσεις πληρωμών προς τρίτους ή άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της Siemens, συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων που διερευνήθηκαν από τις αρχές της Ελλάδος, της Γερμανίας, των ΗΠΑ, κ.λπ.

Οι συμψηφισμοί στους οποίους συμφώνησε η ελληνική πλευρά, βάσει του περιεχομένου της συμβιβαστικής σύμβασης, αφορούσαν ισόποσες απαιτήσεις της Siemens και οφειλών δημόσιων φορέων, που ανέρχονταν σε 80 εκ. ευρώ, με παράλληλη καταβολή χρονικού ορίζοντα 5ετίας, επιπλέον 90 εκ. ευρώ, με την αιτιολόγηση χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων, μεταπτυχιακών υποτροφιών, προγραμμάτων εκπαίδευσης με στόχευση στην καταπολέμηση της διαφθοράς, παροχή ιατρικού εξοπλισμού στα δημόσια νοσοκομεία κ.λ.π.

Συγκεκριμένα αναφέρεται στο κείμενο της σύμβασης, η συμφωνία συμβιβασμού έχει σκοπό «την αποκατάσταση της τυχόν βλάβης που υπέστη το ελληνικό δημόσιο και την διευθέτηση των διοικητικών προστίμων σε σχέση με τις κάθε είδους υποθέσεις που σχετίζονται με δραστηριότητες διαφθοράς, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, πληρωμές, παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της Siemens».

Πέραν αυτών, μέσω της συμβιβαστικής συμφωνίας, η γερμανική εταιρεία αναλάμβανε και την δέσμευση πραγματοποίησης νέων επενδύσεων στην χώρα.

Οι καλύψεις που παρέχονται από την συμφωνία δεν αφορούν μόνο στην μητρική εταιρεία της Siemens αλλά και το σύνολο, άμεσα και έμμεσα ελεγχόμενων, θυγατρικών της εταιρειών και κοινοπραξιών, όπως και τα στελέχη τους, τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων του συνόλου και τους υπαλλήλους.

Η προσφυγή

Κατά του εξωδικαστικού συμβιβασμού προσέφυγε στο ΣτΕ το Σωματείο «Έλληνες Φορολογούμενοι», υποστηρίζοντας πως αυτός αντιτίθεται στις διατάξεις του συντάγματος, αλλά και στο δημόσιο και εθνικό συμφέρον.

Παράλληλα, σημειώνονται οι οικονομικές απώλειες που υπέστη το ελληνικό δημόσιο από την παράνομη δραστηριότητα της Siemens στην Ελλάδα, οι οποίες υπερβαίνουν τα 2 δις ευρώ.

Το ελληνικό δημόσιο, μέσω της συμφωνίας συμβιβασμού παραιτήθηκε των αξιώσεων του από την ζημία που υπέστη από την γερμανική εταιρεία, απαλλάσσοντας την χωρίς αυτή η απαλλαγή να αποδεικνύεται ότι λειτούργησε υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, με τους προσφεύγοντες να την χαρακτηρίζουν ως απόλυτα άκυρη, αισχροκερδή και καταπλεονεκτική σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Όπως αναφέρεται στην προσφυγή «η απαλλαγή της εταιρείας Siemens από την οποιαδήποτε αστική και διοικητική ευθύνη, ακόμη και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και για παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, δεν συνάδει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά και την συνταγματική αρχή ότι το κράτος αποτελεί εγγυητή της νομιμότητας και του δικαίου».

Πέραν αυτών γίνεται αναφορά και στο σχετικό πόρισμα της Βουλής, με το οποίο υποστηρίζεται ότι η συμφωνία βρίσκεται σε εμφανέστατη δυσαρμονία, καθώς αυτό αναφέρεται σε άσκηση αγωγών σε βάρος της Siemens με επιβολή διοικητικών κυρώσεων, ενώ προκαλείται διατάραξη της σχέσης εμπιστοσύνης κράτους-πολίτη, από τη συμφωνία.

Η παραπομπή στην Ολομέλεια

Η Ολομέλεια του Ανώτατοι Ακυρωτικού Δικαστηρίου θα αποφασίσει περί της συνταγματικότητας και νομιμότητας, της συμφωνίας συμβιβασμού, καθώς τα ζητήματα μείζονος σπουδαιότητας που διαπιστώθηκαν από το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ, με πρόεδρο την Ειρήνη Σάρπ και εισηγητή τον πάρεδρο Ν. Μαρκόπουλο, αιτιολόγησαν την παραπομπή του θέματος, με εισηγητή ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ να ορίζεται ο σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνος Κουσούλης.

Συγκεκριμένα στην υπ' αριθμ. 3930/2015 απόφαση του το Δ' Τμήμα του ΣτΕ αναγνωρίζει το έννομο συμφέρον προσφυγής στη δικαιοσύνη του Σωματείου «Έλληνες Φορολογούμενοι» προσφυγής και αμφισβήτησης της συνταγματικότητας και νομιμότητας της συμφωνίας συμβιβασμού, κρίνοντας παράλληλα το έννομο συμφέρον των υπογραφόντων την προσφυγή.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση παραπομπής, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν τον ετεροβαρή χαρακτήρα της συμφωνίας σε βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας, ενώ επισημαίνεται και η μη υλοποίηση εκ μέρους της Siemens των δεσμεύσεων αποδέχθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας συμβιβασμού, τόσο σχετικά με τις επενδύσεις της στην Ελλάδα όσο και την παροχή 90 εκ. ευρώ για «υποστήριξη φορέων και δραστηριοτήτων της Ελληνικής Δημοκρατίας».

Από το Δ' Τμήμα σημειώνεται σε σχέση με τον τότε υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, πως κατόπιν της ψήφισης του σχετικού νόμου από την Βουλή, «δεν διέθετε ευχέρεια» να μην υπογράψει την επίμαχη συμφωνία συμβιβασμού, ούτε όμως και την δυνατότητα μονομερούς ή συμβατικής τροποποίησης των όρων της.

Πάντως εκ μέρους του ΣτΕ διευκρινίστηκε πως αυτό είναι το αρμόδιο δικαστήριο για την εξέταση της νομιμότητα και της συνταγματικότητας της συμφωνίας και όχι τα πολιτικά δικαστήρια.

Ετικέτες: