«Τα Καθολικά Εξωκλήσια της Σύρας έως τις αρχές του 19ου Αιώνα»

Ο εκκλησιαστικός πλούτος της Συριανής υπαίθρου

Τα Καθολικά Εξωκλήσια της Σύρου από την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας έως τη γέννηση της Ερμούπολης, που σηματοδοτεί την αλλαγή της Συριανής υπαίθρου και τη δημιουργία μίας ευρωπαϊκής πόλης στο κέντρο του Αιγαίου με διαφορετικούς κανόνες ναοδομίας, παρουσιάζονται μέσα από ένα μοναδικό φωτογραφικό – ιστορικό ντοκουμέντο.

Το βιβλίο του φωτογράφου Πλάτωνα Ριβέλλη και της ιστορικού Τέχνης Μαρίας - Θηρεσίας Δαλεζίου παρουσιάστηκε το βράδυ της περασμένης Παρασκευής στην αυλή της Μονής Αδελφών του Ελέους στην Ερμούπολη, παρουσία του Καθολικού Επισκόπου Σύρου Σεβ. π. Πέτρου Στεφάνου και πλήθους κόσμου.

Η έκδοση «Τα Καθολικά Εξωκλήσια της Σύρου έως τις αρχές του 19ου αιώνα» αποτελεί συνέχεια της έκθεσης που πραγματοποιήθηκε πριν μερικά χρόνια στο Κέντρο Ιστορικών Μελετών της Καθολικής Επισκοπής στην Άνω Σύρο με θέμα τα παλαιότερα ξωκλήσια της Συριανής υπαίθριου.

Από την Άνω Σύρο στη Ρώμη

Η ιδέα για τη συγκεκριμένη έκθεση γεννήθηκε από το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου στην Απάνω Μεριά. «Βλέποντας την παραμόρφωσή του με τα χρόνια, άρχισα να ψάχνω και να ερευνώ την ιστορία αυτού του ναϊκού κτίσματος» τόνισε η κ. Δαλεζίου, η οποία στο πλαίσιο της μελέτης της συνέλεξε σημαντικές πληροφορίες τόσο από το Ιστορικό Αρχείο της Propaganda Fide στη Ρώμη, όσο και από το Αρχείο της Καθολικής Επισκοπής Σύρου.

«Τα πρώτα ερευνητικά βήματα είχαν γίνει, ωστόσο μου έλειπε κάτι ουσιαστικό», ανέφερε χαρακτηριστικά. Το παζλ άρχισε να ενώνεται στο μυαλό της κ. Δαλεζίου όταν επισκέφτηκε την έκθεση του Πλάτωνα Ριβέλλη με τίτλο «Φωτογραφικά πορτρέτα». Στα έργα του γνωστού φωτογράφου αναγνώρισε κάποιες δικές της ιδέες. Τα στοιχεία της έκθεσης, η οποία της έφερε στο νου εικόνες από τις ταινίες του Ταρκόφσκι την παρέπεμψαν σε αυτά που έβλεπε η ίδια στα ξωκλήσια, στα μικρά ταπεινά κτίσματα της Συριανής υπαίθρου.

Η θρησκεία «παντρεύεται» με την τέχνη

«Όταν η Μαρίζα Δαλεζίου μου πρότεινε να φωτογραφίσω τα εναπομείναντα καθολικά ξωκλήσια που είχαν ανεγερθεί στη Σύρο πριν από τον 19ο αιώνα, δηλαδή πριν από τη μαζική εποίκηση του νησιού από τους ορθόδοξους πρόσφυγες άλλων ελληνικών περιοχών, υπέθεσα ότι η επιλογή της βασιζόταν περισσότερο στην ιδιότητά μου ως φωτογράφου και δασκάλου φωτογραφίας και λιγότερο στην ταυτότητά μου ως καθολικού ή στις πεποιθήσεις μου, που προφανώς αγνοούσε» σημειώνει ο κ. Ριβέλλης. «Εντούτοις, στην πορεία έγινε αντιληπτό ότι και αυτές οι τελευταίες έπαιξαν κάποιο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισα το θέμα». Προσθέτει μάλιστα πως όταν φωτογράφιζε τα ξωκλήσια, απολάμβανε τις μαγικές τοποθεσίες που είχαν επιλέξει οι αρχικοί κτίστες, θαύμαζε την απέριττη αισθητική των οικοδομημάτων, ένιωθε την παρουσία και την ευλάβεια των πιστών και βυθιζόταν στους αιώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. «Γι’ αυτή την απαράμιλλη και σύνθετη περιπέτεια που πάντρεψε τη φύση, τη θρησκεία και την τέχνη, δεν θα πάψω να ευγνωμονώ τη Μαρίζα Δαλεζίου», καταλήγει.

Οι ιδιαιτερότητες της έρευνας

Από την πλευρά της, η κ. Δαλεζίου σημείωσε πως μέσα από τον εποικοδομητικό αυτό διάλογο ανάμεσα στη φωτογραφία και την ιστορία της τέχνης, άρχισαν να γεννώνται στην ίδια ολοένα και περισσότερα ερωτήματα. Ωστόσο η έρευνα αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη, δεδομένης της έλλειψης επαρκών πηγών για τη Σύρο κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. «Υπήρχε μόνο η μελέτη του Ανδρέα Δρακάκη, από την οποία άντλησα γενικά χαρακτηριστικά της περιόδου για να τα εντάξω στην ιστορία των ξωκλησιών και να τα συνδέσω μεταξύ τους. Δεν με δυσκόλεψε το λαογραφικό στοιχείο, ούτε η εκκλησιαστική ιστορία, με απασχόλησε η ιστορική διάστασή τους. Κάποια από τα κτίσματα αυτά αφέθηκαν, εγκαταλείφθηκαν, ενώ υπήρχαν συγκεκριμένοι «κανόνες» όσον αφορά στη λειτουργία, τη συντήρηση, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και την οικονομία τους (εξεύρεση πόρων για να κάνουν τα πανηγύρια τους).

Κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, η κ. Δαλεζίου συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία για τα Καθολικά ξωκλήσια, τα οποία έπρεπε να ταξινομήσει. Το αρχειακό υλικό προέρχεται από εκθέσεις Αποστολικών Τοποτηρητών, Επισκόπων, επισκεπτών από την Αγία Έδρα προς το Αρχιπέλαγος που αναφέρονται στην εκκλησιαστική διοίκηση και τους ναούς των νησιών αυτών, καθώς και από ιδιωτικά έγραφα που υπάρχουν στην Καθολική Επισκοπή και στο πρώην Δήμο Άνω Σύρου (σύμφωνα, διαθήκες, αγοραπωλησίες). Όπως εξήγησε, στις αναφορές αυτές δεν υπάρχει μνεία ούτε στο κομμάτι της κατασκευής και της αρχιτεκτονικής, ούτε στο κομμάτι του ύφους και του στυλ που υπερίσχυε εκείνη την περίοδο, κάτι το οποίο δυσκόλεψε περισσότερο την έρευνα.

Εκείνη τη χρονική περίοδο υπήρχε μόνο ένας οικισμός, το Κάστρο. Όσοι μικροί ναΐσκοι υπήρχαν στην ύπαιθρο ήταν πολύ μακριά σε σχέση με τον κεντρικό οικισμό, καθώς δεν υπήρχαν χωριά. Αυτά τα κτίσματα ήταν τα ξωκλήσια, πολύ μικρά σε διαστάσεις, σαν προσκυνητάρια. Σημειώνεται ότι από τον 19ο αιώνα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά πολλών ναών άρχισαν να αλλάζουν.

«Συνταξιδιώτης» ο Ευάγγελος Ν. Ρούσσος

«Ασχολήθηκα με αυτές τις στοιχειώδεις κτιριακές μονάδες που για πολλούς θεωρούνται ασήμαντες, καθώς για μένα, αποτελούν ένα μικρό κομμάτι ενός μεγάλου παζλ που αφορά στην ιστορία του νησιού και σε βοηθά να δεις το νησί σου με άλλο μάτι, να το παρακολουθήσεις και να γνωρίσεις τον εαυτό σου» ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Δαλεζίου.

Συνταξιδιώτης της σε αυτό το μικρό ερευνητικό εγχείρημα ήταν ο Ευάγγελος Ν. Ρούσσος. Όπως σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου, η μελέτη του για το Τοπωνυμικό Σύρου, στάθηκε πολύτιμη για τη δική της καταγραφή των μικρών εκκλησιαστικών κτισμάτων. «Οι συζητήσεις μας, αλλά κυρίως η διαύγεια με την οποία αντιμετώπιζε και αξιολογούσε το ερευνητικό του υλικό υπήρξε για μένα το καλύτερο δώρο στην πορεία της μελέτης μου».